Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μαχήσομαι

См. также в других словарях:

  • μαχήσομαι — μάχομαι fight fut ind mid 1st sg (epic doric ionic) μαχάω wish to fight aor subj mid 1st sg (attic epic ionic) μαχάω wish to fight fut ind mid 1st sg (attic ionic) συμμαχέω to be an ally aor subj mid 1st sg (epic) συμμαχέω to be an ally fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • μαχητής — ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, ίδος ή μαχῆτις ιδος) 1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστής («Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν… …   Dictionary of Greek

  • μαχητός — ή, ό (Α μαχητός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί να πολεμήσει κάποιος («ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον, οὐδὲ μαχητόν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. εκείνος τον οποίο μπορεί να αμφισβητήσει κανείς («μαχητό τεκμήριο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μάχη τού μέλλ. τού μάχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ούτοι — οὔτοι και οὔ τοι (Α) επίρρ. 1. βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν οὔτοι ἐγὼ γε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης», Ομ. Ιλ.) 2. (με το πότε) όντως ουδέποτε («ούτοι ποθ ουχθρούς, ουδ όταν θάνῃ», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»