-
1 διακριτικός
II able to distinguish,τῆς οὐσίας Pl.Cra. 388c
;ὄψις ἕξις δ. σωμάτων Id.Def. 411c
: abs., Luc. Herm.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακριτικός
-
2 κρί̄νω
κρί̄νωGrammatical information: v.Meaning: `separate, choose, select, decide, judge, condemn, accuse, apply' (Il.); ὑπο-κρίνομαι `aswer' (Il.), `on the stage answer (the choir), be actor' (Att.), ἀπο- κρί̄νω `answer' (Att.).Other forms: (Thess. κρεννέμεν), aor. κρῖναι (Lesb. κρίνναι), pass. κριθῆναι (ep. also κρινθήμεναι; metr. easy, s. Schwyzer 761, Chantraine Gramm. hom. 1, 404), perf. midd. κέκριμαι, act. κέκρικα (Pl. Lg.), fut. κρινῶ, ep. Ion. κρινέω, Dor. - ίω.Derivatives: 1. ( ἀπό-, διά- etc.) κρίσις `decision, judgement, tribunal etc.' (Pi., IA.; Holt Les noms d'action en - σις 103 f.) with κρίσιμος `decisive, critical' (Hp., Arist.; Arbenz Die Adj. auf - ιμος 53f.), ἀποκρισιά-ριος `secretary' (pap. VIp). - 2. ( ἀπό-, ἐπί-, σύν-, πρό-)κρίμα `decision etc.' (hell.), κρῖμα = κρεῖμα (A. Supp. 397; s. below); σύγκριμα `body formed by combining' (hell.) with συγκριμάτιον `small body' (M. Ant.), - ματικός (Gal.). - 3. ( ἀν-)κριτήρ `judge, examiner' (Dor.), κριντήρ `id.' (Gortyn), κριτής `judge, arbiter' (Ion. Att.), often from the prefixcompp., e.g. ὑποκριτής `actor etc.' (Att.; Else WienStud. 72, 75ff.); κριτήριον `(decisive) mark, tribunal' (Att., Arg.), ἐπι-̃ `court of justice' (Creta) ; ἐγκριτήριος `for admission' (Corinth IIp); further see κριτήρ, - τής, - τήριον in Fraenkel Nom. ag. [s. Index]. - 4. κριτός `selected, ' (Il.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 21) with Κρίτων, Κρίτυλλα (Leumann Glotta 32, 225 n. 1 = Kl. Schr. 250 A. 2); ἔκ-, σύγ-κριτος etc. (IA.); ( δια-, ἐπι-, συν-) κριτικός `of the κρίσις' (Pl., Arist.). - 5. - κριδόν, e.g. διακριδόν `separated' (Il.), διακριδά `id.' (Opp.). - 6. On κρίμνον s. v.Origin: IE [Indo-European] [945] * krei-`separate, distinguish'Etymology: The present κρί̄νω from *κρῐν-ι̯ω (unlessinnovated to the aorist κρῖναι; Schwyzer 694) has a nasal suffix, which originally belonged only to the present, but was later extended; as in κλί̄νω. - To the nasal present Latin and Celtic have agreements in cer-n-ō `select, discern' (\< *krĭ-n-ō), Welsh go-grynu `sieve' (\< IE. *upo-krĭ-n-ō). Also the verbal adj. κριτός has a direct agreement in Lat. certus `decided, certain'; further the languages behave diff.: the lengthened grade in ( dē)crē-v-ī, ex-crē-mentum `separation' perh. in the isolated κρησέρα `feines Sieb' (s. v.; improbable). The Greek paradigm results from large-scale levelling; only Att. κρῖμα for older κρεῖμα (after κρί̄νω, κρῖναι) = Lat. dis-crī-men still has the full grade preserved (Wackernagel Unt. 76 n. 1, Rodriguez Adrados Emerita 16, 133 ff.). - The numerous nominal formations, esp. in Latin, Celtic and Germanic (e. g. Lat. crībrum `sieve', Germ., e.g. Goth. hrains `pure', prop. `sieved'), learn nothing for Greek. Details in Pok. 946, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. cernō.Page in Frisk: 2,20-21Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρί̄νω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek