-
1 τεκτόνων
τέκτωνworker in wood: masc gen pl -
2 ἄγω
ᾰγω (ἄγεις, -ει, -οντι; -οις, -οι; -ων, -οντ(α), -οντες; -ειν. aor. ἄγᾰγε(ν), γᾰγον; ᾰγᾰγών, -όντα; ᾰγᾰγέν (v. l. ἀγαγεῖν). impf. ᾰγεν, ἆγε(ν), ἆγον. fut. ἄξοισι; ἄξοντ(α): med. ἀγέσθω.)1a bring (persons, things) οὐδὲ ματρὶ φῶτες γαγον (sc. σέ.) O. 1.46μιν ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ O. 3.29
ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.49
δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29
“ τὸν μὲν ἀμνάσει νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν (v. 1. ἀγαγεῖν.) P. 4.56 “ δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” P. 4.161τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
οὐ τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27
ἄνδρες τοὺς Ἀριστοτέλης ᾰγαγε ναυσὶ θοαῖς P. 5.87
νιν εὔφρων δέξεται καλλιγύναικι πάτρᾳ δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων P. 12.12
ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροίαθεν ἀκροθινίων N. 7.41
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ᾰγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν (sc. Ἡρακλέης.) I. 6.28 Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4.ὧραί τε Θεμίγονοι ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Ἀπόλλωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8
ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες Pae. 6.103
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
( Φοῖνιξ)· ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι fr. 183.b drive τὸν ( θησαυρὸν ὕμνων)οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.13
ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν (sc. Κάρρωτος.) P. 5.36c bestowαἰὼν δ' μόρσιμος, πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10
ἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων γαγον O. 2.51
ἀλλ' ἀπήμαντον ἄγων βίοτον αὐτούς τἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.87
κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.66
Ἀλεύα τε παῖδες, Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
met., τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς (sc. ταῖς Συμπληγάσι)ἡμιθέων πλόος γαγεν P. 4.211
d med. take away “ ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” P. 4.2302a guide, be one's guide ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ( ποίνιμος coni. Spiegel.)ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13
Θώρακος ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως P. 10.66
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει Μοῖρα N. 11.42
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί ( πάντας sc.: Boeckh, Wil. preferred to understand τὸ βιαιότατον as ἀπὸ κοινοῦ with ἄγει and δικαιῶν.) fr. 169. 3.b guide in various senses, (α) c. pred. adj. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν. i. e. uphold P. 6.20 (β) employνόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει P. 6.47
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς. (v. αἰσχίων.) I. 7.22 (γ) wage, carry on “ οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ.” P. 9.31c in tmesisἐπάγω O. 2.37
ἀνάγω I. 6.62
d frag. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. -
3 δαίδαλος
δαίδᾰλος n. pl. pro subs. = δαιδάλματα,1 workmanship ἀλλὰ κρέμαται ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (Pauw: δαιδάλματ codd.) P. 5.36 -
4 κρεμάννυμι
a act., hang upπατὴρ ὕπεκρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ἐπεὶ δ' ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν P. 4.192
]τ' ἀκναμπτεὶ κρέμασον[ Δ. 3. 12.b pass., be hung up of votive offerings. ἀλλὰ κρέμαται,ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν P. 5.34
c pass., hang (over) met.μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.74
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.25
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρεμαται ἑλίσσων βίου πόρον I. 8.14
-
5 μέλαθρον
1 chamber σφ (= χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα)ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.40
-
6 ὁπόσος
a rel., =ὅσος. ἀλλὰ κρέμαται ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν P. 5.35
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.57b introducing indir. quest. “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται, εὖ καθορᾷς” P. 9.46 -
7 τέκτων
τέκτων (-ονα; -ονες, -όνων.)1 craftsman, architectτέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν P. 3.6
ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν, τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν P. 3.113
χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων P. 5.36
μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.4
χρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν (ἐπιστάτην Σ.) N. 5.49 -
8 χεριάρας
-
9 δαίδαλος
δαίδαλ-ος, ον,A cunningly or curiously wrought,μάχαιρα Pi.N.4.59
(Did., Δαιδάλου codd.); : in Hom. only neut. as Subst., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν.. to frame all cunning works, Il.5.60, al.;τεκτόνων δ. Pi.P.5.36
, cf. Opp.C.1.355: also in sg., Od.19.227.2 spotted, speckled, or perh. rather, sheeny, shot with light, of fish, Opp.C.1.58.II as pr. n., Δαίδαλος, ὁ, Daedalus, i. e. the Cunning Worker, the Artist, traditional name for the first sculptor, Il.18.592, Pl.Men. 97d: hence δαίδαλα, τά, = statues, Paus.9.3.2: also Δαίδαλα, τά, festival of Hera at Argos, ib., Plu.Daed.tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαίδαλος
-
10 διαπόνημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπόνημα
-
11 εἰκάζω
Aεἴκαζον Hdt.4.133
, but [dialect] Att. : [tense] fut. - άσω A.Eu.49: [tense] aor.εἴκασα Hdt.2.104
, [dialect] Att. , etc.: [tense] pf. εἴκακα Sch.Ar.V. 151:—[voice] Pass., [tense] fut.εἰκασθήσομαι Ar.Ach. 783
: [tense] aor.εἰκάσθην X.HG7.5.22
: [tense] pf.εἴκασμαι Hdt.3.28
, [dialect] Att. ᾔκασμαι (ἐξ-) Ar.Eq. 230 (but ).— This is the only Verb that augments εἰ- by ᾐ-:— represent by an image or likeness, portray,γυναῖκα γραφῇ εἰκάσας X.Oec.10.1
; εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη a figure painted to the life, Hdt.2.182; αἰετὸς εἰκασμένος a figure like an eagle, Id.3.28;χειρὶ τεκτόνων δέμας.. εἰκασθέν E.Alc. 349
; κενταύροις ᾔκασαν αὑτάς made themselves like Centaurs, Ar.Nu. 350;τοῦ θεοῦ.. ᾧπερ εἰκάζεις σεαυτόν Id.Ra. 594
.II liken, compare, l.c., cf. A.Ch. 633 (lyr.), Eu.49, etc.; describe by a comparison, εἰ. τι ὡς ἰ .. Hdt.7.162, cf.4.31, Arist.EN 1106b30:—[voice] Pass., to be like, resemble, , 1253, etc.; .III infer from comparison, form a conjecture, Hdt.1.68,7.49, S.OC 1504, 1677 (lyr.), Isoc.3.26; freq. in phrase ὡς εἰκάσαι so far as one can guess,ὡς εἰκάσαι, βασιληΐην τε καὶ πολιτηΐην αἰτεομένους Hdt.9.34
, cf. 1.34, etc.; rarely withoutὡς, ἀλλ', εἰκάσαι μέν, ἡδύς S.OT82
: c. acc. et inf., Hdt.4.132, Antipho Soph.53, Th.5.9, etc.: omisso inf., Ἀμαζόνας.. ἂν ᾔκασ' ὑμᾶς (sc. εἶναι) A.Supp. 288; τί τοῦτ' ἂν εἰκάσειας (sc. εἶναι); S.Ant. 1244;εἰ. τι ἔκ τινος A.Th. 356
(lyr.), Th.3.20;ἀπό τινος Id.1.10
; εἰ. τι make a guess about it, A.Ch. 518, Antipho 5.64;τινί Th.1.9
, Plu.Publ.14; estimate, τὴν κριθήν, τὰ τετρυγημένα εἰς .., at a given quantity, PSI 5.522 (iii B. C.), PGurob8.14 (iii B.C.): abs.,εἰ. τεκμαιρόμενος Lys. 6.20
;εἰ. καλῶς Men.852
. -
12 κοινός
A common (opp. ἴδιος), not in Hom. (v. ξυνός) ; ἐκ κοινοῦ shared in common, Hes.Op. 723;ἔσται γὰρ βίος ἐκ κ. Ar.Ec. 610
; of a common altar, Simon.140;τὸ τέμενος εἶναι κ. SIG1044.29
(Halic., iv/iii B.C.);κ. ἔρχεται κῦμ' Ἀΐδα Pi.N.7.30
; τρεῖς.. κ. ὄμμ' ἐκτημέναι, of the Gorgons, A.Pr. 795; κ. ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς, of Prometheus, ib. 613;τὰς γυναῖκας εἶναι κοινάς Pl. R. 457d
: prov.,κοινὸν τύχη A.Fr. 389
, cf. Men.Mon. 356;κοινὰ τὰ τῶν φίλων E.Or. 735
(troch.), Pl.Phdr. 279c, Men.9, etc.; κ. Ἑρμῆς 'share the luck', Id.Epit.67, 100; κ. ἀρωγά common aid (i.e. for all), S.Ph. 1145 (lyr.); ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά and let the shouts of males rise jointly, Id.Tr. 207 (lyr.);κ. πόλεμον πολεμεῖν X.Hier.2.8
;τὸν ἀέρα τὸν κ. Men.531.8
;κ. τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί Id.538.8
;κ. ἀγαθὸν τοῦτ' ἐστί, χρηστὸς εὐτυχῶν Id.791
: c. dat., κ. τινί common to or with another,ὑμῖν φῶς.. καὶ τοῖσδ' ἅπασι κ. A.Ag. 523
;ὁ δαίμων κ. ἦν ἀμφοῖν ἅμα Id.Th. 812
;θάλατταν κ. ἐᾶν τοῖς ἡττημένοις And.3.19
;οἰκία.. κοινοτάτη ἀεὶ τῷ δεομένῳ Id.1.147
; [πολιτεία] τίς κοινοτάτη; Arist.Pol. 1289b14, cf. 1265b29;κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα X.HG7.1.32
;τὸν ἥλιον τὸν κ. ἡμῖν Men.611
: c. gen.,πάντων αἰθὴρ κ. φάος εἱλίσσων A.Pr. 1092
(anap.), cf. Pers. 132 (lyr.), Eu. 109, Pi.N.1.32; κ. τῶν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀθηναίων shared in by both.., Pl.Mx. 241c, etc.: with Preps., τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., v. infr. v;κ. κατ' ἀμφοτέρων A.D.Synt.144.19
;οὐ γίγνεταί μοί τι κ. πρός τινα AP11.141
(Lucill.), cf. Iamb.Myst.5.7; μέρος κ. πρός τινα shared with.., CPR22.11 (ii A.D.), etc.;κ. μεταξύ τινων Stud.Pal.1.7
ii 11 (v A.D.).II in social and political relations, public, general, τὸ κ. ἀγαθόν the common weal, Th.5.90;κ. λόγῳ Id.5.37
, Hdt.1.141; κ. στόλῳ ib. 170;ἀδικήματα D.21.45
;ὁ τῆς πόλεως κ. δήμιος Pl.Lg. 872b
; κοινότατον of public or general interest, ib. 724b, cf. Arist.Rh. 1354b29; of constitutions, popular, free,κοινοτέραν εἶναι τὴν ἐκείνου μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isoc.10.36
.2 τὸ κ. the state,τὸ κ. Σπαρτιητέων Hdt.1.67
: abs., of one's own state, Ar.Ec. 208, etc.;τὸ κ. ὠφελεῖται Antipho 3.2.3
, cf. X.Cyr.2.2.20;τὰς ὠφελείας ἅπασιν εἰς τὸ κ. ἀπεδίδου Isoc.10.36
.b esp. of leagues or federations,τὸ κ. τῶν Ἰώνων Hdt.5.109
;τῶν συμμάχων Isoc.14.21
;τῶν Βοιωτῶν SIG457.10
(Thespiae, iii B.C.), Plb.20.6.1 (pl.), etc.; ἄνευ τοῦ πάντων κοινοῦ (sc. τῶν Θεσσαλῶν) Th.4.78; also, of private associations, Test.Epict.1.22, SIG 1113 ([place name] Loryma), al.; of guilds or corporations,τὸ κ. τῶν τεκτόνων POxy.53.2
(iv A.D.); of boards of magistrates, τὸ κ. τῶν ἀρχόντων ib.54.12 (iii A.D.).c the government, public authorities, Th.1.90, 2.12, etc.;τὰ κ. Hdt.3.156
;ἀπαγγεῖλαι ἐπὶ τὰ κ. Th.5.37
; ἀπὸ τοῦ κ. by public authority, Hdt.5.85, 8.135; σὺν τῷ κ. by common consent, Id.9.87.d the public treasury,χρημάτων μεγάλων ἐν τῷ κ. γενομένων Id.7.144
;ἐν τῷ κ. καὶ ἐν τοῖς ίεροῖς Th.6.6
, cf. 17;χρήματα δοῦναι ἐκ τοῦ κ. Hdt.9.87
; ἔχειν ἐν κοινῷ (without the Art.), Th.1.80, cf. Sch.adloc.3 τὰ κ. public affairs: πρὸς τὰ κ. προσελθεῖν, προσιέναι, to enter public life, D. 18.257, Aeschin.1.165; but also, the public money, Ar.Pl. 569, D.8.23 (in full,τὰ κ. χρήματα X.HG6.5.34
, Arist.Pol. 1271b11); τὰ κ. τῆς πόλεως, opp. τὰ ἁγνά, BMus.Inscr.4.481*.383; ἀπὸ κοινοῦ at the public expense, X.An.4.7.27, 5.1.12; , cf. Antiph. 230; ἐκ κ. from common funds, at joint expense, PGrenf.1.21.19 (ii B.C.).III common, ordinary,τὰ κ. εἰδέναι Pl.Ax. 366b
;διὰ τῶν κ. ποιεῖσθαι τὰς πίστεις Arist.Rh. 1355a27
; κοινοτάτη τῶν αἰσθήσεων [ἡ ἁφή] Id.EN 1118b1; τὰ κ. commonplaces, Men.Sam.27, Epit. 309; soκ. τόπος Hermog.Prog.6
, Aphth.Prog.7; ἡ κ. ἔννοια or ἐπίνοια, Plb. 2.62.2, 6.5.2; κ. νοῦς, φρένες, common sense, Phld.Rh.1.37 S., 202 S.; κ. καὶ διήκουσαι κακίαι general and all-pervading vices, Id.Sign.28;κ. καὶ δημώδη ὀνόματα Longin.40.2
;κ. καὶ ἐν μέσῳ κείμενα ὀνόματα D.H.Lys.3
; ἡ κ. διάλεκτος every-day language (free from archaisms and far-fetched expressions), Id.Isoc.2;πεφευγὼς τὸ κ. Phld.Acad. Ind.p.53
M.2 Gramm., ordinary, 'regular' Greek, opp. special dialects, διάλεκτοί εἰσι πέντε, Ἀτθὶς Δωρὶς Αἰολὶς Ἰὰς καὶ κ. Sch.D.T. p.14 H., cf. D.S.1.16, Theodos.Can.p.37 H., etc.; ἡ κ. alone, A.D. Conj.223.24; τὸ κ. ἔθος, ἡ κ. ἐκφορά, Id.Adv.155.10, Pron.4.27; οἱ κ. the writers who use this language, Sch.D.T.p.469 H., EM405.23.c ἡ κ. διάλεκτος demotic Egyptian, Manethoap. J.Ap.1.14.4 in magical formulae, of words added at will by the user, ' and so forth', freq.in Pap., PMag.Osl.1.255, PMag.Par.1.273, al.; κοινὰ ὅσα θέλεις ib.2.53;ὁ κ. λόγος PMag.Lond.46.435
; cf. κοινολογία.IV of Persons, connected by common origin or kindred, esp.of brothers and sisters,κ. σπέρμα Pi.O.7.92
, cf.S.OT 261, OC 535 (lyr.);κ. αἷμα Id.Ant. 202
, cf. 1; κ. πατήρ, μήτηρ, PAmh.2.152.9(v/vi A.D.), PFlor.47.11 (iii A.D.); alsoκ. Χάριτες Pi.O.2.50
.2 one who shares in a thing, partner,ἐν θύμασιν κ. ποεῖσθαί τινα S.OT 240
;κ. ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι Id.Aj. 267
, cf. Ar.V. 917; also κ. τῷ θεῷ belonging in part to the god (who claims tithe of his substance), Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).3 lending a ready ear to all, impartial,μὴ οὐ κ. ἀποβῆτε Th.3.53
; neutral, ib.68; ;μέτριος καὶ κ. Arist.Ath.6.3
; κοινοί, οἱ, arbitrators, GDI1832.10 (Delph.);κ. μεσίτης PStrassb.41.14
(iii A.D.); of a capital city, δεῖ.. κοινὴν εἶναι τῶν τόπων ἁπάντων easily accessible on all sides, Arist.Pol. 1327a6.b courteous, affable, X. Cyn.13.9;κ. ἅπασι γενέσθαι Isoc.5.80
;τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κ. Democh.2
J.;ἔχειν τὰς κ. φρένας Phld.Rh.1.202
S.c in bad sense, κοινή, ἡ, prostitute, Vett.Val.119.30, Porph.Hist.Phil.12 (pl.).d of events, κοινότεραι τύχαι more impartial, i.e. more equal, chances, Th.5.102; ἔστιν ἐν τῷ κ. πᾶσι c. inf., And.2.6.V in Logic, general, universal, τὸ κ. λαμβάνειν περί τινων, τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., Pl.Tht. 185b, 185c;τὰ κ. λεγόμενα ἀξιώματα Arist.APo. 76b14
; αἱ κ. ἀρχαί ib. 88a36; κ. ἔννοιαι axioms, heading in Euc.; general,κ. ὅρος Arist.Metaph. 987b6
; κοινὰ καὶ στοιχειώδη general principles, Phld.Rh.1.69S.; κ. σημεῖον, opp. ἴδιον, Id.Sign.14; κ. κρίσις objectively valid judgement, Id.Po.5.22;ὄνομα κ. Str.10.2.10
; abstract,ὁ κ. ἄνθρωπος καὶ λογισμῷ ληπτός Dam.Pr. 341
.VI Gramm.,1 κ. συλλαβή common syllable, capable of being long or short, D.T.633.17, Heph. 1.4.b κ. ποιήματα, poems which are both κατὰ στίχον and συστηματικά, e.g. the Sapphic stanza, Id.pp.58,59 C.; also, poems of ambiguous metrical form, Id.p.60 C.2 v.supr.111.2.3 of gender,κ. γένος D.T.634.19
; of nouns, A.D.Pron.30.7, al., EM143.33, 305.19, etc.4 ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν, of two clauses taking a word in common, A.D.Synt.122.14, al.; κοινὸν or ἐκ κοινοῦ παραλαμβάνεσθαι, ib.20, 28, al.VII of forbidden meats, common, profane,φαγεῖν κ. καὶ ἀκάθαρτον Act.Ap.10.14
, cf. Ep.Rom.14.14;κ. χερσὶ ἐσθίειν Ev.Marc.7.2
.B Adv. κοινῶς in common, jointly, E. Ion 1462;τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.817
: [comp] Comp., ἐν Κρήτῃ -οτέρως [ἔχει τὰ τῶν συσσιτίων] Arist.Pol. 1272a16.3 sociably, like other citizens,οὐδὲ κ. οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isoc.4.151
;ἴσως καὶ κ. πρός τινα προσφέρεσθαι Arist.Rh.Al. 1430a1
;κ. καὶ φιλικῶς Plu.Ant.33
; μετρίως καὶ κ. ὰσπάζεσθαι Id.Arat.43.4 in general, Diph.Siph. ap. Ath. 3.81a; ἡ κ. σύνεσις, τὸ κ. ἄνθρωπον", Phld.Vit.p.34J., Mort.38; opp. ἰδίως, Demetr.Lac.Herc.1014.41, Plu.Marc.8, cf. Longin.15.1;κοινότερον εἰπεῖν Phld.Rh.1.256
S.; - οτέρως Orib.Fr.93.6 in plain language, opp. σοφιστικῶς, Plu.2.659f; in the ordinary or wide sense, opp. κυρίως, Them.in APo.5.5: [comp] Comp., M.Ant. 2.10.II fem. dat. [full] κοινῇ; [dialect] Dor. [full] κοινᾷ SIG56.11 (Argos, v B.C.); [dialect] Boeot. [full] κυνῆ ib.635.31 (Acraeph., ii B.C.):—in common, by common consent, Hdt.1.148, 3.79, S.OT 606, OC 1339, E.Hipp. 731, Th.1.3, etc.;κ. πᾶσι καὶ χωρίς Arist.Pol. 1278b23
, cf. Ath.40.3; κ. μετά τινος, κ. σύν τινι, Pl.Smp. 209c, SIG346.27 (iv B.C.), X.Mem.1.6.14, etc.;ἰδίᾳ τε καὶ κ. Alex.291
: also neut.pl..3 as Prep. c. dat., together with, E. Ion 1228, Hel. 829, Fr. 823.III with Preps., εἰς κοινόν in common, in public,ὑμῖν τῇδέ τ' ἐς κ. φράσω A.Pr. 844
;πᾶσιν ἐς κ. λέγω Id.Eu. 408
, cf.Ar.Av. 457 (lyr.), Pl.Lg. 796e;εἰς κ. γνώμην ἀποφαίνεσθαι D.19.156
; εἰς τὸ κ. λέγειν, ἀγορεύειν, Pl.Tht. 165a, X. An.5.6.27; εἰς τὸ κ. for public use, Pl.Lg. 681c.2 ἀπὸ κοινοῦ, ἐκ κοινοῦ, v.A.1.1, 11.3, VI.4.3 ἀφεῖσαν ἐν κοινῷ ζητεῖν, Lat. rem in medio reliquerunt, Arist.Metaph. 987b14; but οἱ ἐν κ. γιγνόμενοι λόγοι, = οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι, Id.de An. 407b29.4 κατὰ κοινόν, opp. κατ' ἰδίαν, jointly, in common, Lexap.D.21.94, Plb.4.3.5; prob. forκατὰ κοινοῦ Id.11.30.3
. -
13 μόχθημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόχθημα
-
14 περινοστέω
A go round, visit, inspect,περὶ τὰς κλίνας Ar.Th. 796
;παλαίστρας Id. Pax 762
;τὰ τεκτόνων ἔργα Plu.2.155c
: metaph., π. τινὰ ἀπάτῃ circumvent, Aesop.204b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περινοστέω
-
15 πλάσσω
πλάσσω, [dialect] Att. [suff] πλασμᾰτ-ττω S.Aj. 148 (anap.), Pl.R. 420c, etc.: [tense] fut. πλάσω ( ἀνα-) Hp.Mochl.2:[tense] aor.Aἔπλᾰσα Hdt.2.70
([etym.] κατ-), Ar.V. 926, etc.; poet.ἔπλασσα Theoc.24.109
; [dialect] Ep.πλάσσα Hes.Op.70
: [tense] pf.πέπλᾰκα Phld. Mus.p.85K.
,D.S.15.11, D.H.Th.41: [ per.] 3sg.[tense] plpf.ἐπεπλάκει Erot.Praef.
: —[voice] Med., [tense] fut.πλάσομαι Alciphr.1.37
: [tense] aor.ἐπλασάμην Th.6.58
, Pl.Lg. 800b, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.πλασθήσομαι Phld.Mus.p.82
K., ( δια- ) Gal.4.619: [tense] aor. , Lys.12.48, Pl.Ti. 26e : [tense] pf. , etc.:—form, mould, prop. of the artist who works in soft substances, such as earth, clay, wax, ἐκ γαίης π. Hes.Op.70, cf. Hdt. 2.47,73; of Prometheus,ὃν λέγουσ' ἡμᾶς πλάσαι καὶ τἄλλα.. ζῷα Philem.89.1
, cf. Men.535.5 ;π. καθάπερ ἐκ κηροῦ Pl.Lg. 746a
;σχήματα ἐκ χρυσοῦ Id.Ti. 50a
;ἐκ πηλοῦ ζῷον Arist.PA 654b29
;ἀγγεῖον π. κήρινον Id.Mete. 359a1
;οὐκ ἔστιν ἀνδριαντοποιὸς ὅστις ἂν πλάσαι κάλλος τοιοῦτον Philem.72.2
;τοὺς πηλίνους D.4.26
; opp. γράφειν, as sculpture to painting, Pl.R. 510e (so in [voice] Pass., Lg. 668e, Isoc.9.75); τὴν ὑδριαν πλάσαι mould the water-jar, Ar.V. 926 ;σώματα π. θνητά Pl.Ti. 42d
; π. κηρία, of bees, Arist.HA 623b32 ; ἔπλαττεν ἔνδον οἰκίας made clay houses, Ar.Nu. 879; knead bread, Gal.6.313:—[voice] Med., σχῆμα πλασάμενος having formed oneself a figure, Pl.Plt. 297e :— [voice] Pass., to be moulded, made,τὸ δὲ ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται Hdt.3.108
; ;ἂν ἴδωσι.. κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Pl.Lg. 933b
.II generally, mould, form by education, training, etc., π. τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τὰ σώματα ταῖς χερσίν, Pl.R. 377c ;σῶμα ἐπιμελῶς Id.Ti. 88c
; ; παιδεύειν τε καὶ π. Id.Lg. 671c:—[voice] Pass., ; of the voice, to be trained, Arist.HA 536b19.III form an image of a thing in the mind, imagine,πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε.. νοήσαντες ἀθάνατόν τι ζῷον Pl.Phdr. 246c
, cf. R. 420c, 466a ;τῷ λόγῳ τοὺς νόμους Id.Lg. 712b
;τἀρχαῖα Phld.Mus.p.85K.
:—[voice] Pass., ib.p.82 K.IV put in a certain form, τὸ στόμα π. (so as to pronounce more elegantly) Pl.Cra. 414d ; [ κόμιον] Arr.Epict.2.24.24;τὴν ὑπόκρισιν Plu.Dem.7
:—[voice] Med., ἀδήλως τῇ ὄψει πλυσάμενος πρὸς τὴν ξυμφοράν having formed himself in face, i.e. composed his countenance, Th.6.58, cf. D.45.68.V metaph., fabricate, forge,λόγους ψιθύρους πλάσσων S.Aj. 148
(anap.);ψευδεῖς π. αἰτίας Isoc.12.25
;προφάσεις D.25.28
; τί λόγους πλάττεις; Id.18.121, cf. Pl.Ap. 17c ;μὴ πλάσῃς κακόν Men.Mon. 145
;π. ἐπιστολήν Plb.5.42.7
: abs., δόξω πλάσας λέγειν I shall be thought to speak from invention, i.e. not the truth, Hdt.8.80, cf. X.Mem.2.6.37 :—[voice] Med.,πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ Lys.19.60
;ψεύδη X.An.2.6.26
;τῆς φιλανθρωπίας ἣν.. ἐπλάττετο D.18.231
; προφάσεις π. Id.19.215 ;τοιαῦτα πλάττεσθαι τολμᾶτε Id.28.9
;καιρὸν πλάττεσθαι Id.21.187
: abs., πλαττομένους πρὸς ἑαυτούς ( αὐτούς Bonitz) Arist.Rh. 1381b28 : c. inf., Νέρων εἶναι πλασάμενος pretending to be N., D.C.64.9;π. νοσεῖν Gal.19.1
:—[voice] Pass., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος not fictitious, A.Pr. 1030 ; πεπλάσθαι φάσκοντες saying it was a forgery, Is.7.2 ; ;π. ὑπὸ ποιητῶν And.4.23
;ἐξ ὧν ἡ δίκη αὕτη πέπλασται D.52.12
. ( πλαθ-Ψω, cf. κορο-πλάθος, πηλο-πλάθος.) -
16 πόνος
A work, esp. hard work, toil, in Hom. mostly of the toil of war, μάχης π. the toil of battle, Il.16.568; πόνος alone, = μάχη, 6.77, Od.12.117, al.; πόνον ἔχειν, = μάχεσθαι, Il.6.525, cf. 13.2, al.;ἀνδράσι δυσμενέεσσι π. καὶ δῆριν ἔθεντο 17.158
;π. ἀνδρῶν Thgn.987
;πόνοι Ἐνυαλίου Pi.I.6(5).54
; ἐν τούτῳ τῷ π. ὁ πολέμαρχος διαφθείρεται in this struggle (at Marathon), Hdt.6.114;ἐν τοῖσι Τρωϊκοῖσι π. Id.9.27
.2 generally, toil, labour,ἐπεὶ παύσαντο πόνου Il.1.467
, al.; π. ὀρνίθεσσι τιθείη cause toil to them, Hes.Op. 470; π. λαβόντας incurring toil, Hdt.7.24;π. παρέχειν μανθάνοντι Pl.R. 526c
; μάταιος π. labour in vain, Id.Ti. 40d;οἱ κατὰ τὰ σώματα π. Id.Plt. 294e
;π. συνεχής Democr.241
;πολλῷ π. A.Pers. 509
;μετὰ πολλοῦ π. Pl.Sph. 230a
;σὺν π. X.Cyn.9.6
;οὐ μακρῷ π. A.Pr.75
;ἄνευ π. X.Mem.2.6.22
; ἔχει πόνον πολύν involves much trouble, Ar. Pax 1216 (also εἰνάλιον π. ἐχοίσας σκευᾶς when the tackle labours in the sea, Pi.P.2.79): pl.,π. ἑκούσιοι Democr.240
.3 of special kinds of labour, bodily exertion, exercise,στρατιωτικοὶ π. X.Cyr.3.3.9
; of exertions in the games, Hes.Sc. 305, Pi.N.4.1, l.4(3).47, etc.; γυμνάσια.., νεανιᾶν (prob.) πόνον the scene of youthful labours, E.Hel. 211 (lyr.);εἰναλίοισι πόνοισι Theoc.21.39
.4 work, task, business,ἐπεὶ π. ἄλλος ἔπειγεν Od.11.54
; enterprise, undertaking, S.Ph. 864 (lyr.), etc.5 implements for labour, stock-in-trade,οὗτος τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς πόνος Theoc.21.14
; καὶ πόνος ἐντὶ θάλασσα the sea is their workshop, Mosch.Fr.1.10.II stress, trouble, distress, suffering, Il.19.227; ;ἦ μὴν καὶ π. ἐστὶν.. 2.291
; ἐν τούτῳ τῷ π., of a storm, Hdt.7.190; ὁ Μηδικὸς [π.] the trouble from the Medes, Id.4.1;παῦροι ἐν πόνῳ πιστοί Pi.N.10.78
: freq. in Trag.,πόνος πόνῳ πόνον φέρει S.Aj. 866
(lyr.);πόνον ἔχειν Id.OC 232
(lyr.), etc.: in pl., sufferings, A.Pr.66, 328, etc.; πόνους πονεῖν (cf.πονέω B.1.2
);διά τινα πόνους ἔχειν Ar.Ec. 975
(lyr.); also of disease,κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ π. Th.2.49
; ; ἰσχίων π. καὶ πλευρᾶς ib. 73.2 pain, esp. physical,δύο π. ἅμα γενομένων, μὴ κατὰ τὸν αὐτὸν τόπον, ὁ σφοδρότερος ἀμαυροῖ τὸν ἕτερον Hp.Aph.2.46
, cf. Erot. s.v. πόνοι, Gal.17(2).699;π. ἐν κεφαλῇ Hp.
Acut.(Sp.) 40;ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι Id.Aph.4.44
,45, cf. Sor.1.27, al.;π. ἐς ἀμφοτέρας κνήμας Hp. Epid.1.26
.γ, cf. δ, al., LXX Ge.34.25; distd. from λύπη (pain in general), Alex.Aphr.Quaest.125.33; but sts. = λύπη, Epicur.Ep.3p.65U., Sent.Vat.4, Fr. 442, Phld.Mus.p.72K. -
17 τύπος
A blow, τ. ἀντίτυπος Orac. ap. Hdt.1.67; beat of horses' hoofs, v.l. for κτὺπος in X.Eq.11.12;αἰθερίου πατάγοιο τ. βρονταῖον ἀκούων Nonn.D.20.351
; so perh.νάβλα τ. Sopat.16
.II the effect of a blow or of pressure:1 impression of a seal,τύποι σφενδόνης χρυσηλάτου E.Hipp. 862
, cf. Pl.Tht. 192a, 194b, Chrysipp.Stoic.2.23, Luc.Alex.21;τ. ἐνσημήνασθαί τινι Pl.R. 377b
; stamp on a coin,τὰ ἀκριβῆ τὸν τ. Luc.Hist.Conscr.10
, cf. Hero *Mens.60, Hsch. s.v. Κυζικηνοι στατῆρες; on a branding-iron,ὄ τ. τοῦ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ ἢ πίθηκος Luc.Pisc.46
: generally, print, impression,χύτρας τύπον ἀρθείσης ἐν σποδῷ μὴ ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ συγχεῖν Plu.2.727c
, cf. 982b, Iamb.Protr.21. κθ', Gp.2.20.1; στίβου γ' οὐδεὶς τ. no footprint, S.Ph.29 (v.l. κτύπος) ; ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς (sc. τοῦ βραχίονος) κεῖται τύπος thy imprint, (O arm), E.Tr. 1196 (σῷ cj. Dobree); τ. ὀδόντων imprint of teeth, AP6.57.5 (Paul. Sil.); print,βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τ. τῶν ἥλων Ev.Jo.20.25
;οἱ τ. τῶν πληγῶν Ath.13.585c
.b impressions supposed by Democr. and Epicur. to be made on the air by things seen, and to travel through space, Thphr. Sens.52, Epicur.Ep.1p.9U., Nat.2.6, al.;ὁ θεὸς.. πνεῦμα ἐνεκέρασεν [τοῖς ὀφθαλμοῖς] οὕτως ἰσχυρὸν καὶ φιλότεχνον ὥστε ἀναμάσσεσθαι τοὺς τ. τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3
.2 hollow mould or matrix, , cf.Pr. 892b2; used by κοροπλάθοι, D.Chr.60.9, Procl. in Ti.1.335, 394 D., cf. Hsch. s.v. χοάνη; by fruit-growers, to shape the fruit while growing, Gp. 10.9.3; die used in striking coins, metaph.,Κύπριος χαρακτήρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται τεκτόνων πρὸς ἀρσένων A.Supp. 282
.3 engraved mark, engraving, δέλτον χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων engravings of letters, i. e. engraved letters, Plu.Alex.17, cf. Pl.Phdr. 275a;τὰ γεγραμμένα τύποις Id.Ep. 343a
; τὸ μέτρον τοῦ ποδὸς ὑποτέτακται τούτοις τοῖς τ. the length of the foot is subjoined in this engraving, Rev.Bibl.35.285 ([place name] Jerusalem).4 the depression between the underlip and chin, Poll.2.90.IV figure worked in relief, whether made by moulding, modelling, or sculpture,αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138
, cf. 106, 136, 148, 153;θεοῦ τ. μὴ ἐπίγλυφε δακτυλίῳ Iamb.Protr.21
.κγ; ;χρυσοκόλλητοι τ. Id.Rh. 305
;τ. ἀργυροῦς IG22.1533.30
, 11(2).161 B77, cf. 115 (Delos, iii B. C.); τύπους ἐργάσασθαι καὶ παρέχειν ib.42(1).102.36 (Epid., iv B. C.); tablet bearing a relief, καθελέσθαι τοὺς τ. καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ib. 22.839.30, cf. 56, al.;τ. Ἔρωτα ἔχων ἐπειργασμένον Paus.6.23.5
;τῶν τ' ἄλλων ὧν τύπος εἰκόν' ἔχει IG2.2378
, cf. 22.2021.8, 3.1330.5;ἐνταῦθά εἰσιν ἐπὶ τύπου γυναικῶν εἰκόνες Paus.9.11.3
; πεποιημένα ἐν τύπῳ in relief, Id.2.19.17; typos scalpsit, Plin.HN35.128; impressā argillā typum fecit, ib. 151; πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῦ τ., title of speech by Lysias, Suid. s.v. λιθουργική; Γάλλοι.. ἔχοντες προστηθίδια καὶ τύπους Plb. 21.37.6, cf. 21.6.7.V carved figure, image,ποιεῦνται ξύλινον τ. ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν Hdt.2.86
;τ. ποιησάμενος λίθινον ἔστησε· ζῷον δέ οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς Id.3.88
; χρυσέων ξοάνων τύποι, periphr. for χρύσεα ξόανα, E.Tr. 1074(lyr.); γραφαῖς καὶ τ. paintings and statues, Plb.9.10.12; γραπτοὶ τ. prob. painted pediment-figures, E.Fr. 764, cf. Isoc.9.74, AP7.730 (Pers.); idol, graven image, LXX Am.5.26, J.AJ1.19.10.2 exact replica, image, as children are called the τύποι of their parents, Artem. 2.45; τ. λογίου Ἑρμοῦ, of Demosthenes, Aristid.2.307 J.VI form, shape, ; ; ; ἀγγείου Crates Gramm. ap. Ath.11.495b;τὸν ἄρτον ἔχειν ἴδιον τ. OGI56.73
(Canopus, iii B. C.);οἱ τ. τῶν γραμμάτων D.H.Dem.52
;ὁ τ. τῶν χαρακτήρων Plu.2.577f
;τοὺς τ. τῶν συλλαμβανομένων Sor.1.39
; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τ., periphr. for H. himself, A.Th. 488;Γοργείοισιν εἰκάσω τ. Id.Eu.49
; ὄμφακος τ., = ὄμφαξ, S.Fr.255.5;βραχιόνων ἡβητὴς τ. E.Heracl. 858
; features,IG
14.2135 ([place name] Rome), cf. Max. Tyr. 31.3, Adam. 1.4.2 thing having a shape, οὐλοφυεῖς.. τ. χθονὸς ἐξανέτελλον undifferentiated forms rose from the earth, Emp.62.4; τ. τις πορφυροῦς κατὰ χρόαν, τῷ σχήματι ἐμφερὴς κιβωρίου θύλακι (viz. the placenta) Sor.1.57.3 form of expression, style,ὁ πραγματικὸς τ. [τοῦ Ξενοφῶντος] D.H.Pomp.4
;ὁ τ. τῆς γραφῆς Longin.
ap. Porph. Plot.19;ὁ τ. ὁ πολιτικός Hermog.Id.2.11
; οὐδ' ἀληθινοῦ τύπου μέτεστι τῷ ἀνδρί ibid.;ὁ διὰ τῶν συμβόλων προτρεπτικὸς τ. Iamb.Protr.21
;ὁ αἰνιγματώδης τ. Id.VP23.103
.4 Gramm., mode of formation, form,τ. πατρωνυμικῶν D.T.634.29
;τ. παθητικός A.D.Synt.278.25
.VII archetype, pattern, model, capable of exact repetition in numerous instances,αὑτὸν ἐκμάττειν.. εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τ. Pl.R. 396e
; οἰκισταῖς (sc. πόλεως) τοὺς μὲν τ. προσήκει εἰδέναι, ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς.., οὐ μὴν αὐτοῖς γε ποιητέον μύθους·.. οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν; ib. 379a, cf. 380c.2 character recognizable in a number of instances, general character, type, πάντα ὅσα τοῦ τ. ; ;τοῦτον τὸν τ. ἔχοντα Id.Phlb. 51d
.3 type or form of disease (esp. fever) with reference to the order and spacing of its attacks and intervals, Gal.7.463, cf. 475,490,512.VIII general impression, vague indication, γίνεται ἀμυδρὸς ὁ τ. τῆς ῥάχεως (in the foetus) Diocl.Fr.175; τ. ἀμυδροί, opp. ἀκριβὲς εἶδος, Gal.6.5; ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος as long as there is an approximate indication of the thing, Pl.Cra. 432e; of the general type or schema corresponding with a name, Epicur.Fr. 255.2 outline, sketch, general idea,ὅσον τοὺς τ. ὑφηγεῖσθαι Pl.R. 403e
;περιγραφὴ καὶ τύποι Id.Lg. 876e
;ἔχεις τὸν τ. ὧν λέγω Id.R. 491c
;τοὺς τ. μόνον εἰπόντες περὶ αὐτῶν Arist.Pol. 1341b31
;ἐξηγεῖσθαι τύποις Pl.Lg. 816c
;ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Isoc.15.186
, cf. Phld.Rh.2.166 S.;ὁ τ. τῆς ὅλης πραγματείας Epicur.Ep.1p.3U.
; pl., ib.p.4 U.;δέονται.. ὑγρᾶς διαίτης, ἧς τὸν τ. ἀρτίως ὑπέγραψα Gal.6.397
; τύπῳ, ἐν τύπῳ, in outline, in general,ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας, εἰρῆσθαι Pl.R. 414a
; ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς ib. 559a; ;τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Arist.EN 1104a1
; παχυλῶς καὶ τ. ἐνδείκνυσθαι ib. 1094b20; τ. καὶ ἐπὶ κεφαλαίου λέγομεν ib. 1107b14;ὡς ἐν τ. Id.Pol. 1323a10
; ὅσον τύπῳ in outline only, Id.Top. 101a22;ὡς τύπῳ λαβεῖν Thphr.Char.1.1
.3 outline,ταῦτα ὅσα εἴρηται καθάπερ ἐν γραφαῖς ἀχρόοις γραμμῇ μόνῃ τύποι ἀνδρῶν εἰκασμένοι εἰσί Adam.2.61
.IX prescribed form, model to be imitated,ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τ. τοῦ ἐπιμελέος Democr.228
;οὗτος.. εἷς ἂν εἴη τῶν περὶ θεοὺς νόμων καὶ τύπων, ἐν ᾧ δεήσει τοὺς λέγοντας λέγειν καὶ τοὺς ποιοῦντας ποιεῖν Pl.R. 380c
, cf. 383c; ἐν τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα ib. 398b; εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης ib. 443c;τ. εὐσεβείας.. παισὶν.. ἐκτέθεικα OGI383.212
(Nemrud Dagh, i B. C.);ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ 1 Ep.Thess.1.7
;κατὰ τὸν τ. τὸν δεδειγμένον σοι LXX Ex.25.39(40)
, cf. Act.Ap.7.44.2 general instruction,δόντες τοὺς τ. τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, ἐξέπεμπον τοὺς δέκα Plb.21.24.9
; general principle in law,τ. ἐστὶν καθ' ὃν ἔκρεινα πολλάκις PRyl.75.8
(ii A. D.).b rule of life, religion, ἐξεταστέον ποταπῷ χρῆται τύπῳ ὁ νοσῶν (e. g. whether Jewish or Egyptian) Erot.Fr.33.3 rough draft of a book,βιβλίον γεγραμμενον ἐν τύποις Gal.18(2).875
, cf. 15.587,624, Anon. ap.Phot.Bibl.p.491 B.; draft of an official letter, τύπον ποιεῖ he drafted a letter, UPZ14.135 (ii B. C.);τ. χειρογραφίας PMich.Teb. 123r
ii 38 (i A. D.); τ. ἐπιστολικοί models of letters, Epist.Charact. tit.4 form of a document,ἔστιν δὲ ὁ τ. τῆς εἰθισμένης διαγραφῆς ὁ ὑποκείμενος PMich.Zen. 9v
.3 (iii B. C.);σωματισθῆναι.. τύπῳ τῷδε· τί ἑκάστῳ ὑπάρχει κτλ. POxy.1460.12
(iii A. D.);κατὰ τὸν αὐτὸν τ. PFlor. 279.16
(vi A. D.).5 text of a document,ὁ μὲν τῆς ἐπιστολῆς τ. οὕτως ἐγέγραπτο LXX 3 Ma.3.30
, cf. Aristeas 34, Act.Ap.23.25, prob. cj. in LXX 1 Ma.15.2.6 written decision, θεῖος τ. an imperial rescript, Cod.Just. 1.2.20, al., Just.Nov. 113 tit., cf. PMasp.32.41 (vi A. D.); αἰτῆσαι θεῖον καὶ πραγματικὸν τ. Mitteis Chr.319.47 (vi A. D.); given by a bishop, Sammelb.7449.14 (v A. D.); by the ἔκδικος, PSI9.1075.11 (v A. D.); by others,χρὴ.. δοῦναι τ. εἰς τὴν συγχώρησιν POxy.1911.145
(vi A. D.): in pl., of the acta of a πάγαρχος, ib.1829.2, 12 (vi A. D.).X as law-term, summons, writ,οἱ τ. γράμμα εἰσὶν ἀγορᾶς, ἐρήμην ἐπαγγέλλον τῷ οὐκ ἀποδιδόντι Philostr.VS1.25.9
;δίκης λῆξις εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τ. Poll.8.29
. -
18 ἔπαρχος
ἔπαρχ-ος, ον,A commander, ; (Canter for ἄπαρχος); governor of a country, Plb.5.46.7.2. = Lat. praefectus (in all senses), Id.11.27.2, Plu.Flam.1, etc.; ἔ. τεκτόνων or τεχνιτῶν, pracf. fabrum, Id.Cic.38, Brut.51; ἔ. τῆς πόλεως, praef. urbi, D.H.4.82, etc.; ἐ. παρεμβολῶν, praef. castrorum, Gloss.;ἔ. Αἰγύπτου PFay.21
(ii A. D.); ἔ. τῆς αὐλῆς, praef. praetorio, Plu.Galb.2, cf. ib.8, 13; ἔ. Ἑῴας prefect of the East, Epigr.Gr. 919.4 ([place name] Sidyma); ἀπὸ ἐπάρχων, ex praefecto, CIG2593 (Gortyn, iv A. D.).II as Adj., ἀρχὴν ἔπαρχον στόλου the office of admiral, IG14.873 (Misenum, iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔπαρχος
-
19 κοινός
κοινός, ή, όν (s. the numerous cognates that follow this entry; Hes.+) prim. ‘common’ (opp. ἴδιος)① pert. to being of mutual interest or shared collectively, communal, common (so gener. Gk. lit., also LXX; EpArist, Philo, Joseph., SibOr).ⓐ adj. (ὁ κ. πάντων πατήρ Orig., C. Cels. 8, 53, 27) τράπεζα (Diod S 4, 74, 2) Dg 5:7a. πίστις Tit 1:4. σωτηρία (cp. SIG 409, 33f [ca. 275 B.C.]; X., An. 3, 2, 32; Diod S 37, 2, 5; Polyaenus 5, 31) Jd 3. κ. ἐλπίς IEph 21:2; IPhld 5:2; 11:2. κ. ὄνομα (Philo, Abr. 7, Leg. ad Gai. 194) IEph 1:2; εἶχον ἅπαντα κ. they had everything in common (κοινὰ πάντα ἔχειν: Strabo 7, 3, 9.—Diod S 5, 9, 4: the inhabitants of Lipara τὰς οὐσίας κοινὰς ποιησάμενοι καὶ ζῶντες κατὰ συσσίτια=they made their possessions common property and lived acc. to the custom of common meals; Iambl., Vi. Pyth. 30, 168 of the Pythagoreans: κοινὰ πᾶσι πάντα … ἦν, ἴδιον δὲ οὐδεὶς οὐδὲν ἐκέκτητο. Porphyr., Vi. Pyth. 20. The word occurs in a sim. context w. ref. to the Essenes: Philo, Prob. Lib. 85; 86; Jos., Ant. 18, 20, and the Therapeutae: Philo, Vi. Cont. 32; 40; HBraun, Qumran u. d. NT, I, ’66, 43–50. Even Pla., Phdr. 279c κοινὰ τὰ τῶν φίλων) Ac 2:44; cp. 4:32 (cp. 1QS 6:2; for the recurring idea of the “other self” in antiquity s. also Persius, Satires 5, 22f; Horace, Odes 1, 3, 8; 2, 17, 5).—PSchmiedel, Die Gütergemeinschaft der ältesten Christenheit: PM 2, 1898, 367–78; EvDobschütz, Probleme des apost. Zeitalters 1904, 39ff; JBehm, Kommunismus im Urchristentum: NKZ 31, 1920, 275–97; KLake: Beginn. I/5, ’33, 140–51; Haenchen ad loc. (lit.). κοινῆς εἰκαιότητος καὶ ἀπάτης of general silliness and deceit Dg 4:6—Of body and spirit ἀμφότερα κ. ἐστιν both are in communion = belong together, cannot be separated Hs 5, 7, 4.ⓑ subst. τὸ κοινόν what is (in) common τὸ κ. τῆς ἐλπίδος the common ground of hope 1 Cl 51:1.—τὸ κ. the society, the community (to designate all those who belong to a given group: POxy 53, 2 τὸ κ. τῶν τεκτόνων; 84, 3; Jos., Vi. 65; Orig., C. Cels. 1, 31, 26; Hippol., Ref. 9, 19, 1) διακονία εἰς τὸ κ. service for the (Christian) community IPhld 1:1. Also the common treasury (Appian, Iber. 8, §31 τὸ κ.=the state treasury) of slaves ἐλευθεροῦσθαι ἀπὸ τοῦ κ. to be freed at the expense of the common treasury (i.e. of the Christian community) IPol 4:3 (cp. X., An. 4, 7, 27; 5, 1, 12 ἀπὸ κοινοῦ=at state expense; Jos., Vi. 297 ἐκ τοῦ κ.; 298).ⓒ adv. κοινῇ together, collectively (Soph., Thu.+; ins; PMagd 29, 2; LXX; Jos., C. Ap. 1, 70; 2, 166; Just., A I, 67, 5 and 7) IEph 20:2; ISm 12:2 (both in contrast to κατʼ ἄνδρα [‘man for man’, ‘individually’], as SIG 1073, 18); 7:2 (opp. κατʼ ἰδίαν, as Diod S 11, 24, 4; Dio Chrys. 34 [51], 9; SIG 630, 15 (restored rdg.); 2 Macc 9:26). τὸ κοινῇ συμφέρον the common good B 4:10.② pert. to being of little value because of being common, common, ordinary, profaneⓐ in a general sense (cp. Alcman [VII B.C.], Fgm. 49 D.2 τὰ κοινά of that which ordinary people eat, in contrast to those of more refined tastes; Plut., Mor. 751b καλὸν γὰρ ἡ φιλία καὶ ἀστεῖον, ἡ δὲ ἡδονὴ κοινὸν καὶ ἀνελεύθερον [Ltzm., Hdb. on Ro 14:14]; cp. 1 Macc 1:47, 62; EpArist 315=Jos., Ant. 12, 112 κοινοὶ ἄνθρωποι; 13, 4; Iren. 4, 18, 5 [Harv. II 206, 11]). κ. ἡγεῖσθαί τι consider someth. ordinary Hb 10:29, unless this belongs in 2b.ⓑ specifically, of that which is ceremonially impure: Rv 21:27. χεῖρες (ceremon.) impure Mk 7:2, 5 (MSmith, Tannaitic Parall. to the Gosp. ’51, 31f); οὐδὲν κ. διʼ ἑαυτοῦ nothing is unclean of itself Ro 14:14a; cp. bc of this same vs. οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κ. καὶ ἀκάθαρτον I have never eaten anything common or unclean (1 Macc 1:62) Ac 10:14; cp. vs. 28; 11:8 (CHouse, Andrews University Seminary Studies 21, ’83, 143–53); GJs 6:1 (s. deStrycker). Hb 10:29, s. 2a.—Dg 5:7b (see κοίτη 1b).—B. 1365. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv. -
20 σοφός
σοφός, ή, όν (s. two prec. entries; Pind., Hdt.et al.; LXX, TestSol, Test12Patr; JosAs 13:11; ApcSed 14:8 p. 136, 14 Ja; Ep-Arist, Philo, Joseph., apolog. exc. Mel.) prim. a clever pers. who knows how to do someth. or construct someth., such as buildings, poems (so esp. Pind.; many philosophers published their thoughts in verse), speeches.① pert. to knowing how to do someth. in a skillful manner, clever, skillful, experienced (Pind., N. 7, 17 [25] of mariners; τεχνίτης Iren. 1, 8, 1 [Harv. I 68, 1]) ς. ἀρχιτέκτων 1 Cor 3:10 (Is 3:3; cp. Il. 15, 412 σοφία τέκτονος; Eur., Alc. 348 σοφὴ χεὶρ τεκτόνων; Maximus Tyr. 6, 4d ὁ τέκτων ς.; Philo, Somn. 2, 8). Cp. 6:5. σοφὸς ἐν διακρίσει λόγων skillful in the interpretation of discourse 1 Cl 48:5 (ς. ἐν as Maximus Tyr. 24, 6b).② pert. to understanding that results in wise attitudes and conduct, wiseⓐ of humansα. wise, learned, having intelligence and education above the average, perh. related to philosophy (Pind. et al.; Jos., Bell. 6, 313; Just., D. 5, 6; Tat., 33, 4; Ath. 29, 1; w. πεπαιδευμένος and φρόνιμος Orig., C. Cels. 3, 48, 8): ὁ σοφός beside ὁ ἰσχυρός and ὁ πλούσιος 1 Cl 13:1 (Jer 9:22); 38:2. Opp. ἀνόητος Ro 1:14. Those who are wise acc. to worldly standards, the σοφὸς κατὰ σάρκα 1 Cor 1:26 (cp. ὁ τοῦ κόσμου ς. Hippol., Ref. 4, 43, 1), stand in contrast to God and God’s wisdom, which remains hidden for them Ro 1:22 (Just., D. 2, 6 ᾤμην σοφὸ γεγονέναι; Oenomaus in Eus., PE 5, 34, 10 οἰομένους εἶναι σοφούς); 1 Cor 1:19 (Is 29:14), 20, 27; 3:19 (cp. Job 5:13), 20 (Ps 93:11); IEph 18:1. W. συνετός (Jos., Ant. 11, 57; 58; Just., D. 123, 4) Mt 11:25; Lk 10:21 (s. WNestle, Vom Mythos zum Logos ’42, 13–17; GKilpatrick, JTS 48, ’47, 63f).β. wise in that the wisdom is divine in nature and origin (opp. ἄσοφος) Eph 5:15. (Opp. μωρός) 1 Cor 3:18ab. W. ἐπιστήμων (Philo, Migr. Abr. 58) Js 3:13; B 6:10. σοφὸς εἰς τὸ ἀγαθόν (opp. ἀκέραιος εἰς τὸ κακόν) Ro 16:19. Jesus intends to send out προφήτας καὶ σοφοὺς κ. γραμματεῖς Mt 23:34.ⓑ of God. In the abs. sense God is called σοφός (Sir 1:8; cp. 4 Macc 1:12; SibOr 5, 360.—Ael. Aristid. 46 p. 409 D.: σοφώτατον εἶναι θεόν.—Orig., C. Cels. 3, 70, 9) μόνος σοφὸς θεός (Ps.-Phoc. 54 εἷς θεὸς σοφ.; Herm. Wr. 14, 3; s. GRudberg, ConNeot 7, ’42, 12) Ro 16:27; 1 Ti 1:17 v.l.; Jd 25 v.l.; cp. 1 Cor 1:25. ὁ σοφὸς ἐν τῷ κτίζειν 1 Cl 60:1 (w. συνετὸς ἐν τῷ κτλ.). σοφὴ βουλή God’s wise counsel Dg 8:10. (On 2aβ and b cp. Sb 6307 [III B.C.] of Petosiris the astrologer: ἐν θεοῖς κείμενος, μετὰ σοφῶν σοφός.)—B. 1213. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.
См. также в других словарях:
τεκτόνων — τέκτων worker in wood masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονισμός — Το δόγμα των τεκτόνων. Λέγεται και μασωνισμός ή μασωνία. Ο τ. είναι το περιεχόμενο των διδασκαλιών των ελεύθερων τεκτόνων. Θεωρητικά αποβλέπει στην επικράτηση της ηθικής και στην τελειοποίηση των ανθρώπων. Η ιστορία του τ. έχει και την… … Dictionary of Greek
RUBRICA — inter austeros colores Plinio, l. 35. c. 6. h. c. qui minus lucidi floridique nec tam vegeti intensique luminis, adeoque obtusius pinguiusque relucent. Aegyptia et Africana fabris utilissima, quia maxime sorbetur picturis, ut habet Idem: milius… … Hofmann J. Lexicon universale
αρχιτέκτονας — ο (θηλ. αρχιτεκτόνισσα, η) (AM ἀρχιτέκτων) [τέκτων] 1. ο επιστήμονας που σχεδιάζει οικοδομήματα ή μνημεία και επιβλέπει την κατασκευή και τη διακόσμηση τους 2. ο πρωτεργάτης ή αυτός ο οποίος πρώτος επινόησε κάτι και φρόντισε για την εκτέλεση του… … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
μεσονύκτιο — και μεσονύχτι, το (ΑM μεσονύκτιον και μεσανύκτιον, Μ και μεσονύχτιον) το μέσο τής νύχτας, η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (ειδικά στην αλληγορική φρασεολογία τών τεκτόνων) το τέρμα τής … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
προανίστημι — Α [ἀνίστημι] 1. ανεγείρω κάτι προηγουμένως («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», Ιώσ.) 2. μέσ. προανίσταμαι α) παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», Ιώσ.) β) ξεκινώ σε αγώνα δρόμου πριν από… … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
χεριάρης — ὁ, Α επιδέξιος στα χέρια, δεξιοτέχνης («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < χείρ + ἀραρίσκω «εφαρμόζω, συνάπτω»] … Dictionary of Greek
ναός — ο 1. κτίριο αφιερωμένο στη λατρεία θεού: Ναός της Αθηνάς. 2. αίθουσα συνεδριάσεων των τεκτόνων, αλλ. εργαστήρι. 3. μτφ., τόπος όπου ασκείται υψηλό λειτούργημα ή καλύπτεται πολύτιμο είδος: Ναός της Θέμιδας (δικαστήριο). – Ναός της ζωής (έγκυα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)