Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕμενος

См. также в других словарях:

  • .έμενος — ἕμενος , ἵημι Ja c io aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕμενος — ἵημι Ja c io aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • (ο)νειρεύομαι — εύτηκα, εμένος 1. βλέπω όνειρα στον ύπνο μου: Κοιμάται κι ονειρεύεται. 2. βλέπω κάποιον στο όνειρό μου: Ονειρεύτηκα απόψε τη μάνα μου. 3. μτφ., πλάθω με τη φαντασία μου: Είν όμορφη η χώρα σας, μα δεν είν εκείνη που ονειρεύτηκα (Πορφύρας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλυσοδένω — εσα, έθηκα, εμένος, δένω με αλυσίδα: Αλυσόδεσαν τους κλέφτες και τους έριξαν στη φυλακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αναμειγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα: Ανακάτεψε φρέσκα και μπαγιάτικα ψάρια. 2. αναταράζω, φέρνω το πάνω κάτω: Ανακάτεψε το τσάι σου για να λιώσει η ζάχαρη. 3. διαταράζω την τάξη, τη σειρά: Άλλη φορά να μη μου ανακατέψεις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασκαλεύω — (και ανασκαλίζω), εψα, εύτηκα, εμένος 1. ανασκάβω κάτι ελαφρά: Μην ανασκαλεύεις πια άλλο, βράδιασε. 2. συδαυλίζω τη φωτιά: Του άρεσε, τα βράδια του χειμώνα, ν ανασκαλεύει τη φωτιά στο τζάκι. 3. αναμοχλεύω, ανακινώ (παλιά υπόθεση): Μην τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασυνδέω — εσα, έθηκα, εμένος, ξαναδένω (κυριολ. και μτφ.): Προσπάθησε να ανασυνδέσει τις ιδέες του, αλλά δεν το κατάφερε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναφυτεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, ξαναφυτεύω: Πολλές περιοχές αναφυτεύτηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναχωνεύω — ευσα, εύτηκα, εμένος, λιώνω μέταλλα, ανασυνθέτω: Για να αναχωνευτούν τα μέταλλα απαιτούνται υψηλές θερμοκρασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρωπεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αμτβ., γίνομαι άνθρωπος, φέρνομαι πολιτισμένα: Με το λέγε λέγε επιτέλους ανθρώπεψε. 2. (για πράγματα), βελτιώνομαι: Ανθρώπεψε με το συγύρισμα το σπιτικό μας. 3. μτβ., εκπολιτίζω: Είδε κι έπαθε να τον ανθρωπέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απλουστεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, κάνω κάτι απλό, απλοποιώ: Καλό είναι να απλουστεύει κανείς τα πράγματα αντί να τα μπερδεύει. Ουσ. απλούστευση, η η απλοποίηση: Ευκόλυνε πολύ τον κόσμο η απλούστευση της διαδικασίας στην έκδοση διαβατηρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»