-
1 σωματών
σωματόωmake corporeal: pres part act masc voc sg (doric aeolic)σωματόωmake corporeal: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)σωματόωmake corporeal: pres part act masc nom sgσωματόωmake corporeal: pres inf act (doric) -
2 σωματῶν
σωματόωmake corporeal: pres part act masc voc sg (doric aeolic)σωματόωmake corporeal: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)σωματόωmake corporeal: pres part act masc nom sgσωματόωmake corporeal: pres inf act (doric) -
3 σωμάτων
σω̱μάτων, σῶμαbody: neut gen plσωματόωmake corporeal: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)σωματόωmake corporeal: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
4 ασωμάτων
ἀσώματοςdisembodied: masc /fem /neut gen plἀ̱σωμάτων, ἀσωματόωdemetallize: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱σωμάτων, ἀσωματόωdemetallize: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀσωματόωdemetallize: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀσωματόωdemetallize: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
5 ἀσωμάτων
ἀσώματοςdisembodied: masc /fem /neut gen plἀ̱σωμάτων, ἀσωματόωdemetallize: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱σωμάτων, ἀσωματόωdemetallize: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀσωματόωdemetallize: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀσωματόωdemetallize: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
6 εὐεξία
A good habit of body, good health, Hp.Aph.1.3 (pl.); ;εὐ. τῶν σωμάτων καὶ καχεξία Pl.Grg. 450a
, cf. Arist.EN 1129a19, Top. 105a31; εὐ. πολιτική bodily vigour required of a citizen, Id.Pol. 1335b6; ὑγίεια καὶ εὐ. Pl.R. 559a: pl.,εὐεξίαι τῶν σωμάτων Id.Prt. 354b
, cf. Aeschin.1.189, Plb.1.57.1, v.l. in Isoc.4.1; περὶ εὐεξίας (opp. ὑγίεια, as temporary high condition to permanent health), title of work by Gal.4.750, 1.408, Thras.12; νικᾶν εὐεξίαν, εὐεξίᾳ, SIG 1060 (iv/iii B.C.), 1061 (ii B.C.).II generally, vigour, good condition,ὑγίεια καὶ κάλλος καὶ εὐ. ψυχῆς Pl.R. 444d
;τῆς πολιτείας Plb.20.4.1
;φωνῆς Plu.2.804b
, etc. -
7 δαψιλής
δαψιλ-ής, ές,A abundant, plentiful,ὕδωρ Hp.Acut.65
;ποτόν Hdt. 2.121
.δ'; δωρεή Id.3.130
; ; in too great quantity,Id.
HA 585a27;ἔπαινοι Phld.Lib.p.32O.
;ἔργα Herod.7.84
;πλῆθος σωμάτων Plb.4.38.4
([comp] Sup.); πηγαι Plu. Num.15; χώρα ib.16 ([comp] Comp.); ἐβένου τάλαντον δ. a full talent, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.). Adv.- έως
in abundance,Theoc.
7.145;δαψιλῶς τοὺς φαγόντας βρέχειν Antiph.286
;παρέχεσθαι πάντα D.S.5.14
, cf. 19.3: neut. as Adv.δαψιλὲς ἠπείλησεν Call.Del. 125
: [comp] Comp.- έστερον J.BJ4.11.4
; - εστέρως ib.8.3, Ptol.Tetr.56.2 of space, ample, wide,ἐρημία Lyc.957
.II of persons, liberal, profuse.Arist. VV 1280b25, Axiop.4.4;δ. χορηγός Plu.Per.16
; soκακία δ. τοῖς πάθεσιν Id.2.500e
. Adv.-ῶς, ζῆν X.Mem.2.7.6
: [comp] Sup.-έστατα, χρῆσθαι Id.Cyr.1.6.17
, cf. Ph.Bel.101.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαψιλής
-
8 διαβροχή
διαβροχή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβροχή
-
9 διακοπή
διακοπή, ἡ,A gash, cleft, as in the skull, Hp.VC7, Gal.7.38; deepseated wound, Id.18(1).27;διακοπαὶ σωμάτων Plu.Mar.19
; severance of a musical string, Theo Sm.p.71 H.b rupture of a blood-vessel, Gal.19.457.II cutting or canal through an isthmus or mountain, Str.1.3.18 (pl.); through a wall or dam, BGU1188.8 (i B.C.); narrow channel or passage, LXXJb.28.4, al., cf. J.AJ7.4.2.IV metaph., breach, rupture, quarrel, LXXJd.21.15: pl.,δ. φίλων Vett.Val.3.2
.VI intermission, Herod.Med. ap. Orib. 6.20.19.VII Gramm., tmesis, Charis.p.275 K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακοπή
-
10 διακριτικός
II able to distinguish,τῆς οὐσίας Pl.Cra. 388c
;ὄψις ἕξις δ. σωμάτων Id.Def. 411c
: abs., Luc. Herm.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακριτικός
-
11 εὐρυθμία
εὐρυθμ-ία, ἡ,A rhythmical order or movement, , cf. Prt. 326b; αἱ περὶ τὴν λέξιν εὐ. the measured cadences of language, Isoc.5.27;ἡ κυκλικὴ εὐ. τῶν περιόδων D.H. Pomp.6.10
.2 harmony between the orator and his hearers, Plu.2.45e.3 of persons, gracefulness, Pl.R. 400d;ἡ δ' εὐ. τό τ' ἦθος Damox.3.7
; εὐ. τῶν σωμάτων graceful movement, Plu.2.8c, cf. Quint.1.10.26, Luc.Salt.8.4 εὐ. χειρέων delicacy of touch, in a surgeon, etc., Hp.Decent.8, cf. Plu.2.67e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρυθμία
-
12 εὐτροφία
εὐτροφ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτροφία
-
13 θηλύνω
Aἐθήλῡνα E.Fr.360.29
, Babr.Prooem.1.19, ([etym.] ἐξ-) Str.5.4.13: [tense] pf.τεθήλῠκα Arist.
ap. Stob.4.279M.:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐθηλύνθην (v. infr.), ([etym.] ἐξ-) D.H.14.8: [tense] pf.τεθήλυσμαι Hp.
Aër.15, J.AJ 4.8.40, ([etym.] ἐκ-) Gal.10.354; but - υμμαι ([etym.] ἐκ-) Plb.36.15.2, Luc.DDeor. 5.3; [ per.] 3sg.- υνται D.C.50.27
; inf. - ύνθαι ([etym.] ἐκ-) Plb.31.21.3: ([etym.] θῆλυς):— make womanish, enervate, E. l.c.;τὴν ἡδονήν Plu.
l.c.;τοὺς ἄνδρας Vett.Val.76.6
; soften,Ζέφυρος κῦμα θηλύνει AP10.4
(Marc.Arg.):— [voice] Pass.,τῶν σωμάτων -ομένων X.Oec.4.2
, cf. Porph.Abst.1.34; become soft,αἱ σάρκες -ονται Hp.Art.52
;βαφῇ σίδηρος ὥς, ἐθηλύνθην στόμα S. Aj. 651
; οὔπω ἐθηλύνθης gav'st not yet a sign of yielding, AP5.250 (Iren.); θ. οἴκτοις ib. 299 (Paul. Sil.); play the coquette, Bion 2.18;τᾷ μορφᾷ θηλύνετο Theoc.20.14
; muliebria pati, Vett.Val.7.26, al.: Astrol., of planets, Ptol.Tetr.20.—Rare in [dialect] Att. -
14 θρέψις
-
15 καθαίρεσις
A pulling down, demolition, Th.5.42, Isoc.7.66, X.HG2.2.15, IG22.1672.75 (iv B.C.), PMagd.9.6 (iii B.C.), etc.: metaph., τινῶν, opp. οἰκοδομή, 2 Ep.Cor.10.8; ἀναστήσωμεν τὴν κ. τοῦ : in concrete sense, αἱ καθαιρέσεις the débris, Ph.Bel.92.31.2 generally, overthrow, subjugation, Jul.Caes. 320d;τῆς ἀνέτου ἐξουσίας Hdn.2.4.4
;Ἰουλιανοῦ Id.3.1.1
; killing, Plu.Ant.82.3 reduction, diminution, opp. πρόσθεσις, Arist.Ph. 207a23: Medic., bringing down superfluous flesh, lowering, reducing, Hp.Epid.6.3.1, cf. Gal.17(2).368;τῶν σωμάτων Arist.GA 738a31
; .4 eclipse of sun or moon (with reference to the magical process of drawing down those bodies), Sch.A.R.3.533 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαίρεσις
-
16 καιρός
καιρός, ὁ,A due measure, proportion, fitness (not in Hom.), καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος (which became a prov.) Hes.Op. 694, Thgn. 401;κ. παντὸς ἔχει κορυφάν Pi.P.9.78
;κ. Χάριτος A.Ag. 787
(anap.) (cf.ὑποκάμπτω 11
); εἰ ὁ κ. ἦν σαφής the distinction, the point, E.Hipp. 386; ἡ ἀπορία ἔχει τινὰ κ. has some point or importance, Arist. Metaph. 1043b25; καιροῦ πέρα beyond measure, unduly, A.Pr. 507;μείζων τοῦ κ. γαστήρ X.Smp.2.19
;καιροῦ μεῖζον E.Fr. 626
codd.; προσωτέρω or πορρωτέρω τοῦ κ., X.An.4.3.34, HG7.5.13; ὀξύτερα τοῦ κ. Pl.Plt. 307b; νωθεστέρα τοῦ κ. ib. 310e; ὑπερβάλλων τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν κ. Plu.Ages.8, cf. Hp.Loc.Hom.44.II of Place, vital part of the body (cf.καίριος 1
),ἐς καιρὸν τυπείς E.Andr. 1120
.III more freq. of Time, exact or critical time, season, opportunity, Χρόνου κ. S.El. 1292: usu. alone, κ. [ ἐστιν] ἐν ᾧ Χρόνος οὐ πολὺς κτλ. Hp. Praec.<*>, cf. Chrysipp. et Archig. ap. Daremberg Notices etextr. des MSS. médicaux 1p.200;κ. ὀξύς Hp.Aph.1.1
; κ. πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει 'time and tide wait for no man', Pi.P.4.286; κ. ὄλβου, = καίριος ὄλβος, Id.N.7.58; δηλοῦν, ὅ τι περ δύναται κ. Ar.Ec. 576 codd. (sed leg. δύνασαι) ; τίνα κ. τοῦ παρόντος βελτίω ζητεῖτε; D.3.16; κ. δόσιος for giving, Hp.Acut.20; κ. τοῦ ποτισμοῦ, τῆς τρύγης, BGU1003.12 (iii B. C.), PStrassb.1.8 (V A. D.);τὰ ἐκ τοῦ κ. προγινόμενα Plb.6.32.3
; καιρὸν παριέναι to let the time go by, Th.4.27 (so in pl.,τοὺς κ. παριέναι Pl.R. 374c
;τοὺς κ. ὑφαιρεῖσθαι Aeschin.3.66
);κ. τῶν πραγμάτων τοῖς ἐναντίοις καθυφιέναι καὶ προδοῦναι D.19.6
; καιροῦ ([etym.] τοῦ κ.) , Pl.Lg. 687a, Men.Mon. 281;καιρὸν εἰληφέναι Lys.13.6
(butκαιρὸς ἐλάμβανε Th.2.34
; cf.καιροῦ διδόντος Lib.Or.45.7
);καιροῦ λαβέσθαι Luc.Tim.13
;καιρὸν ἁρπάσαι Plu.Phil.15
;κ. τηρεῖν Arist.Rh. 1382b11
;καιρῷ Χρήσασθαι Plu.Pyrrh.7
; καιρῷ Χειμῶνος ξυλλαβέσθαι co-operate with the occurrence of a storm, Pl.Lg. 709c; ἔχει κ. τι it happens in season, Th.1.42, etc.; κ. ἔχειν τοῦ εὖ οἰκεῖν to be the chief cause of.., Pl.R. 421a;ὑμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι Hdt.8.144
, cf. A.Pr. 523, etc.;νῦν κ. ἔρδειν S.El. 1368
: sts. c. Art.,ἀλλ' ἔσθ' ὁ κ... ξένους.. τυγχάνειν τὰ πρόσφορα A.Ch. 710
;ὁ κ. ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι Ar. Th. 661
, cf.Pl. 255.b adverbial phrases, ἐς καιρόν in season, Hdt. 7.144, E.Tr. 744, etc.;ἐς κ. ἐπείγεσθαι Hdt.4.139
; ἐς αὐτὸν κ. S.Aj. 1168; εἰς δέοντα κ. Men.Sam. 294; , Th.4.59, etc.;ἐν κ. τινί Pl.Cri. 44a
;ἐπὶ καιροῦ D.19.258
, 20.90, etc.;κατὰ καιρόν Pi.I.2.22
;ὥς οἱ κατὰ κ. ἦν Hdt.1.30
(but also οἱ κατὰ κ. ἡγεμόνες in office at the time, BGU15.10 (ii A. D.), etc.); παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου κ. Th.2.43;πρὸς καιρόν S.Aj.38
, Tr.59, etc.;σὺν καιρῷ Plb.2.38.7
: without Preps., ; καιρόν, abs., S.Aj.34, E.Fr.495.9 (in [comp] Comp. form καιρότερον, Achae.49); κ. γὰρ οὐδὲν ἦλθες E Hel.479; opp. ἀπὸ καιροῦ out of season, Pl.Tht. 187e;ἄνευ καιροῦ Id.Ep. 339d
;παρὰ καιρόν Pi.O.8.24
, E.IA8co (lyr.), Pl. Plt. 277a; πρὸ καιροῦ prematurely, A.Ag. 365 (anap.); ἐπὶ καιροῦ also means on the spur of the moment,ἐπὶ κ. λέγειν Plu.Dem.8
, cf. Art.5;ἐξενεγκεῖν πόλεμον Id.Ant.6
.2 season, πᾶσιν καιροῖς at all seasons of the year, IG14.1018, cf. LXX Ge.1.14, Ph.1.13, Porph. ap. Eus.PE3.11; κ. ἔτους, later Gr. for [dialect] Att. ὥρα ἔτους, acc. to Moer.424; time of day, Philostr.VA6.14.3 generally, time, period,κατὰ τὸν κ. τοῦτον Plb.27.1.7
; , al.: more freq. in pl., κατὰ τούτους τοὺς κ. Arist.Ath.23.2, al., cf. Plb.2.39.1; τὰ κατὰ καιρούς chronological sequence of events, Id.5.33.5; ἐν τοῖς πάλαι, ἐντοῖς μεταξὺ κ., Phld.Rh.1.28,363 S.4 in pl., οἱ καιροί the times, i. e. the state of affairs, freq. in bad sense, ἐν τοῖς μεγίστοις κ. at the most critical times, X.HG6.5.33, cf. D.20.44;περιστάντων τῇ πόλει κ. δυσκόλων IG22.682.33
, etc.: also in sg., X.An.3.1.44, D.17.9; ὁ ἔσχατος κ. extreme danger, Plb.29.27.12, etc.;καιρῷ δουλεύειν AP9.441
(Pall.).IV advantage, profit, τινος of or from a thing, Pi.O.2.54, P.1.57; εἴ τοι ἐς κ. ἔσται ταῦτα τελεόμενα to his advantage, Hdt.1.206; ἐπὶ σῷ κ. S.Ph. 151 (lyr.); τίνα κ. με διδάσκεις; A.Supp. 1060 (lyr.); τί σοι καιρὸς.. καταλείβειν; what avails it..? E.Andr. 131 (lyr.); τίνος εἵνεκα καιροῦ; D.23.182; οὗ κ. εἴη where it was convenient or advantageous, Th.4.54; ᾗ κ. ἦν ib.90; Χωρίον μετὰ μεγίστων κ. οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται with the greatest odds, the most critical results, Id.1.36.V Pythag. name for seven, Theol.Ar. 44. -
17 κάκωσις
2 esp. in Law, ill-usage, of persons by their natural protectors,ὁ τῆς κ. νόμος Lys.13.91
, cf. Is.8.32, D.10.40, etc.;γραφὴ κακώσεως Id.58.32
, Men.328; κ. γονέων, ὀρφανῶν, ἐπικλήρου, οἴκου ὀρφανικοῦ, Arist.Ath.56.6; τοκέων κ. Lycurg.147; also κ. ἐπαρχίας misgovernment, of the Rom. actio repetundarum, Plu.Caes.4.II suffering, distress, Th.2.43;πληρωμάτων Id.7.4
;αἰκίαι σωμάτων καὶ κακώσεις Arist.Rh. 1386a8
, cf. 1385a24; of the effects of disease, Hp. VM17: pl., Id.Aër.19;αἱ τᾶς σαρκὸς τακομένας κακώσιες Ti.Locr. 102c
, cf. Phld.Mort.21, Sor.1.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάκωσις
-
18 κάλλος
A beauty, esp. of body, Il.9.130, 20.235, etc.; ;κάλλεϊ καὶ Χάρισι στίλβων Od.6.237
;περί τ' ἀμφί τε κ. ἄητο h.Cer. 276
: in a concrete sense, as though external to the body,κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια Χρίεται Od.18.192
: freq. i<*> Trag. and Prose,γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμω A.Pers. 185
;κ. σώματος Democr.105
; opp. αἶσχος, Pl.Smp. 201a: in a general sense,τῶν ἔργων τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει Χαλεπὸν ἐξισῶσαι τοὺς ἐπαίνους Isoc.12.36
;Χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Hdt.8.144
, cf. Pl.Chrm. 157e, D.S.1.30; of ships, Th.[3.17];ἀρετὴ ἂν εἴη κ. ψυχῆς Pl.R. 444d
; τὸ τῶν μαθημάτων κ. Id.Grg. 475a; ἐς κάλλος with an eye to beauty, so as to set off her beauty, E.El. 1073; οὐ γὰρ ἐς κ. τύχας δαίμων δίδωσιν so as to regard beauty or show, Id.Tr. 1201; ὁ εἰς κ. βίος, opp. αἰσχρουργία, X. Ages.9.1;ἐς κ. ζῆν Id.Cyr.8.1.33
; but ἐς κ. κυνηγετεῖν hunt for pleasure, Arr.Cyn.25.9: in pl., σωμάτων κάλλη, opp. ψυχῶν ἀρετή, Pl. Criti. 112e.2 concrete, of persons,κ. κακῶν ὕπουλον S.OT 1396
; of a bird, Clitarch.21 J. codd.; mostly of women, a beauty,τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος X.Cyr.5.2.7
;Γαλάτεια, κάλλος Ἐρώτων Philox.8
(nisi leg. θάλος); Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc.DMort.18.1
, cf. Im.2.3 in pl., beautiful things, as garments and stuffs,ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν A.Ag. 923
; βάπτειν τὰ κ. Eup.333, cf. Pl.Phd. 110a, Poll.7.63, Hsch. s.v.;κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg. 625c
;μεγέθεσιν κάλλεσίν τε ἔργων Id.Criti. 115d
, etc.; τὰ κ. τῆς ἑρμηνείας beauties of style, Longin.5.1 (also in sg., τὸ κ. τῆς ἑρμ. D.H.Comp.3); κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i.e. honeycombs, AP9.363.15 (Mel.); ; κ. οἰκοδομημάτων, = καλὰ οἰκοδομήματα, Plu.2.409a, cf. 935a, D.C.65.15. -
19 καταδράσσομαι
A lay hold of, Ther.Praef.; grasp, apprehend,τῆς ἀληθείας Procl. in Prm.p.534
S.;τῆς λέξεως τοῦ Πλάτωνος Id.in Ti.3.107D.
; [ τοῦ ὅλως ἀγαθοῦ] Id.in Alc.p.153 C., cf. Olymp.in Alc.p.194C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδράσσομαι
-
20 κατασύρω
Aκατεσϋράμην Pherecyd.158
J.:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 κατεσύρην [ῠ] (v. infr.):—draw, pull down, Philum. ap. Aët.9.12 ([voice] Pass.): usu. with a notion of violence,τὰ [ἀεροπόρα] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ D.C.Fr.30.4
: metaph.,ἐπιθυμία κ. τὸν ἡνίοχον λογισμόν Ph.1.58
, cf. 1.627 ([voice] Pass.): esp. lay waste, ravage,τὰς [πόλιας] ὅσας πρότερον οὐ κατέσυραν Hdt.6.33
;κατὰ μὲν ἔσυραν Φάληρον, κατὰ δὲ.. πολλοὺς δήμους Id.5.81
;ὡς πλείστην τῆς χώρας Aen.Tact.16.8
, cf. Plb.1.56.3, al.2 drag, carry off,λείαν Pherecyd.
l.c.;γυναῖκας Parth.19
;τινὰ πρὸς τὸν κριτήν Ev.Luc.12.58
: metaph.,τινὰ εἰς ἐκμελῆ πολιτεύματα Phalar.Ep.93.1
.3 sweep away,πελάγη κ. πόλεις Ph.2.142
:—[voice] Pass., metaph., σκολιὰ ῥεῖθρα ὑφ' ὧν οἱ πολλοὶ -σύρονται, ὡς τὰ λόγιά φησιν Orac.Chald.ap.Procl.in Ti. 3.326 D.;εἰς τὸ πλῆθος ὑπὸ τοῦ μερισμοῦ καὶ τῆς διαστάσεως τῶν ὄντων Id.in Prm.p.551
S., cf. Hierocl. in CA19p.461M.b [voice] Pass., rush down, of rivers, etc., D.P.296, Alciphr.3.13, Gp.5.2.17.5 [voice] Pass., to be reduced,σωμάτων λοιμῷ -συρέντων Lib.Or.61.19
(v.l. συρέντων).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασύρω
См. также в других словарях:
σωματῶν — σωματόω make corporeal pres part act masc voc sg (doric aeolic) σωματόω make corporeal pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σωματόω make corporeal pres part act masc nom sg σωματόω make corporeal pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωμάτων — σω̱μάτων , σῶμα body neut gen pl σωματόω make corporeal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σωματόω make corporeal imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύο σωμάτων, πρόβλημα των- — Ειδική περίπτωση του προβλήματος ν σωμάτων, κατά την οποία μπορεί να βρεθεί μια γενική λύση για τις τροχιές δύο σωμάτων, υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας. Παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι η κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον… … Dictionary of Greek
νι σωμάτων, πρόβλημα — (Αστρον.). Το πρόβλημα της ουράνιας μηχανικής που ασχολείται με τον καθορισμό των τροχιών ν σημειακών μαζών που η μόνη τους αλληλεπίδραση είναι η βαρυτική έλξη. Τα σώματα του ηλιακού συστήματος είναι ένα τέτοιο παράδειγμα αν υποτεθεί ότι οι μάζες … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
ЕЛЕОСВЯЩЕНИЕ — [Соборование; греч. τὸ εὐχέλαιον (ἅϒίον ἔλαιον), букв. молитвомаслие (святой елей)], одно из 7 церковных таинств, в к ром при помазании тела больного специально освященным елеем на него призывается благодать Божия, исцеляющая от телесных и… … Православная энциклопедия
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek