Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συνήμων

См. также в других словарях:

  • συνήμων — united masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήμων — ον, Α 1. ενωμένος, συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ συνήμονες οι οικείοι ή οι σύντροφοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνη τού συνίημι (πρβλ. αόρ. σύνηκα) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] …   Dictionary of Greek

  • συνήμονας — συνήμων united masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνημοσύνη — ἡ, Α [συνήμων, όνος] 1. επίσημη συμφωνία, συνθήκη 2. οικειότητα 3. συγγένεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»