Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μέτοικος

См. также в других словарях:

  • μέτοικος — settler from abroad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • μέτοικος — ο, η αυτός που κατοικεί σε ξένο τόπο, ο μετανάστης: Αναγκάστηκε να γίνει μέτοικος σε πόλεις της Ευρώπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • МЕТЕК —    • Μέτοικος,          см. Ξένος, Иностранец …   Реальный словарь классических древностей

  • μετοίκοις — μέτοικος settler from abroad masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκου — μέτοικος settler from abroad masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκους — μέτοικος settler from abroad masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκων — μέτοικος settler from abroad masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκῳ — μέτοικος settler from abroad masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικε — μέτοικος settler from abroad masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικοι — μέτοικος settler from abroad masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»