-
1 πρός-μακρος
πρός-μακρος, noch dazu hervorragend, Hippocr., zw.
-
2 πρόςμακρος
-
3 λόγος
λόγος, ὁ, verbal noun of λέγω (B), with senses corresponding to λέγω (B) II and III (on the various senses of the word v. Theo Sm.pp.72,73 H., An.Ox.4.327): common in all periods in Prose and Verse, exc. Epic, in which it is found in signf. derived from λέγω (B) 111, cf.infr. VI. 1 a:1 account of money handled,σανίδες εἰς ἃς τὸν λ. ἀναγράφομεν IG12.374.191
; ἐδίδοσαν τὸν λ. ib.232.2;λ. δώσεις τῶν μετεχείρισας χρημάτων Hdt.3.142
, cf. 143;οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λ. αὐτῶν οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω νῦν αὐτῆς Lys.24.26
;λ. ἀπενεγκεῖν Arist.Ath.54.1
;ἐν ταῖς εὐθύναις τοῦ τοιούτου λ. ὑπεχέτω Pl.Lg. 774b
;τὸν τῶν χρημάτων λ. παρὰ τούτων λαμβάνειν D.8.47
;ἀδικήματα εἰς ἀργυρίου λ. ἀνήκοντα Din.1.60
; συνᾶραι λόγον μετά τινος settle accounts with, Ev.Matt.18.23, etc.; δεύτεροι λ. a second audit, Cod.Just.1.4.26.1; ὁ τραπεζιτικὸς λ. banking account, Theo Sm.p.73 H.: metaph.,οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λ. βροτόν S.Aj. 477
.b public accounts, i. e. branch of treasury, ἴδιος λ., in Egypt, OGI188.2, 189.3, 669.38; also as title of treasurer, ib.408.4, Str.17.1.12;ὁ ἐπὶ τῶν λ. IPE2.29
A ([place name] Panticapaeum); δημόσιος λ., = Lat. fiscus, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), etc. (but later, = aerarium, Cod.Just.1.5.15); alsoΚαίσαρος λ. OGI669.30
; κυριακὸς λ. ib.18.2 generally, account, reckoning, μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λ. excels the whole account, i.e. is best of all, S.OC 1225 (lyr.); δόντας λ. τῶν ἐποίησαν accounting for, i.e. paying the penalty for their doings, Hdt.8.100;λ. αἰτεῖν Pl.Plt. 285e
;λ. δοῦναι καὶ δέξασθαι Id.Prt. 336c
, al.;λαμβάνειν λ. καὶ ἐλέγχειν Id.Men. 75d
;παρασχεῖν τῶν εἰρημένων λ. Id.R. 344d
;λ. ἀπαιτεῖν D.30.15
, cf. Arist. EN 1104a3; λ. ὑπέχειν, δοῦναι, D.19.95;λ. ἐγγράψαι Id.24.199
, al.;λ. ἀποφέρειν τῇ πόλει Aeschin.3.22
, cf. Eu. Luc.16.2, Ep.Hebr.13.17;τὸ παράδοξον τῶν συμβεβηκότων ὑπὸ λόγον ἄγειν Plb.15.34.2
; λ. ἡ ἐπιστήμη, πολλὰ δὲ ὁ λ. the account is manifold, Plot.6.9.4; ἔχων λόγον τοῦ διὰ τί an account of the cause, Arist.APo. 74b27; ἐς λ. τινός on account of,ἐς χρημάτων λ. Th.3.46
, cf. Plb.5.89.6, LXX 2 Ma1.14, JRS 18.152 ([place name] Jerash); λόγῳ c. gen., by way of, Cod.Just.3.2.5. al.; κατὰ λόγον τοῦ μεγέθους if we take into account his size, Arist.HA 517b27;πρὸς ὃν ἡμῖν ὁ λ. Ep.Hebr.4.13
, cf. D.Chr.31.123.3 measure, tale (cf. infr. 11.1),θάλασσα.. μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λ. ὁκοῖος πρόσθεν Heraclit.31
;ψυχῆς ἐστι λ. ἑαυτὸν αὔξων Id.115
; ἐς τούτου (sc. γήραος) λ. οὐ πολλοί τινες ἀπικνέονται to the point of old age, Hdt.3.99, cf.7.9.β; ὁ ξύμπας λ. the full tale, Th.7.56, cf. Ep.Phil.4.15; κοινῷ λ. νομίσαντα common measure, Pl.Lg. 746e; sum, total of expenditure, IG42(1).103.151 (Epid., iv B.C.); ὁ τῆς οὐσίας λ., = Lat. patrimonii modus, Cod.Just.1.5.12.20.4 esteem, consideration, value put on a person or thing (cf. infr. VI. 2 d), οὗ πλείων λ. ἢ τῶν ἄλλων who is of more worth than all the rest, Heraclit.39; βροτῶν λ. οὐκ ἔσχεν οὐδέν' A.Pr. 233;οὐ σμικροῦ λ. S.OC 1163
: freq. in Hdt.,Μαρδονίου λ. οὐδεὶς γίνεται 8.102
;τῶν ἦν ἐλάχιστος ἀπολλυμένων λ. 4.135
, cf. E.Fr.94;περὶ ἐμοῦ οὐδεὶς λ. Ar.Ra.87
; λόγου οὐδενὸς γίνεσθαι πρός τινος to be of no account, repute with.., Hdt.1.120, cf.4.138; λόγου ποιήσασθαί τινα make one of account, Id.1.33; ἐλαχίστου, πλείστου λ. εἶναι, to be highly, lowly esteemed, Id.1.143, 3.146; but also λόγον τινὸς ποιεῖσθαι, like Lat. rationem habere alicujus, make account of, set a value on, Democr.187, etc.: usu. in neg. statements,οὐδένα λ. ποιήσασθαί τινος Hdt.1.4
, cf. 13, Plb.21.14.9, etc.;λ. ἔχειν Hdt.1.62
, 115;λ. ἴσχειν περί τινος Pl.Ti. 87c
;λ. ἔχειν περὶ τοὺς ποιητάς Lycurg.107
;λ. ἔχειν τινός D.18.199
, Arist.EN 1102b32, Plu.Phil.18 (but also, have the reputation of.., v. infr. VI. 2 e);ἐν οὐδενὶ λ. ποιήσασθαί τι Hdt.3.50
; ἐν οὐδενὶ λ. ἀπώλοντο without regard, Id.9.70;ἐν σμικρῷ λ. εἶναι Pl.R. 550a
; ὑμεῖς οὔτ' ἐν λ. οὔτ' ἐν ἀριθμῷ Orac. ap. Sch.Theoc.14.48; ἐν ἀνδρῶν λ. [εἶναι] to be reckoned, count as a man, Hdt.3.120; ἐν ἰδιώτεω λόγῳ καὶ ἀτίμου reckoned as.., Eus.Mynd.Fr. 59;σεμνὸς εἰς ἀρετῆς λ. καὶ δόξης D.19.142
.II relation, correspondence, proportion,1 generally, ὑπερτερίης λ. relation (of gold to lead), Thgn.418 = 1164;πρὸς λόγον τοῦ σήματος A.Th. 519
; κατὰ λόγον προβαίνοντες τιμῶσι in inverse ratio, Hdt.1.134, cf. 7.36;κατὰ λ. τῆς ἀποφορῆς Id.2.109
; τἄλλα κατὰ λ. in like fashion, Hp.VM16, Prog.17: c. gen., κατὰ λ. τῶν πρόσθεν ib. 24;κατὰ λ. τῶν ἡμερῶν Ar. Nu. 619
;κατὰ λ. τῆς δυνάμεως X. Cyr.8.6.11
;ἐλάττω ἢ κατὰ λ. Arist. HA 508a2
, cf. PA 671a18;ἐκ ταύτης ἐγένετο ἐκείνη κατὰ λ. Id.Pol. 1257a31
; cf. εὔλογος: sts. with ὁ αὐτός added, κατὰ τὸν αὐτὸν λ. τῷ τείχεϊ in fashion like to.., Hdt.1.186; περὶ τῶν νόσων ὁ αὐτὸς λ. analogously, Pl.Tht. 158d, cf. Prm. 136b, al.; εἰς τὸν αὐτὸν λ. similarly, Id.R. 353d; κατὰ τὸν αὐτὸν λ. in the same ratio, IG12.76.8; by parity of reasoning, Pl.Cra. 393c, R. 610a, al.; ἀνὰ λόγον τινός, τινί, Id.Ti. 29c, Alc.2.145d; τοῦτον ἔχει τὸν λ. πρὸς.. ὃν ἡ παιδεία πρὸς τὴν ἀρετήν is related to.. as.., Procl.in Euc.p.20 F., al.2 Math., ratio, proportion (ὁ κατ' ἀνάλογον λ., λ. τῆς ἀναλογίας, Theo Sm.p.73 H.), Pythag. 2;ἰσότης λόγων Arist.EN 113a31
;λ. ἐστὶ δύο μεγεθῶν ἡ κατὰ πηλικότητα ποιὰ σχέσις Euc.5
Def.3;τῶν ἁρμονιῶν τοὺς λ. Arist.Metaph. 985b32
, cf. 1092b14; λόγοι ἀριθμῶν numerical ratios, Aristox.Harm.p.32 M.; τοὺς φθόγγους ἀναγκαῖον ἐν ἀριθμοῦ λ. λέγεσθαι πρὸς ἀλλήλους to be expressed in numerical ratios, Euc.Sect.Can. Proëm.: in Metre, ratio between arsis and thesis, by which the rhythm is defined, Aristox.Harm.p.34 M.;ἐὰν ᾖ ἰσχυροτέρα τοῦ αἰσθητηρίου ἡ κίνησις, λύεται ὁ λ. Arist.de An. 424a31
; ἀνὰ λόγον analogically, Archyt.2; ἀνὰ λ. μερισθεῖσα [ἡ ψυχή] proportionally, Pl. Ti. 37a; soκατὰ λ. Men.319.6
; πρὸς λόγον in proportion, Plb.6.30.3, 9.15.3 (but πρὸς λόγον ἐπὶ στενὸν συνάγεται narrows uniformly, Sor. 1.9, cf. Diocl.Fr.171);ἐπὶ λόγον IG5(1).1428
([place name] Messene).3 Gramm., analogy, rule, τῷ λ. τῶν μετοχικῶν, τῆς συγκοπῆς, by the rule of the participles, of syncope, Choerob. in Theod.1.75 Gaisf., 1.377 H.;εἰπέ μοι τὸν λ. τοῦ Αἴας Αἴαντος, τουτέστι τὸν κανόνα An.Ox. 4.328
.1 plea, pretext, ground, ἐκ τίνος λ.; A.Ch. 515;ἐξ οὐδενὸς λ. S.Ph. 731
;ἀπὸ παντὸς λ. Id.OC 762
;χὠ λ. καλὸς προσῆν Id.Ph. 352
;σὺν ἀφανεῖ λ. Id.OT 657
(lyr., v.l. λόγων); ἐν ἀφανεῖ λ. Antipho 5.59
;ἐπὶ τοιούτῳ λ. Hdt.6.124
; κατὰ τίνα λ.; on what ground? Pl.R. 366b; οὐδὲ πρὸς ἕνα λ. to no purpose, Id.Prt. 343d; ἐπὶ τίνι λ.; for what reason? X.HG2.2.19; τὸν λ. τοῦτον this ground of complaint, Aeschin.3.228; τίνι δικαίῳ λ.; what just cause is there? Pl.Grg. 512c; τίνι λ.; on what account? Act.Ap.10.29; κατὰ λόγον ἂν ἠνεσχόμην ὑμῶν reason would that.., ib.18.14; λ. ἔχειν, with personal subject, εἶχον ἄν τινα λ. I (i.e. my conduct) would have admitted of an explanation, Pl.Ap. 31b; τὸν ὀρθὸν λ. the true explanation, ib. 34b.b plea, case, in Law or argument (cf. VIII. I), τὸν ἥττω λ. κρείττω ποιεῖν to make the weaker case prevail, ib. 18b, al., Arist.Rh. 1402a24, cf. Ar.Nu. 1042 (pl.); personified, ib. 886, al.;ἀμύνεις τῷ τῆς ἡδονῆς λ. Pl.Phlb. 38a
;ἀνοίσεις τοὺς λ. αὐτῶν πρὸς τὸν θεόν LXXEx.18.19
; ἐχειν λ. πρός τινα to have a case, ground of action against.., Act.Ap.19.38.2 statement of a theory, argument, οὐκ ἐμεῦ ἀλλὰ τοῦ λ. ἀκούσαντας prob. in Heraclit.50; λόγον ἠδὲ νόημα ἀμφὶς ἀληθείης discourse and reflection on reality, Parm.8.50; δηλοῖ οὗτος ὁ λ. ὅτι .. Democr.7; οὐκ ἔχει λόγον it is not arguable, i.e. reasonable, S.El. 466, Pl.Phd. 62d, etc.;ἔχει λ. D.44.32
;οὐδεὶς αὐτὰ καταβαλεῖ λ. E.Ba. 202
;δίκασον.. τὸν λ. ἀκούσας Pl.Lg. 696b
; personified, φησὶ οὗτος ὁ λ. ib. 714d, cf. Sph. 238b, Phlb. 50a; ὡς ὁ λ. (sc. λέγει) Arist.EN 1115b12; ὡς ὁ λ. ὁ ὀρθὸς λέγει ib. 1138b20, cf. 29;ὁ λ. θέλει προσβιβάζειν Phld.Rh.1.41
, cf.1.19 S.; ;λ. καθαίρων Aristo Stoic.1.88
; λόγου τυγχάνειν to be explained, Phld.Mus.p.77 K.; ὁ τὸν λ. μου ἀκούων my teaching, Ev.Jo.5.24; ὁ προφητικὸς λ., collect., of VT prophecy, 2 Ep.Pet.1.19: pl.,ὁκόσων λόγους ἤκουσα Heraclit.108
;οὐκ ἐπίθετο τοῖς ἐμοῖς λ. Ar.Nu.73
; of arguments leading to a conclusion ([etym.] ὁ λ.), Pl. Cri. 46b;τὰ Ἀναξαγόρου βιβλία γέμει τούτων τῶν λ. Id.Ap. 26d
; λ. ἀπὸ τῶν ἀρχῶν, ἐπὶ τὰς ἀρχάς, Arist.EN 1095a31; συλλογισμός ἐστι λ. ἐν ᾧ τεθέντων τινῶν κτλ. Id.APr. 24b18; λ. ἀντίτυπός τε καὶ ἄπορος, of a self-contradictory theory, Plot.6.8.7.b ὁ περὶ θεῶν λ., title of a discourse by Protagoras, D.L.9.54; ὁ Ἀχιλλεὺς λ., name of an argument, ib.23;ὁ αὐξόμενος λ. Plu.2.559b
; καταβάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras, S.E.M.7.60;λ. σοφιστικοί Arist.SE 165a34
, al.;οἱ μαθηματικοὶ λ. Id.Rh. 1417a19
, etc.; οἱ ἐξωτερικοὶ λ., current outside the Lyceum, Id.Ph. 217b31, al.; Δισσοὶ λ., title of a philosophical treatise (= Dialex.); Λ. καὶ Λογίνα, name of play of Epicharmus, quibble, argument, personified, Ath.8.338d.c in Logic, proposition, whether as premiss or conclusion,πρότασίς ἐστι λ. καταφατικὸς ἢ ἀποφατικός τινος κατά τινος Arist.APr. 24a16
.d rule, principle, law, as embodying the result of λογισμός, Pi.O.2.22, P.1.35, N.4.31;πείθεσθαι τῷ λ. ὃς ἄν μοι λογιζομένῳ βέλτιστος φαίνηται Pl.Cri. 46b
, cf. c; ἡδονὰς τοῖς ὀρθοῖς λ. ἑπομένας obeying right principles, Id.Lg. 696c; προαιρέσεως [ἀρχὴ] ὄρεξις καὶ λ. ὁ ἕνεκά τινος principle directed to an end, Arist.EN 1139a32; of the final cause,ἀρχὴ ὁ λ. ἔν τε τοῖς κατὰ τέχνην καὶ ἐν τοῖς φύσει συνεστηκόσιν Id.PA 639b15
; ἀποδιδόασι τοὺς λ. καὶ τὰς αἰτίας οὗ ποιοῦσι ἑκάστου ib.18; [τέχνη] ἕξις μετὰ λ. ἀληθοῦς ποιητική Id.EN 1140a10
; ὀρθὸς λ. true principle, right rule, ib. 1144b27, 1147b3, al.; κατὰ λόγον by rule, consistently,ὁ κατὰ λ. ζῶν Pl.Lg. 689d
, cf. Ti. 89d; τὸ κατὰ λ. ζῆν, opp. κατὰ πάθος, Arist.EN 1169a5; κατὰ λ. προχωρεῖν according to plan, Plb.1.20.3.3 law, rule of conduct,ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ Heraclit.72
;πολλοὶ λόγον μὴ μαθόντες ζῶσι κατὰ λόγον Democr.53
; δεῖ ὑπάρχειν τὸν λ. τὸν καθόλου τοῖς ἄρχουσιν universal principle, Arist.Pol. 1286a17;ὁ νόμος.. λ. ὢν ἀπό τινος φρονήσεως καὶ νοῦ Id.EN 1180a21
; ὁ νόμος.. ἔμψυχος ὢν ἑαυτῷ λ. conscience, Plu. 2.780c; τὸν λ. πρόχειρον ἔχειν precept, Phld.Piet.30, cf. 102;ὁ προστακτικὸς τῶν ποιητέων ἢ μὴ λ. κοινός M.Ant.4.4
.4 thesis, hypothesis, provisional ground, ὡς ἂν εἰ λέγοι λόγον maintain a thesis, Pl. Prt. 344b; ὑποθέμενος ἑκάστοτε λ. provisionally assuming a proposition, Id.Phd. 100a; τὸν τῆς ὁμοιότητος λ. hypothesis of equivalence, Arist.Cael. 296a20.5 reason, ground,πάντων γινομένων κατὰ τὸν λ. τόνδε Heraclit.1
;οὕτω βαθὺν λ. ἔχει Id.45
; ἐκ λόγου, opp. μάτην, Leucipp. 2;μέγιστον σημεῖον οὗτος ὁ λ. Meliss.8
; [ἐμπειρία] οὐκ ἔχει λ. οὐδένα ὧν προσφέρει has no grounds for.., Pl.Grg. 465a; μετὰ λόγουτε καὶ ἐπιστήμης θείας Id.Sph. 265c
; ἡ μετα λόγου ἀληθὴς δόξα ([etym.] ἐπιστήμη) Id.Tht. 201c; λόγον ζητοῦσιν ὧν οὐκ ἔστι λ. proof, Arist. Metaph. 1011a12;οἱ ἁπάντων ζητοῦντες λ. ἀναιροῦσι λ. Thphr.Metaph. 26
.6 formula (wider than definition, but freq. equivalent thereto), term expressing reason,λ. τῆς πολιτείας Pl.R. 497c
; ψυχῆς οὐσία τε καὶ λ. essential definition, Id.Phdr. 245e;ὁ τοῦ δικαίου λ. Id.R. 343a
; τὸν λ. τῆς οὐσίας ib. 534b, cf. Phd. 78d;τὰς πολλὰς ἐπιστήμας ἑνὶ λ. προσειπεῖν Id.Tht. 148d
;ὁ τῆς οἰκοδομήσεως λ. ἔχει τὸν τῆς οἰκίας Arist. PA 646b3
;τεθείη ἂν ἴδιον ὄνομα καθ' ἕκαστον τῶν λ. Id.Metaph. 1006b5
, cf. 1035b4;πᾶς ὁρισμὸς λ. τίς ἐστι Id.Top. 102a5
; ἐπὶ τῶν σχημάτων λ. κοινός generic definition, Id.de An. 414b23; ἀκριβέστατος λ. specific definition, Id.Pol. 1276b24;πηγῆς λ. ἔχον Ph.2.477
; τὸ ᾠὸν οὔτε ἀρχῆς ἔχει λ. fulfils the function of.., Plu.2.637d; λ. τῆς μίξεως formula, i. e. ratio (cf. supr. II) of combination, Arist.PA 642a22, cf. Metaph. 993a17.7 reason, law exhibited in the world-process, κατὰ λόγον by law,κόσμῳ πάντα καὶ κατὰ λ. ἔχοντα Pl.R. 500c
; κατ τὸν < αὐτὸν αὖ> λ. by the same law, Epich.170.18;ψυχῆς τὸ πᾶν τόδε διοικούσης κατὰ λ. Plot.2.3.13
; esp. in Stoic Philos., the divine order,τὸν τοῦ παντὸς λ. ὃν ἔνιοι εἱμαρμένην καλοῦσιν Zeno Stoic.1.24
; τὸ ποιοῦν τὸν ἐν [τῇ ὕλῃ] λ. τὸν θεόν ibid., cf. 42;ὁ τοῦ κόσμου λ. Chrysipp.Stoic.2.264
; λόγος, = φύσει νόμος, Stoic.2.169;κατὰ τὸν κοινὸν θεοῖς καὶ ἀνθρώποις λ. M.Ant.7.53
;ὁ ὀρθὸς λ. διὰ πάντων ἐρχόμενος Chrysipp.Stoic.3.4
: so in Plot.,τὴν φύσιν εἶναι λόγον, ὃς ποιεῖ λ. ἄλλον γέννημα αὑτοῦ 3.8.2
.b σπερματικὸς λ. generative principle in organisms,ὁ θεὸς σπ. λ. τοῦ κόσμου Zeno Stoic.1.28
: usu. in pl., Stoic. 2.205,314,al.;γίνεται τὰ ἐν τῷ παντὶ οὐ κατὰ σπερματικούς, ἀλλὰ κατὰ λ. περιληπτικούς Plot.3.1.7
, cf.4.4.39: so withoutσπερματικός, ὥσπερ τινὲς λ. τῶν μερῶν Cleanth.Stoic.1.111
;οἱ λ. τῶν ὅλων Ph.1.9
.c in Neo-Platonic Philos., of regulative and formative forces, derived from the intelligible and operative in the sensible universe,ὄντων μειζόνων λ. καὶ θεωρούντων αὑτοὺς ἐγὼ γεγέννημαι Plot.3.8.4
;οἱ ἐν σπέρματι λ. πλάττουσι.. τὰ ζῷα οἷον μικρούς τινας κόσμους Id.4.3.10
, cf.3.2.16,3.5.7; opp. ὅρος, Id.6.7.4;ἀφανεῖς λ. τῆς φύσεως Procl.
in R.1.18 K.; τεχνικοὶ λ. ib.142 K., al.IV inward debate of the soul (cf.λ. ὃν αὐτὴ πρὸς αὑτὴν ἡ ψυχὴ διεξέρχεται Pl.Tht. 189e
( διάλογος in Sph. 263e); ὁ ἐν τῇ ψυχῇ, ὁ ἔσω λ. (opp. ὁ ἔξω λ.), Arist.APo. 76b25, 27; ὁ ἐνδιάθετος, opp. ὁ προφορικὸς λ., Stoic.2.43, Ph.2.154),1 thinking, reasoning, τοῦ λ. ἐόντος ξυνοῦ, opp. ἰδία φρόνησις, Heraclit. 2; κρῖναι δὲ λόγῳ.. ἔλεγχον test by reflection, Parm.1.36; reflection, deliberation (cf. VI.3),ἐδίδου λόγον ἑωυτῷ περὶ τῆς ὄψιος Hdt.1.209
, cf. 34, S.OT 583, D.45.7; μὴ εἰδέναι.. μήτε λόγῳ μήτε ἔργῳ neither by reasoning nor by experience, Anaxag.7;ἃ δὴ λόγῳ μὲν καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δ' οὔ Pl.R. 529d
, cf. Prm. 135e;ὁ λ. ἢ ἡ αἴσθησις Arist.EN 1149a35
,al.; αὐτῷ μόνον τῷ λ. πιστεύειν (opp. αἰσθήσεις), of Parmenides and his school, Aristocl. ap. Eus.PE14.17: hence λόγῳ or τῷ λ. in idea, in thought,τῷ λ. τέμνειν Pl.R. 525e
; τῷ λ. δύο ἐστίν, ἀχώριστα πεφυκότα two in idea, though indistinguishable in fact, Arist. EN 1102a30, cf. GC 320b14, al.; λόγῳ θεωρητά mentally conceived, opp. sensibly perceived, Placit.1.3.5, cf. Demetr.Lac.Herc.1055.20;τοὺς λ. θεωρητοὺς χρόνους Epicur.Ep.1p.19U.
; διὰ λόγου θ. χ. ib.p.10 U.;λόγῳ καταληπτός Phld.Po.5.20
, etc.; ὁ λ. οὕτω αἱρέει analogy proves, Hdt.2.33; ὁ λ. or λ. αἱρέει reasoning convinces, Id.3.45,6.124, cf. Pl.Cri. 48c (but, our argument shows, Lg. 663d): also c. acc. pers., χρᾶται ὅ τι μιν λ. αἱρέει as the whim took him, Hdt.1.132; ἢν μὴ ἡμέας λ. αἱρῇ unless we see fit, Id.4.127, cf. Pl.R. 607b; later ὁ αἱρῶν λ. ordaining reason, Zeno Stoic.1.50, M.Ant.2.5, cf. 4.24, Arr.Epict. 2.2.20, etc.: coupled or contrasted with other functions, καθ' ὕπνον ἐπειδὴ λόγου καὶ φρονήσεως οὐ μετεῖχε since reason and understanding are in abeyance, Pl.Ti. 71d; μετὰ λόγου τε καὶ ἐπιστήμης, opp. αἰτία αὐτομάτη, of Nature's processes of production, Id.Sph. 265c; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν embraced by thought with reflection, opp. μετ' αἰσθήσεως ἀλόγου, Id.Ti. 28a; τὸ μὲν ἀεὶ μετ' ἀληθοῦς λ., opp. τὸ δὲ ἄλογον, ib. 51e, cf. 70d, al.;λ. ἔχων ἑπόμενον τῷ νοεῖν Id.Phlb. 62a
; ἐπιστήμη ἐνοῦσα καὶ ὀρθὸς λ. scientific knowledge and right process of thought, Id.Phd. 73a;πᾶς λ. καὶ πᾶσα ἐπιστήμη τῶν καθόλου Arist.Metaph. 1059b26
;τὸ λόγον ἔχον Id.EN 1102b15
, 1138b9, al.: in sg. and pl., contrasted by Pl. and Arist. as theory, abstract reasoning with outward experience, sts. with depreciatory emphasis on the former,εἰς τοὺς λ. καταφυγόντα Pl.Phd. 99e
; τὸν ἐν λόγοις σκοπούμενον τὰ ὄντα, opp. τὸν ἐν ἔργοις (realities), ib. 100a;τῇ αἰσθήσει μᾶλλον τῶν λ. πιστευτέον Arist.GA 760b31
; γνωριμώτερα κατὰ τὸν λ., opp. κατὰ τὴν αἴσθησιν, Id.Ph. 189a4; ἐκ τῶν λ. δῆλον, opp. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς, Id.Mete. 378b20; ἡ τῶν λ. πίστις, opp. ἐκ τῶν ἔργων φανερόν, Id.Pol. 1326a29;ἡ πίστις οὐ μόνον ἐπὶ τῆς αἰσθήσεως ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ λ. Id.Ph. 262a19
;μαρτυρεῖ τὰ γιγνόμενα τοῖς λ. Id.Pol. 1334a6
; ὁ μὲν λ. τοῦ καθόλου, ἡ δὲ αἴσθησις τοῦ κατὰ μέρος explanation, opp. perception, Id.Ph. 189a7; ἔσονται τοῖς λ. αἱ πράξεις ἀκόλουθοι theory, opp. practice, Epicur.Sent.25; in Logic, of discursive reasoning, opp. intuition, Arist.EN 1142a26, 1143b1; reasoning in general, ib. 1149a26; πᾶς λ. καὶ πᾶσα ἀπόδειξις all reasoning and demonstration, Id.Metaph. 1063b10;λ. καὶ φρόνησιν Phld.Mus.p.105
K.; ὁ λ. ἢ λογισμός ibid.; τὸ ἰδεῖν οὐκέτι λ., ἀλλὰ μεῖζον λόγου καὶ πρὸ λόγου, of mystical vision, opp. reasoning, Plot.6.9.10.—Phrases, κατὰ λ. τὸν εἰκότα by probable reasoning, Pl.Ti. 30b;οὔκουν τόν γ' εἰκότα λ. ἂν ἔχοι Id.Lg. 647d
; παρὰ λόγον, opp. κατὰ λ., Arist.Rh.Al. 1429a29, cf. EN 1167b19; cf. παράλογος (but παρὰ λ. unexpectedly, E.Ba. 940).2 reason as a faculty, ὁ λ. ἀνθρώπους κυβερνᾷ [Epich.] 256; [θυμοειδὲς] τοῦ λ. κατήκοον Pl.Ti. 70a
; [θυμὸς] ὑπὸ τοῦ λ. ἀνακληθείς Id.R. 440d
; σύμμαχον τῷ λ. τὸν θυμόν ib. b;πειθαρχεῖ τῷ λ. τὸ τοῦ ἐγκρατοῦς Arist. EN 1102b26
; ἄλλο τι παρὰ τὸν λ. πεφυκός, ὃ μάχεται τῷ λ. ib.17;ἐναντίωσις λόγου πρὸς ἐπιθυμίας Plot.4.7.13(8)
;οὐ θυμός, οὐκ ἐπιθυμία, οὐδὲ λ. οὐδέ τις νόησις Id.6.9.11
: freq. in Stoic. Philos. of human Reason, opp. φαντασία, Zeno Stoic.1.39; opp. φύσις, Stoic.2.206; οὐ σοφία οὐδὲ λ. ἐστὶν ἐν [τοῖς ζῴοις] ibid.;τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ὡς λ. ἔχων λ. μὴ ἔχουσι χρῶ M.Ant.6.23
;ὁ λ. κοινὸν πρὸς τοὺς θεούς Arr.Epict. 1.3.3
;οἷον [εἰκὼν] λ. ὁ ἐν προφορᾷ λόγου τοῦ ἐν ψυχῇ, οὕτω καὶ αὐτὴ λ. νοῦ Plot.5.1.3
; τὸ τὸν λ. σχεῖν τὴν οἰκείαν ἀρετήν (sc. εὐδαιμονίαν) Procl.in Ti.3.334 D.; also of the reason which pervades the universe, θεῖος λ. [Epich.] 257;τὸν θεῖον λ. καθ' Ἡράκλειτον δι' ἀναπνοῆς σπάσαντες νοεροὶ γινόμεθα S.E.M.7.129
(cf. infr. x).b creative reason,ἀδύνατον ἦν λόγον μὴ οὐκ ἐπὶ πάντα ἐλθεῖν Plot.3.2.14
;ἀρχὴ οὖν λ. καὶ πάντα λ. καὶ τὰ γινόμενα κατ' αὐτόν Id.3.2.15
;οἱ λ. πάντες ψυχαί Id.3.2.18
.2 legend,ἱρὸς λ. Hdt.2.62
, cf. 47, Pi.P.3.80 (pl.);συνθέντες λ. E.Ba. 297
;λ. θεῖος Pl.Phd. 85d
; ἱεροὶ λ., of Orphic rhapsodies, Suid. S.V. Ὀρφεύς.3 tale, story,ἄλλον ἔπειμι λ. Xenoph. 7.1
, cf. Th.1.97, etc.;συνθέτους λ. A.Pr. 686
; σπουδὴν λόγου urgent tidings, E.Ba. 663; ἄλλος λ. 'another story', Pl.Ap. 34e; ὁμολογούμενος ὁ λ. ἐστίν the story is consistent, Isoc.3.27: pl., histories,ἐν τοῖσι Ἀσσυρίοισι λ. Hdt.1.184
, cf. 106, 2.99; so in sg., a historical work, Id.2.123, 6.19,7.152: also in sg., one section of such a work (like later βίβλος), Id.2.38,6.39, cf. VI.3d; so in pl.,ἐν τοῖσι Λιβυκοῖσι λ. Id.2.161
, cf. 1.75,5.22,7.93, 213;ἐν τῷ πρώτῳ τῶν λ. Id.5.36
; ὁ πρῶτος λ., of St. Luke's gospel, Act.Ap.1.1: in Pl., opp. μῦθος, as history to legend, Ti. 26e; , cf. Grg. 523a (but μῦθον λέγειν, opp. λόγῳ ( argument)διεξελθεῖν Prt. 320c
, cf. 324d);περὶ λόγων καὶ μύθων Arist.Pol. 1336a30
;ὁ λ... μῦθός ἐστι Ael.NA4.34
.4 speech, delivered in court, assembly, etc.,χρήσομαι τῇ τοῦ λ. τάξει ταύτῃ Aeschin.3.57
, cf. Arist.Rh. 1358a38;δικανικοὶ λ. Id.EN 1181a4
;τρία γένη τῶν λ. τῶν ῥητορικῶν, συμβουλευτικόν, δικανικόν, ἐπιδεικτικόν Id.Rh. 1358b7
;τῷ γράψαντι τὸν λ. Thphr. Char.17.8
, cf.λογογράφος 11
; ἐπιτάφιος λ. funeral oration, Pl.Mx. 236b; esp. of the body of a speech, opp. ἐπίλογος, Arist.Rh. 1420b3; opp. προοίμιον, ib. 1415a12; body of a law, opp. proem, Pl.Lg. 723b; spoken, opp. written word,τὸν τοῦ εἰδότος λ. ζῶντα καὶ ἔμψυχον οὗ ὁ γεγραμμένος εἴδωλόν τι Id.Phdr. 276a
; ὁ ἐκ τοῦ βιβλίου ῥηθεὶς [λ.] speech read from a roll, ib. 243c; published speech, D.C.40.54; rarely of the speeches in Tragedy ([etym.] ῥήσεις), Arist.Po. 1450b6,9.VI verbal expression or utterance (cf. λέγω (B) 111), rarely a single word, v. infr. b, never in Gramm. signf. of vocable ([etym.] ἔπος, λέξις, ὄνομα, ῥῆμα), usu. of a phrase, cf. IX. 3 (the only sense found in [dialect] Ep.).a pl., without Art., talk,τὸν ἔτερπε λόγοις Il.15.393
;αἱμύλιοι λ. Od.1.56
, h.Merc. 317, Hes.Th. 890, Op.78, 789, Thgn.704, A.R.3.1141; ψευδεῖς Λ., personified, Hes.Th. 229;ἀφροδίσιοι λ. Semon.7.91
;ἀγανοῖσι λ. Pi.P. 4.101
; ὄψον δὲ λ. φθονεροῖσιν tales, Id.N.8.21; σμικροὶ λ. brief words, S.Aj. 1268 (s.v.l.), El. 415; δόκησις ἀγνὼς λόγων bred of talk, Id.OT 681 (lyr.): also in sg., λέγ' εἴ σοι τῷ λ. τις ἡδονή speak if thou delightest in talking, Id.El. 891.b sg., expression, phrase,πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λ. Id.Ant. 1245
, cf. E.Hipp. 514;μυρίας ὡς εἰπεῖν λόγῳ Hdt.2.37
; μακρὸς λ. rigmarole, Simon.189, Arist.Metaph. 1091a8; λ. ἠρέμα λεχθεὶς διέθηκε τὸ πόρρω a whispered message, Plot.4.9.3; ἑνὶ λόγῳ to sum up, in brief phrase, Pl.Phdr. 241e, Phd. 65d; concisely, Arist. EN 1103b21 (but also, = ἁπλῶς, περὶ πάντων ἑνὶ λ. Id.GC 325a1): pl., λ. θελκτήριοι magic words, E.Hipp. 478; rarely of single words,λ. εὐσύνθετος οἷον τὸ χρονοτριβεῖν Arist.Rh. 1406a36
; οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λ. answered her not a word, Ev.Matt.15.23.c coupled or contrasted with words expressed or understood signifying act, fact, truth, etc., mostly in a depreciatory sense,λ. ἔργου σκιή Democr. 145
;ὥσπερ μικρὸν παῖδα λόγοις μ' ἀπατᾷς Thgn.254
; λόγῳ, opp. ἔργῳ, Democr.82, etc.;νηπίοισι οὐ λ. ἀλλὰ ξυμφορὴ διδάσκαλος Id.76
;ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι A.Pr. 338
, cf. S.El.59, OC 782;λόγῳ μὲν λέγουσι.. ἔργῳ δὲ οὐκ ἀποδεικνῦσι Hdt.4.8
;οὐ λόγων, φασίν, ἡ ἀγορὴ δεῖται, χαλκῶν δέ Herod.7.49
;οὔτε λ. οὔτε ἔργῳ Lys.9.14
; λόγοις, opp. ψήφῳ, Aeschin.2.33; opp. νόῳ, Hdt.2.100;οὐ λόγῳ μαθών E.Heracl.5
;ἐκ λόγων, κούφου πράγματος Pl.Lg. 935a
; λόγοισι εἰς τὸ πιθανὸν περιπεπεμμένα ib. 886e, cf. Luc.Anach.19;ἵνα μὴ λ. οἴησθε εἶναι, ἀλλ' εἰδῆτε τὴν ἀλήθειαν Lycurg.23
, cf. D.30.34; opp. πρᾶγμα, Arist.Top. 146a4; opp. βία, Id.EN 1179b29, cf. 1180a5; opp. ὄντα, Pl.Phd. 100a; opp. γνῶσις, 2 Ep.Cor.11.6; λόγῳ in pretence, Hdt.1.205, Pl.R. 361b, 376d, Ti. 27a, al.; λόγου ἕνεκα merely as a matter of words,ἄλλως ἕνεκα λ. ἐλέγετο Id.Cri. 46d
; λόγου χάριν, opp. ὡς ἀληθῶς, Arist.Pol. 1280b8; but also, let us say, for instance, Id.EN 1144a33, Plb.10.46.4, Phld. Sign.29, M.Ant.4.32; λόγου ἕνεκα let us suppose, Pl.Tht. 191c; ἕως λόγου, μέχρι λ., = Lat. verbo tenus, Plb.10.24.7, Epict.Ench.16: sts. without depreciatory force, the antithesis or parallelism being verbal (cf. 'word and deed'),λόγῳ τε καὶ σθένει S.OC68
;ἔν τε ἔργῳ καὶ λ. Pl.R. 382e
, cf. D.S.13.101, Ev.Luc.24.19, Act.Ap.7.22, Paus.2.16.2; ὅσα μὲν λόγῳ εἶπον, opp. τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων, Th. 1.22.2 common talk, report, tradition,ὡς λ. ἐν θνητοῖσιν ἔην Batr. 8
;λ. ἐκ πατέρων Alc.71
;οὐκ ἔστ' ἔτυμος λ. οὗτος Stesich.32
;διξὸς λέγεται λ. Hdt.3.32
;λ. ὑπ' Αἰγυπτίων λεγόμενος Id.2.47
; νέον [λ.] tidings, S.Ant. 1289 (lyr.); τὰ μὲν αὐτοὶ ὡρῶμεν, τὰ δὲ λόγοισι ἐπυνθανόμεθα by hearsay, Hdt.2.148: also in pl., ἐν γράμμασιν λόγοι κείμενοι traditions, Pl.Lg. 886b.b rumour,ἐπὶ παντὶ λ. ἐπτοῆσθαι Heraclit. 87
; αὐδάεις λ. voice of rumour, B.14.44; περὶ θεῶν διῆλθεν ὁ λ. ὅτι .. Th.6.46; λ. παρεῖχεν ὡς .. Plb.3.89.3; ἐξῆλθεν ὁ λ. οὗτος εῖς τινας ὅτι .. Ev.Jo.21.23, cf. Act.Ap.11.22; fiction, Ev.Matt.28.15.c mention, notice, description, οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν worth mentioning, Hdt.4.28, cf. Plb.1.24.8, etc.; ἔργα λόγου μέζω beyond expression, Hdt.2.35; κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου beyond description, Th. 2.50;μείζω ἔργα ἢ ὡς τῷ λ. τις ἂν εἴποι D.6.11
.d the talk one occasions, repute, mostly in good sense, good report, praise, honour (cf. supr. 1.4),πολλὰ φέρειν εἴωθε λ... πταίσματα Thgn.1221
;λ. ἐσλὸν ἀκοῦσαι Pi.I.5(4).13
;πλέονα.. λ. Ὀδυσσέος ἢ πάθαν Id.N.7.21
;ἵνα λ. σε ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπων ἀγαθός Hdt.7.5
, cf. 9.78; Τροίαν.. ἧς ἁπανταχοῦ λ. whose fame, story fills the world, E.IT 517;οὐκ ἂν ἦν λ. σέθεν Id.Med. 541
: less freq. in bad sense, evil report, λ. κακόθρους, κακός, S. Aj. 138 (anap.), E.Heracl. 165: pl., λόγους ψιθύρους πλάσσων slanders, S.Aj. 148 (anap.).e λ. ἐστί, ἔχει, κατέχει, the story goes, c. acc. et inf.,ἔστ τις λ. τὰν Ἀρετὰν ναίειν Simon.58.1
, cf. S.El. 417; λ. μὲν ἔστ' ἀρχαῖος ὡς .. Id.Tr.1; λ. alone, E.Heracl.35;ὡς λ. A.Supp. 230
, Pl. Phlb. 65c, etc.;λ. ἐστί Hdt.7.129
,9.26, al.;λ. αἰὲν ἔχει S.OC 1573
(lyr.); ὅσον ὁ λ. κατέχει tradition prevails, Th.1.10: also with a personal subject in the reverse construction. Κλεισθένης λ. ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι has the credit of.., Hdt.5.66, cf. Pl.Epin. 987b, 988b;λ. ἔχοντα σοφίας Ep.Col.2.23
, v.supr.1.4.3 discussion, debate, deliberation,πολλὸς ἦν ἐν τοῖσι λ. Hdt.8.59
;συνελέχθησαν οἱ Μῆδοι ἐς τὠυτὸ καὶ ἐδίδοσαν σφίσι λόγον, λέγοντες περὶ τῶν κατηκόντων Id.1.97
;οἱ Πελασγοὶ ἑωυτοῖσι λόγους ἐδίδοσαν Id.6.138
; ;οἱ περὶ τῆς εἰρήνης λ. Aeschin.2.74
; τοῖς ἔξωθεν λ. πεπλήρωκε τὸν λ. [Plato] has filled his dialogue with extraneous discussions, Arist.Pol. 1264b39;τὸ μῆκος τῶν λ. D.Chr.7.131
; μεταβαίνων ὁ λ. εἰς ταὐτὸν ἀφῖκται our debate, Arist.EN 1097a24; ὁ παρὼν λ. ib. 1104a11; θεῶν ὧν νῦν ὁ λ. ἐστί discussion, Pl.Ap. 26b, cf. Tht. 184a, M.Ant.8.32; τῷ λ. διελθεῖν, διϊέναι, Pl.Prt. 329c, Grg. 506a, etc.; τὸν λ. διεξελθεῖν conduct the debate, Id.Lg. 893a; ξυνελθεῖν ἐς λόγον confer, Ar.Eq. 1300: freq. in pl., ἐς λόγους συνελθόντες parley, Hdt. 1.82; ἐς λ. ἐλθεῖν τινι have speech with, ib.86;ἐς λ. ἀπικέσθαι τινί Id.2.32
;διὰ λόγων ἰέναι E.Tr. 916
;ἐμαυτῇ διὰ λ. ἀφικόμην Id.Med. 872
;ἐς λ. ἄγειν τινά X.HG4.1.2
;κοινωνεῖν λόγων καὶ διανοίας Arist.EN 1170b12
.b right of discussion or speech, ἢ 'πὶ τῷ πλήθει λ.; S.OC 66; λ. αἰτήσασθαι ask leave to speak, Th.3.53;λ. διδόναι X.HG5.2.20
; οὐ προυτέθη σφίσιν λ. κατὰ τὸν νόμον ib.1.7.5;λόγου τυχεῖν D.18.13
, cf. Arist.EN 1095b21, Plb.18.52.1;οἱ λόγου τοὺς δούλους ἀποστεροῦντες Arist.Pol. 1260b5
;δοῦλος πέφυκας, οὐ μέτεστί σοι λόγου Trag.Adesp.304
;διδόντας λ. καὶ δεχομένους ἐν τῷ μέρει Luc.Pisc.8
: hence, time allowed for a speech,ἐν τῷ ἐμῷ λ. And.1.26
,al.;ἐν τῷ ἑαυτοῦ λ. Pl.Ap. 34a
;οὐκ ἐλάττω λ. ἀνήλωκε D.18.9
.c dialogue, as a form of philosophical debate,ἵνα μὴ μαχώμεθα ἐν τοῖς λ. ἐγώ τε καὶ σύ Pl. Cra. 430d
;πρὸς ἀλλήλους τοὺς λ. ποιεῖσθαι Id.Prt. 348a
: hence, dialogue as a form of literature,οἱ Σωκρατικοὶ λ. Arist.Po. 1447b11
, Rh. 1417a20; cf. διάλογος.d section, division of a dialogue or treatise (cf. v. 3),ὁ πρῶτος λ. Pl.Prm. 127d
; ὁ πρόσθεν, ὁ παρελθὼν λ., Id.Phlb. 18e, 19b;ἐν τοῖς πρώτοις λ. Arist.PA 682a3
; ἐν τοῖς περὶ κινήσεως λ. in the discussion of motion (i. e. Ph.bk.8), Id.GC 318a4;ἐν τῷ περὶ ἐπαίνου λ. Phld.Rh.1.219
; branch, department, division of a system of philosophy,τὴν φρόνησιν ἐκ τριῶν συνεστηκέναι λ., τῶν φυσικῶν καὶ τῶν ἠθικῶν καὶ τῶν λογικῶν Chrysipp.Stoic.2.258
.e in pl., literature, letters, Pl.Ax. 365b, Epin. 975d, D.H.Comp.1,21 (but, also in pl., treatises, Plu.2.16c);οἱ ἐπὶ λόγοις εὐδοκιμώτατοι Hdn.6.1.4
; Λόγοι, personified, AP9.171 (Pall.).VII a particular utterance, saying:1 divine utterance, oracle, Pi.P.4.59;λ. μαντικοί Pl. Phdr. 275b
;οὐ γὰρ ἐμὸν ἐρῶ τὸν λ. Pl.Ap. 20e
;ὁ λ. τοῦ θεοῦ Apoc.1.2
,9.2 proverb, maxim, saying, Pi.N.9.6, A.Th. 218; ὧδ' ἔχει λ. ib. 225; τόνδ' ἐκαίνισεν λ. ὡς .. Critias 21, cf. Pl.R. 330a, Ev.Jo.4.37;ὁ παλαιὸς λ. Pl.Phdr. 240c
, cf. Smp. 195b, Grg. 499c, Lg. 757a, 1 Ep.Ti.1.15, Plu.2.1082e, Luc.Alex.9, etc.;τὸ τοῦ λόγου δὴ τοῦτο Herod.2.45
, cf. D.Chr.66.24, Luc.JTr.3, Alciphr.3.56, etc.: pl., Arist.EN 1147a21.4 express resolution, κοινῷ λ. by common consent, Hdt.1.141,al.; ἐπὶ λ. τοιῷδε, ἐπ' ᾧ τε .. on the following terms, Id.7.158, cf. 9.26;ἐνδέξασθαι τὸν λ. Id.1.60
, cf. 9.5; λ. ἔχοντες πλεονέκτην a greedy proposal, Id.7.158: freq. in pl., terms, conditions, Id.9.33, etc.5 word of command, behest, A.Pr.17,40 (both pl.), Pers. 363;ἀνθρώπους πιθανωτέρους ποιεῖν λόγῳ X.Oec.13.9
;ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λόγῳ Ev.Matt.8.16
; οἱ δέκα λ. the ten Commandments, LXX Ex.34.28, Ph.1.496.VIII thing spoken of, subject-matter (cf. 111.1 b and 2),λ. τοῦτον ἐάσομεν Thgn.1055
; προπεπυσμένος πάντα λ. the whole matter, Hdt.1.21, cf. 111; τὸν ἐόντα λ. the truth of the matter, ib.95, 116; μετασχεῖν τοῦ λ. to be in the secret, ib. 127;μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λ. τοῦτον εῐπῃς Id.8.65
; τίς ἦν λ.; S.OT 684 ( = πρᾶγμα, 699); περί τινος λ. διελεγόμεθα subject, question, Pl.Prt. 314c; [τὸ προοίμιον] δεῖγμα τοῦ λ. case, Arist.Rh. 1415a12, cf. 111.1b; τέλος δὲ παντὸς τοῦ λ. ψηφίζονται the end of the matter was that.., Aeschin.3.124;οὐκ ἔστεξε τὸν λ. Plb.8.12.5
;οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λ. τούτῳ Act.Ap.8.21
;ἱκανὸς αὐτῷ ὁ λ. Pl.Grg. 512c
; οὐχ ὑπολείπει [Γοργίαν] ὁ λ. matter for talk, Arist.Rh. 1418a35;μηδένα λ. ὑπολιπεῖν Isoc.4.146
; πρὸς λόγον to the point, apposite,οὐδὲν πρὸς λ. Pl.Phlb. 42e
, cf. Prt. 344a;ἐὰν πρὸς λ. τι ᾖ Id.Phlb. 33c
; alsoπρὸς λόγου Id.Grg. 459c
(s. v.l.).b in Art, subject of a painting,ζωγραφίας λόγοι Philostr.VA 6.10
;λ. τῆς γραφῆς Id.Im.1.25
.IX expression, utterance, speech regarded formally, τὸ ἀπὸ [ψυχῆς] ῥεῦμα διὰ τοῦ στόματος ἰὸν μετὰ φθόγγου λ., opp. διάνοια, Pl.Sph. 263e; intelligent utterance, opp. φωνή, Arist.Pol. 1253a14;λ. ἐστὶ φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην Id.Int. 16b26
, cf. Diog.Bab.Stoic.3.213; ὅθεν (from the heart)ὁ λ. ἀναπέμπεται Stoic.2.228
, cf. 244; Protagoras was nicknamed λόγος, Hsch. ap. Sch.Pl.R. 600c, Suid.;λόγου πειθοῖ Democr.181
: in pl., eloquence, Isoc.3.3,9.11;τὴν ἐν λόγοις εὐρυθμίαν Epicur.Sent.Pal.5p.69
v. d. M.; λ. ἀκριβής precise language, Ar.Nu. 130 (pl.), cf. Arist.Rh. 1418b1;τοῦ μὴ ᾀδομένου λ. Pl.R. 398d
; ἡδυσμένος λ., of rhythmical language set to music, Arist.Po. 1449b25; ἐν παντὶ λ. in all manner of utterance, 1 Ep.Cor.1.5; ἐν λόγοις in orations, Arist.Po. 1459a13; λ. γελοῖοι, ἀσχήμονες, ludicrous, improper speech, Id.SE 182b15, Pol. 1336b14.2 of various modes of expression, esp. artistic and literary, ;ἐν λόγῳ καὶ ἐν ᾠδαῖς X.Cyr.1.4.25
, cf. Pl.Lg. 835b; prose, opp. ποίησις, Id.R. 390a; opp. ψιλομετρία, Arist.Po. 1448a11; opp. ἔμμετρα, ib. 1450b15 (pl.); τῷ λ. τοῦτο τῶν μέτρων (sc. τὸ ἰαμβεῖον)ὁμοιότατον εἶναι Id.Rh. 1404a31
; in full, ψιλοὶ λ. prose, ib. b33 (but ψιλοὶ λ., = arguments without diagrams, Pl.Tht. 165a); λ. πεζοί, opp. ποιητική, D.H.Comp.6; opp. ποιήματα, ib.15;κοινὰ καὶ ποιημάτων καὶ λόγων Phld.Po.5.7
; πεζὸς λ. ib.27, al.b of the constituents of lyric or dramatic poetry, words,τὸ μέλος ἐκ τριῶν.. λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ Pl.R. 398d
; opp. πρᾶξις, Arist.Po. 1454a18; dramatic dialogue, opp. τὰ τοῦ χοροῦ, ib. 1449a17.3 Gramm., phrase, complex term, opp. ὄνομα, Id.SE 165a13; λ. ὀνοματώδης noun- phrase, Id.APo. 93b30, cf. Rh. 1407b27; expression, D.H.Th.2, Demetr.Eloc.92.b sentence, complete statement, "ἄνθρωπος μανθάνει λόγον εἶναί φῃς.. ἐλάχιστόν τε καὶ πρῶτον Pl.Sph. 262c
;λ. αὐτοτελής A.D.Synt.3.6
, D.T.634.1; ῥηθῆναι λόγῳ to be expressed in a sentence, Pl.Tht. 202b; λ. ἔχειν to be capable of being so expressed, ib. 201e, cf. Arist.Rh. 1404b26.c language, τὰ τοῦ λ. μέρη parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.31, S.E.M.9.350, etc.;τὰ μόρια τοῦ λ. D.H.Comp.6
;μέρος λ. D.T.633.26
, A.D.Pron.4.6, al. (but ἓν μέρος <τοῦ cod.> λόγου one word, Id.Synt.340.10, cf. 334.22); περὶ τῶν στοιχείων τοῦ λ., title of work by Chrysippus.X the Word or Wisdom of God, personified as his agent in creation and world-government,ὁ παντοδύναμός σου λ. LXX Wi.18.15
;ὁ ἐκ νοὸς φωτεινὸς λ. υἱὸς θεοῦ Corp.Herm.1.6
, cf. Plu.2.376c; λ. θεοῦ δι' οὗ κατεσκευάσθη [ὁ κόσμος] Ph.1.162; τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας· ἡ δέ ἐστιν ὁ θεοῦ λ. ib.56; λ. θεῖος.. εἰκὼν θεοῦ ib. 561, cf. 501; τὸν τομέα τῶν συμπάντων [θεοῦ] λ. ib. 492; τὸν ἄγγελον ὅς ἐστι λ. ib. 122: in NT identified with the person of Christ,ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λ. Ev.Jo.1.1
, cf. 14, 1 Ep.Jo.2.7, Apoc.19.13;ὁ λ. τῆς ζωῆς 1 Ep.Jo.1.1
. -
4 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3. -
5 τρίβω
Aτρίβεσκον A.R.2.480
: [tense] fut. , ([etym.] ἀπο-) Od.17.232: [tense] aor.ἔτριψα Pherecr.181
; inf.τρῖψαι Od.9.333
, etc.: [tense] pf.τέτρῐφα M.Ant.9.10
, ([etym.] συν-) Eub.62:—[voice] Med., [tense] fut. τρίψομαι ([etym.] προς-) Antipho 4.2.8: [tense] aor.ἐτριψάμην Call.Lav.Pall.25
, A.D. Synt.210.26:—[voice] Pass., [tense] fut.τριφθήσομαι App.BC4.65
, etc.;τρῐβήσομαι Plu. Dio25
, ([etym.] ἐκ-) S.OT 428, ([etym.] κατα-) X.HG5.4.60; also τετρίψομαι ([etym.] ἐπι-) Ar. Pax 246; [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Th.6.18, 7.42: [tense] aor.ἐτρίφθην Id.2.77
, Hp.Epid.5.6, Antiph. 102; ([etym.] δια-) D.19.164: more freq. [tense] aor. 2 ἐτρίβην [pron. full] [ῐ] Arist.Pr. 893b40; ([etym.] δι-) Th.1.125; ([etym.] ἐκ-) Hdt.7.120; ([etym.] ἐπ-) freq. in Ar., Th. 557, al.; ([etym.] κατ-) Pl.Lg. 678d; ([etym.] συν-) Ar. Pax 71, etc.: [tense] pf. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.τετρίφᾰται Hdt.2.93
. [[pron. full] ῐ only in [tense] pf. [voice] Act. and [voice] Pass., and [tense] fut. and [tense] aor. 2 [voice] Pass.]:—rub, τριβέμεναι κρῖ, i. e. thresh, thresh it out, because this was done by trampling under the feet of oxen, Il.20.496; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ work round the stake in his eye, Od.9.333; χρυσὸν -όμενον βασάνῳ rubbed on a touchstone, so as to test its purity, Thgn.450; τ. τὸ σκέλος rub the leg, Pl.Phd. 60b;τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν Id.Phlb. 46a
;τὸν ὀφθαλμόν Arist.Pr. 957a38
; ἀμφορέως τὸν πύνδακα ib. 938a14; τ. τὴν κεφαλήν, in sign of perplexity, Aeschin.2.49;ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τ. X.Eq.5.5
;τὸν πόδα μύροις τ. Eub.108
(hex.); of a masseur, Gal.6.151, 187; in blood-letting, Id.15.784:—[voice] Med., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε.. τρίβεσθαι μύσος rub one's pollution upon the shrines, pollute them with it, A.Eu. 195:—[voice] Pass., ; ὕλη τριφθεῖσα ὑπ' ἀνέμων πρὸς αὑτήν, so as to catch fire, Th.2.77;ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Arist. PA 661b22
.2 bruise, pound, knead, κεδρίδας, [κώνειον], Ar. Th. 486, Pl.Phd. 117b;ἑλλεβόρου ἅμαξαν Id.Euthd. 299b
;ποίαν IG 42(1).122.121
(Epid., iv B. C.); καταπλαυτόν, [μάζας], Ar.Pl. 717, Pax 8,16; κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τ. Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.648a, cf. Sor.1.62, grind,D.
18.258:—[voice] Pass.,θυμιήματα τετριμμένα Hdt.2.86
;ἄρτοι σφόδρα τετριμμένοι Arist.Pr. 929a17
, cf. b8;μηδὲν τετριμμένον, ἀλλὰ τεθλας μένων ὁ χυλός Diocl.Fr.138
.II wear out clothes (cf. τρίβων (A)),τῶν ὑποδημάτων τὰ τριβόμενα Plu.2.680a
;τελαμῶνες μὴ λίαν τετριμμένοι Sor.1.83
; of a road, wear or tread it smooth, ἀτραπὸς τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, with a play on pounding in a mortar, Ar.Ra. 123;τὴν τετρ. ὥσπερ ὁδὸν ἐπὶ τὸν μακάριον βίον Phld.Rh.1.260
S.; τρίβει οὐρανόν goes his way through heaven (cf. τρίβος), Arat.231; τ. κύματα, of a ship, AP9.34 (Antiphil.);πόδας τρίβειν Theoc.7.123
.2 of Time, wear away, spend,δυστυχῆ τ. βίον S.El. 602
;νησιώτην τ. βίον E.Heracl.84
; (lyr.);ὀδυνηρότερον τρίψεις βίοτον Id.Pl. 526
(anap.); τ. πόλεμον prolong a war, Plb.2.63.4: abs., waste time, tarry, A.Ag. 1056, D.23.173 vulg. (διατρ. cod. S):—[voice] Pass.,ἐν τούτοις τρίβεται χρόνος ἐνίοτε μακρός Gal.16.578
; ἀμφισβήτησις.. τρειβομένη πολλῶν ἐτῶν prolonged, OGI502.3 (Aezani, ii A. D.).III of persons, wear out,σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Hes.Op. 251
; τρίβεσθαι κακοῖσι to be worn out by ills, Il.23.735; (anap.); τ. ἀμφοτέρους wear them both out, Th.8.56, cf. 7.48, Plu.Caes.40:—[voice] Med., τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὑτήν wear itself out by internal struggles, Th.6.18, cf. 7.42:—[voice] Pass., oppressed,Hdt.
2.124; l. c.; τρίβεσθαι μάτην τερὶ ( ἐπὶ codd.)τὴν δίωξιν Plu.Pomp.41
.2 of money and property, waste, squander it, .3 use constantly,κατώμοσα.. μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ar.Av. 636
(lyr.);κοινὰ ὀνόματα καὶ τετριμμένα D.H.Comp. 25
;ἡ τετρ. καὶ κοινὴ διάλεκτος Id.Th.23
;τετρ. σχηματισμός
in common use,A.D.
Pron.115.16, cf. S.E.M.1.229.4 [voice] Pass., to be much busied or engrossed with a thing,πολέμῳ Hdt.3.134
; ἀμφ' ἀρετῇ τ. practise oneself in, use oneself to it, Thgn.465;τρίβεσθαι περὶ τοὺς δυνατούς Philostr.VA4.41
: esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass. τετριμμένος, practised, expert,ἔμπειροι καὶ τ. Phld.Rh.2.281
S.;οἱ ἐν ποήμασι τ. Id.Po.5.21
; τ. ἀκοή a trained, expert ear, ib.24;πολεμικὸς καὶ τετρ. δι' ὅπλων Plu.Eum.11
;ἀνὴρ φιλοπόνως ἐπὶ τῶν ἔργων τετρ. Gal.15.585
, cf. 623. -
6 μάκαρ
μάκαρ, αρος, ὁ, auch ἡ, Eur. Bacch. 565, Ar. Av. 1722, wie Eubul. bei Ath. XV, 679 b; vgl. Mein. com. III p. 251; bei Sp. auch mit neutr., vgl. Lob. par. 208 (nach Arist. eth. 7, 11 von χαίρω, eigtl. »freudig«; Andere leiten es von μακρός ab, so daß eigtl. die Götter, die Hohen, so hießen), – selig, glückselig, eigtl. von den Göttern, die bei Hom. u. Hes. oft μάκαρες ϑεοί heißen, im Ggstz der Menschen, πρός τε ϑεῶν μακάρων πρός τε ϑνητῶν ἀνϑρώπων, Il. 1, 339, öfter; auch absolut, οἱ μάκαρες, die Seligen, die Götter, Od. 10, 299; Hes. O. 551 u. sonst im plur.; der sing. in Anreden an einzelne Götter, H. h. 7, 10. 21, 7; μάκαρες ἐν Ὀλύμπῳ, Pind. frg. 58, Κρονίδαι μάκαρες, P. 5, 118; so auch Tragg., wie Aesch. Prom. 96. 169 Ag. 1309; Soph. Phil. 398 u. sonst. – Uebertr. von Menschen, den höchsten Grad menschlicher Glückseligkeit bezeichnend, ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, Il. 3, 182, neben ὀλβιόδαιμον, μακάρων δ' ἔξεσσι τοκήων, 24, 377; bes. wohlhabend, reich, ἀνδρὸς μάκαρος κατ' ἄρουραν, 11, 68, vgl. Od. 1, 217; superl., μακάρτατος ἔξοχον ἄλλων, 6, 158, vgl. 11, 483, wo er für den comp. steht; – Pind. ἄνδρες, P. 10, 46, μακάρων ἀγοραί, I. 7, 26; μάκαρι σὺν τύχᾳ, Ar. Av. 1722. – Bes. heißen aber so die Verstorbenen, die auch wir in höherer Beziehung die Seligen nennen, μάκαρες ϑνητοί, Hes. O. 143. Aber zunächst werden nicht alle Gestorbenen damit bezeichnet, denn auf den μακάρων νῆσοι, den Inseln der Seligen, die von den Alten an den Westrand der Erde in den Oceanus verlegt wurden, sind nur die im Kampf gefallenen Heroen, die Halbgötter des vierten Menschengeschlechtes, die dort ein sorgenloses Leben genießen. S. nom. pr. Bei Sp. aber wie in der Anth. wird es allgemeine Bezeichnung der Verstorbenen. S. auch μακάριος, μακαρίτης. – Compar. μακάρτερος u. superl. μακάρτατος, Od. 6, 158. 11, 483; ἄναξ ἀνάκτων, μακάρων μακάρτατε, Aesch. Suppl. 519.
-
7 μέχρι
μέχρι, vor Vokalen u, bei Dichtern, um Position zu machen, μέχρις, gew. als Präposition c. gen. bi s. bis zu einem gewissen Ziele hin; – a) vom Orte; μέχρι ϑαλάσσης, Il. 13, 143; μέχρι τοῠ γούνατος, Her. 2, 80; τοὺς μέχρι Ἡρακλείων στηλῶν, Plat. Phaed. 61 e; μέχρι τοῦ αὐχένος, Theaet. 171 d; Xen. An. 2, 2, 6 u. sonst; μέχρις οὗ, bis dahin, wo, 1, 7, 6. – b) von der Zeit; τέο μέχρις; bis wann? Il. 24, 128; μέχρι τῆς τύχης, so lange das Glück währt, Agatharch. bei Ath. VI, 251 f; vgl. Her. 1, 4; μ. τῆς ἐκείνου ζόης, d. i. so lange er lebt, 3, 10. 160. 5, 114; μέχρι τότε, Thuc. 8, 28; μ. τοῦ δικαίου, so weit das Recht gestattet, 3, 82; ἐν τῷ μέχρι ἡλίου δυσμῶν χρόνῳ, Plat. Phaed. 61 e; ἔστω ἀμετάστατος μέχρι ϑανάτου, Rep. II, 361 c; ἀπὸ τῶν ἐξ ἀρχῆς ἡρώων ἀρξάμενοι μέχρι τῶν νῦν ἀνϑρώπων, ib. 366 e; μέχρις ἔξω τοῦ στόματος ἐγένοντο, bis sie kamen, Xen. An. 7, 1, 1; οἱ μέχρι πεντήκοντα ἐτῶν, 6, 2, 25; μέχρι πρὸς τὸν παρόντα χρόνον, Strab. V, 228. – Häufige Verbindungen sind: μέχρις οὗ, bis daß, Plat. Menex. 245 a u. A., worauf Her. noch einen zweiten gen. folgen läßt, μέχρις οὖ ὀκτὼ πύργων, τροπέων τῶν ϑερινέων, 1, 181. 2, 19, bis es acht Thürme sind; – μέχρι τοσούτου, so weit, Plat. Legg. II, 670 e; μέχρι τοῠδε, bis hierher, oft; er vrbdt auch μέχρι ἕως, Conv. 220 d; μέχρι ἐνταῠϑα, bis hier, in so weit, Soph. 222 a u. öfter; μέχρι δεῦρο τοῦ λόγου, Conv. 217 e; μέχρι ὅποι, wie weit, Gorg. 487 c; auch μέχρι πρὸς Αἴγυπτον, Tim. 25 b; μέχρι νῦν, Dem. u. A. – C. ἄν u. conj., μέχρι δ' ἂν ἐγὼ ἥκω, αἱ σπονδαὶ μενόντων, bis ich gekommen sein werde, Xen. An. 2, 3, 24; in indirecter Rede, ὑπέσχετο ἀνδρὶ ἑκάστῳ δώσειν τὸν μισϑὸν ἐντελῆ μέχρις ἂν καταστήσῃ τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν, 1, 4, 13; der bloße conj. steht Her. 4, 119, μέχρι τοῦτο ἴδωμεν, μενέομεν, wie Thuc. 4, 16. 41, ἐβούλευσαν δεσμοῖς αὐτοὺς φυλάσσειν μέχρι οὗ τι ξυμβῶσιν; Soph. μέχρις μυχοὺς κάχωσι τοῦ κάτω ϑεοῦ, Ai. 568, wie Thuc. 1, 137; – μέχρι περ, so lange auch, c. indic., Plat. Critia. 120 d; c. ἄν u. conj., Plat. Soph. 259 a u. öfter. – Nach der gew. Ableitung mit μῆκος, μακρός zusammenhangend; übrigens ist in attischer Prosa, bes. bei Plat., μέχρι auch vor Vocalen die gewöhnliche Form, weshalb μέχρις sogar als unattisch verworfen wurde, Thom. Mag., vgl. Lob. zu Phryn. 14 u. ἄχρι.
-
8 οὐ
οὐ (1οὔ O. 7.48
:κοὐ P. 4.151
)1 negatives vb., sent.aοὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56
ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
οὔ μιν διώξω O. 3.45
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17
ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79
θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42
Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34
σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46
οὐ ψεύσομ O. 13.52
οὐ χρὴ O. 13.94
οὐ φθίνει P. 1.94
οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
οὐκ ἔμειν P. 3.16
οὐχ ἅπτεται P. 3.29
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82
οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86
“ οὐ πρέπει” P. 4.147οὐκ ἐόλει P. 4.233
οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “ οὐ κεχείμανται” P. 9.32οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37
οὐ φαίνεται P. 12.29
οὐκ ἔραμαι N. 1.31
οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15
τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69
οὐ νέοντ N. 4.77
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
οὐ σπανίζει N. 6.31
οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25
οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56
οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60
οὐ μέμψεται N. 7.64
χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
οὐχ ἕπεται N. 11.43
οὐ φράζεται I. 1.68
οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20
οὐ κατελέγχει I. 3.14
οὐ φείσατο I. 6.33
γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶνπραπίδες I. 8.30
οὐ κατέφθινε I. 8.46
οὐ κατελέγχει I. 8.65
οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28
οὐ τόλμα Pae. 6.94
οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45
οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26
“ κοὔ με πονεῖ ἀλλὰ” P. 4.151ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27
P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127
cοὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.d οὐ γε, qualifying subord. cl.πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28
2 combined with other neg.οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
“ οὔ τι οὐδὲ μὰν” P. 4.87πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16
Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.3a c. part.κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19
ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
οὐκ ἐρίζων P. 4.285
οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80
οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
b c. adj.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
χόλον οὐ φατὸν O. 6.37
οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5
“ οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλων” P. 4.118 “σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” P. 9.42λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23
οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49
οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76
οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ἁνία τἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70
ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.4 c. subs.πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.5 c. adv.aὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36
οὐχ ὁμῶς I. 3.6
bοὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
6 c. prep., in meiosis.οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45
ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7
οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32
“ οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76
οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20
οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.7 c. inf.χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
8a οὔπω, v. πω.bοὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.c οὔ τις, (cf. οὔτις)πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
, cf. O. 12.7πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54
ἕτερον οὔ τινα οἶκονἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰν” P. 4.879 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3. -
9 ἐλαύνω
ἐλαύνω, treiben; fut. ἐλάσω, Her. 1, 77; ἐλάσοντες Xen. An. 7, 7, 55; gew. att. ἐλῶ, ἐλᾷς, Ar. Ran. 203, ἐλᾶν, ἐλώντων, Xen. An. 1, 8, 10; bei Hom. ἐλόωσι, Od. 7, 319; aor. ἤλασα, poet. auch ἔλασσα, iterativ. ἐλάσασκεν Iliad. 2, 1991 perf. ἐλήλακα, ἐλήλαμαι, aor. ἠλάϑην, erst ganz spät ἠλάσϑην, wie ἐλήλασμαι, vgl. Piers. Moer. 13; ἐληλέδατο Od. 7, 86; ἠλήλαντο Hes. sc. 143. Sehr selten erscheint ein praes. ἐλάω, bei Dichtern, vgl. s. v. ἀπελαύνω; ob bei Homer in der Formel μάστιξεν δ' ἐλάαν, z. B. Odyss. 3, 484, ἐλάαν praes. oder futur. sei, kann zweifelhaft erscheinen; wahrscheinlich ist praes. Odyss. 15, 50 οὔ πως ἔστιν ἐπειγομένους περ ὁδοῖο νύκτα διὰ δνοφερὴν ἐλάαν; 3. plur. ἔλων, = ἔλαον, imperfect. oder aorist. 2, Iliad. 24, 696 Odyss. 4, 2; ἔλαε Apoll. Rh. 3, 872. – 1) treiben, in Bewegung setzen, von Hom. an überall, ἅρμα, ἵππους, ζεῦγος, Il. 5, 237 u. öfter, Her. 1, 59 Ar. Nubb. 69 Plat. Phaedr. 246 e; νῆα, Od. 16, 502, rudern; νηῦς ἐλαυνομένη, das fahrende Schiff, 13, 155; vgl. Ar. Equ. 1178; τριήρεις, Plat. Rep. III, 396 a; ἐλαύνειν ἐρετμοῖς, Ap. Rh. 2, 949; τὸν δρόμον Ar. Nubb. 25; ὁδόν D. Per. 586. Daher auch οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην, auf dem ruhigen Meere fahren, Od. 7, 319; πόντον ἐλάταις ἐλαύνειν, das Meer mit Rudern in Bewegung setzen, es befahren, Il. 7, 6; τὰ δ' ἕσπερα νῶτ' ἐλαύνει ϑερμᾷ φλογί Eur. El. 731. Von Flüssen, ῥόον ἐλαύνειν D. Per. 1090. – Häufig ohne acc. = fahren; εἰ γάρ κε – παρὲξ ἐλάσησϑα διώκων, sc. ἵππους, Il. 23, 344; μάστιξεν δ' ἐλάαν, er schwang die Geißel, um die Pferde anzutreiben, zu fahren, 5, 366; βῆ δ' ἐλάαν ἐπὶ κύματα, er ging, um dahinzufahren über die Wogen, Il. 13, 27; διὰ νύκτα ἐλᾶν, durch die Nacht fahren, Od. 15, 50; vom Seefahrer, 12, 124; παρὲξ τὴν νῆσον ἐλαύνειν, an der Insel vorbeifahren, 12, 276; οἱ ἐλαύνοντες, die Rudernden, 13, 22; vgl. Xen. Hell. 6, 2, 29. Auch vom Wagen selbst, τὰ ἅρματα εἰς τὰς τάξεις τῶν Ἑλλήνων ἐλῶντα καὶ διακόψοντα Xen. An. 1, 8, 10; – sc. ἵππον, reiten, Her. 1, 59; ἀναβὰς ἐπὶ τὸν ἵππον ἤλασε Xen. Cyr. 4, 1, 7; vgl. Ar. Pax 128; pass., vom Pferde, laufen, Xen. Cyr. 8, 6, 17; vgl. γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι Aesch. Prom. 682; mit accusat. vom Reiten Odyss. 5, 371 ἀμφ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληϑ' ὡς ἵππον ἐλαύνων; – στρατόν, στρατιήν, ein Heer in Bewegung setzen, es führen, Pind. Ol. 11, 69, Her 1, 176 u. öfter. Gew. ohne Zusatz, marschiren, anrücken, sowohl von dem Feldherrn, als vom Heere, Her. 1, 77; Xen. sehr oft u. andere Historiker. – 2) wegtreiben, wegführen; βοῦς Il. 1, 154 u. öfter; Xen. Hell. 4, 8, 18; so im med., Il. 1, 682 Od. 4, 637; Plat. Gorg. 484 b, wie λείαν ἐλάσασϑαι Plut. Rom. 23; – τοὺς ματραλοίας ἐκ δόμων Aesch. Eum. 201. 329; ἐκ γῆς Soph. O. R. 44, u. öfter; παῖδας γῆς ἐλᾶν Eur. Med. 70. – Bes. μύσος ἀφ' ἑστίας, entfernen, also = fühnen, Aesch. Ch. 961; vgl. Eum. 273; μίασμα χώρας Soph. O. R. 98; ἄγος ἐλαύνειν Thuc. 1, 126. 2, 13; φυγῇ ἀϊδίῳ ἐλαϑείς, in ewige Verbannung geschickt, Dion. Hal. 8, 1. – 3) in die Enge treiben, bedrängen. Hierher gehören vor Allem drei merkwürdige Homerische Stellen: Iliad. 13, 315 οἵ μιν ἄδην ἐλόωσι καὶ ἐσσύμενον πολέμοιο; 19, 423 οὐ λήξω πρὶν Τρῶας ἄδην ἐλάσαι πολέμοιο; Odyss. 5, 290 ἀλλ' ἔτι μέν μίν φημι ἄδην ἐλάαν κακότητος. Also ἄδην ἐλάαν τινά τινος, = Einen genügend bedrängen in Etwas, bei Etwas, mit Etwas, mit Elend, im Kampfe. Bei Iliad. 13, 315 giebt es folgendes Schol. aus Didymus: κατ' ἔνια τῶν ὑπομνημάτων (d. h. »nach der Behauptung einiger der von Aristarcheern verfaßten Commentare«, nicht etwa »nach dem Zeugniß einiger der von Aristarch selbst verfaßten Commentare«, »schrieb Aristarch«) οἵ μιν ἄδην ἐάσουσι, ὅἐστι κορέσουσιν. καὶ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος ( Odyss. 5, 290) »ἀλλ' ἔτι μέν μίν φημι ἄδην ἐλάαν κακότητος« διὰ τῶν δύο ΑΑ παρέκειτο (d. h. lag nach Angabe der betreffenden Aristarcheer dem Aristarch vor die var. lect.) ἑάαν. μαρτυρεῖ καὶ τὸ »ἄσειν ἐν Τροίῃ ταχέας κύνας (Iliad. 11, 818)«. οὕτως Αρίσταρχος (d. h. »das zunächst Vorhergehende«, wenn keine Lücke da ist, der Satz μαρτυρεῖ κτἑ., »sind Aristarchs eigene Worte«). Zu derselben Stelle Iliad. 13, 315 giebt es folgendes Schol. aus Aristonicus: ἡ διπλῆ, ὅτι Ζηνόδοτος ἀγνοήσας τὸ σημαινόμενον πεποίηκε καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. ἔστι δὲ τὸ ἄδην ἐλόωσιν ἀντὶ τοῦ κορεσϑῆναι αὐτὸν ποιήσουσι τοῠ πολέμου, καίπερ προϑυμίαν ἔχοντα. Friedländer druckt dies ohne Aenderung u. Bemerkung ab. In der That folgt aus der Metalepsis κορεσϑῆναι ποιήσουσι nicht nothwendig, daß das ἄδην ἐλόωσιν verderbt und in ἄδην ἐάσουσι oder ἄδην ἑόωσι zu ändern sei, welches nach Aristonicus Aristarchs Lesart gewesen sei. Doch ist durch Didymus Bericht wohl unzweifelhaft nicht nur, daß es die mit ἄω »sättigen« zusammenhangenden Lesarten ἄδην ἐάσουσι oder ἄδην ἑόωσι Iliad. 13, 315, ἄδην ἑάαν oder ἄδην ἆσαι Iliad. 19, 423, ἄδην ἑάαν Odyss. 5, 290 gegeben habe, sondern auch, daß Aristarch diese Lesarten nicht unbedingt verwarf. Besonders wichtig ist die Vergleichung von Iliad. 19, 402 ἐπεί χ' ἑῶμεν πολέμοιο, wo es folgendes Schol. des Aristonicus giebt, welches Lehrs irrthümlich dem Herodian zuschreibt: (ἡ διπλῆ) ὅτι δασυντέον τὸ ἑῶμεν· ἔστι γὰρ ἄδην ἔχωμεν, κορεσϑῶμεν. Vgl. s. v. ἌΩ und Buttmann Lexilog. 2, 130 ff. – Χεὶρ ὀξείῃς ὀδύνῃσιν ἐλήλαται, wird gepeinigt, Il. 16, 518; ähnl. δαίμων, Ἀϑάνας μῆνις ἐλαύνει με, treibt mich umher, Soph. Ai. 499. 743; λύπῃ πᾶς ἐλή λαται κακῇ 268; κακοῖς Eur. Andr. 31; Plat. ὑπ' ἀνάγκης τε καὶ οἴστρου ἐλαύνεται Phaedr. 240 d, u. öfter; μή τι δαιμόνιον τὰ πράγματα ἐλαύνῃ Dem. 9, 54; Sp.; ἐλαύνεται τὴν ψυχὴν ἐρωτικῇ μανίᾳ Ael. H. A. 14, 18; geradezu = miß handeln, beschimpfen, καὶ ὑβρίζεσϑαι Dem. 18, 48, u. öfter. Auch unterjochen, Ἰωνίαν ἤλασε βίᾳ Aesch. Pers. 757. Woran sich die obscöne Bdtg = βινεῖν schließt, Ar. Eccl. 38; Plat. com. bei Ath. X, 456 a; vgl. Nicarch. 4 (XI, 73). – 4) schlagen, stoßen. Bei ἐλαύνειν in dieser Bedeutung kann im accusat. sowohl dasjenige stehn, womit man stößt oder schlägt, die Waffe, Iliad. 20, 259 ἐν σάκει ἤλασεν ἔγχος, als auch dasjenige, welchem der Stoß oder Schlag gilt, das Ziel, Iliad. 11, 109 Ἄντιφον παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει. Im letzteren Falle unterscheidet nach Aristarchs Beobachtung Homer ἐλαύνειν genau von βάλλειν, gebraucht also ἐλαύνειν nie vom Wurfe, sondern nur vom Stoße oder Schlage im strengsten Sinne des Wortes, vom Angriff ἐκ χειρός, d. h. von solchem Angriffe, bei welchem man die Waffe nicht fahren läßt, wie bei'm Wurfe, sondern festhält. S. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 68 und Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 51-70, besonders p. 64 sq. Ausdrücklich entgegengesetzt werden βάλλειν und ἐλαύνειν einander Odyss. 17, 279 μή τίς σ' ἔκτοσϑε νοήσας ἢ βάλῃ ἢ ἐλάσῃ. Dem gemäß schrieb Aristarch Odyss. 5, 132. 7, 250 ἔλσας, nicht ἐλάσας, wie Zenodot, der die hier erörterte Regel nicht kannte, s. Scholl. Aristonic. Odyss. 5, 132 u. vgl. εἴλω. Iliad. 16, 467 also kann ὁ δὲ Πήδασον ἤλασεν ἵππον nicht Aristarchs Lesart sein; denn das Thier ward durch einen Wurf getroffen. Mit doppeltem accusat. des Zieles Iliad. 5, 80 τὸν Εὐρύπυλος ἔλασ' ὦμον φασγάνῳ ἀίξας; das Ziel und die Wunde bei einander im accusat. Odyss. 21, 219 οὐλήν, τήν ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι; – Odyss. 22, 94 χϑόνα δ' ἤλασε παντὶ μετώπῳ, von einem Fallenden; 5, 313 ἃς ἄρα μιν εἰπόντ' ἔλασεν μέγα κῦμα κατ' ἄκρης; – Odyss. 17, 237 ὁ δὲ μερμήριξεν Ὀδυσσεὺς ἠὲ μεταΐξας ῥοπάλῳ ἐκ ϑυμὸν ἕλοιτο, ἦ πρὸς γῆν ἐλάσειε κάρη ἀμφουδὶς ἀείρας. – Wenn die Waffe als Object im accus. bei ἐλαύνειν steht oder hinzugedacht werden muß, gebraucht Homer ἐλαύνειν auch vom Wurfe, Iliad. 17, 519 προΐει ἔγχος, καὶ βάλεν Ἀρήτοιο κατ' ἀσπίδα – · ἡ δ' οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διαπρὸ δὲ εἴσατο χαλκός, νειαίρῃ δ' ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσεν, verstehe τὸ ἔγχος, und passivisch Iliad. 5, 400 αὐτὰρ ὀιστὸς ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ ἠλήλατο. – Vgl. noch Iliad. 2, 199. 4, 135. 5, 57. 584. 11, 68. 13, 614. – Den Homerischen Unterschied von ἐλαύνειν u. βάλλειν beobachteten die Folgenden keineswegs genau, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 66 sqq.; Pind. O. 10, 85 ἄκοντι ἔλασε σκοπόν; N. 10, 70 ἤλασε Λυγκεὺς ἐν πλευραῖσι χαλκόν; Lucian. ἐλαύνεται εἰς τὸν μηρόν, er wird am Schenkel verwundet; Apoll. Rhod. 2, 785 ἐ. χαμάδις ὀδόντας, herausschlagen; Euripid. Herc. fur. 351 κιϑάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ. – 5) Wie unser treiben von Metallen; ἀσπίδα, einen Schild aus Erz treiben, Il. 12, 296; πτύχας 20, 270; εὐνὴ Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένη χρυσοῠ Mimnerm. bei Ath. XI, 470 b; σίδηρον λεπτῶς ἐληλαμένον Plut. Camill. 31, a. Sp. In dieser Bdtg »geschmiedet« ist vielleicht ἐληλάμενος accentuirt worden, vgl. Buttm. gr. Gr. I p. 444. Uebh. = hinziehen, in einer Richtung, τάφρον, τεῖχος, Il. 9, 349; σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε, stellte sie in einer Linie auf, Od. 14, 11; αὔλακα Hes. O. 441, wie Pind. P. 4, 228; κατὰ χέρσον ἐληλαμέναι περὶ πύργον Aesch. Pers. 852; ἠλακάτην διὰ μέσου ἐληλάσϑαι Plat. Rep. X, 616 e, mehr an die vorige Bdtg erinnernd; öfter Her., τεῖχος, αἱμασιάς, 1, 191. 6, 137; ἀμπελίδος ὄρχον Ar. Ach. 995. – Dah. = hervorbringen, erzeugen; ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ μακρὸς αἰών Pind. N. 3, 71; κολῳόν, erregen, Il. 1, 575; ἐξ ὄσσων εἰς γαῖαν δάκρυ, hervortreiben, Eur. Suppl. 108. – 61 Wie es in 1) scheinbar intrans. steht, so braucht Plat. auch πόῤῥω σοφίας, φιλοσοφίας ἐλαύνειν, weit in der Weisheit vorschreiten, Crat. 410 e Gorg. 486 a; πρόσω τῆς πλεονεξίας Xen. Cyr. 1, 6, 39; ἐγγὺς μανιῶν ἐλαύνει, kommt dem Wahnsinn nahe, Eur. Heracl. 904; ἔξω ἐλ. τοῠ φρονεῖν, wahnsinnig sein, Bacch. 853; ἐς πᾶσαν κακότητα ἐλάσαι Her. 2, 124; vgl. 5, 50; εἰς τοσοῦτον ἤλασε ἐπιμελείας D. L. 4, 67; Plut.; εἰς κόρον τινὸς ἐλαύνειν, es bis zur Uebersättigung in einer Sache treiben, Tyrt. 2, 10.
-
10 συνειμι
I[εἰμί] (fut. συνέσομαι, inf. συνεῖναι)1) быть вместе, находиться в общении, иметь связь, жить(τινί Soph., Eur. и μετά τινος Arph., Plat.)
σ. ἑαυτῷ Xen., Plat. — быть наедине с собой, жить в одиночестве;ἀλλήλοις σ. ἐν τῷ πότῳ Plat. — проводить друг с другом время за вином;ξυνῆν Ξενοφῶντι φιλικῶς Xen. — (Клеандр) завязал с Ксенофонтом дружбу;οἱ συνόντες Plat. — последователи, приверженцы, ученики, Arph., Xen. знакомые, гости Soph., Xen., спутники, товарищи;ὅ χρόνος ξυνὼν μακρός Soph. — продолжительная жизнь;ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ Hom. — быть обреченным на несчастья;πολλοῖς νυκτέροις ὀνείρασιν ξύνειμι Aesch. — много сновидений посещает меня ночью;ξ. σὺν δίκῃ Soph. — быть справедливым;νόσῳ ξ. Soph. — быть пораженным болезнью;κακοῖς πολλοῖς ξυνών Soph. — подавленный многими бедствиями;ξύνεστιν ἐμοὴ ἐλπίς Eur. — у меня есть надежда;ὅτῳ τὸ μέ καλὸν ξύνεστι Soph. — тот, у кого дурные замыслы;εἴ μοι ξυνείη μοῖρα Soph. — если бы мне было суждено;ἡδοναῖς ξ. μεμυγμέναις λύπαις Plat. — испытывать наслаждения, смешанные с печалями2) жить в супружестве Soph.4) быть занятым, заниматься(πράγμασι Arph.; γεωργίᾳ Xen.)
σ. ἵπποις Plat. — ухаживать за лошадьми5) приходить на помощь, помогать(τινί Thuc.)
τίς σοι ξυνέσται χείρ ; Eur. — чья рука поможет тебе?II[εἶμι] (inf. συνιέναι)1) сходиться, встречаться(ἐς χῶρον ἕνα Hom.)
σ. ἐς τέν μάχην Her. — сходиться для боя;ἔριδι ξυνιόντες Hom. — вступившие в спор2) сочетаться, соединяться(εἰς κοινωνίαν Plat.)
τὰ ἐκ κεχωρισμένων συνιόντα Arst. — разъединившиеся было и вновь соединяющиеся элементы;— (о кругообразном) πρὸς αὑτὸν σ. Plat. замыкаться;— (о животных) спариваться Arst.3) собираться, скоплятьсяσυνιόντων τῶν νεφῶν Arst. — когда скапливаются облака4) сгущаться, уплотняться(διὰ τὸ σ. καὴ ψύχεσθαι Arst.)
5) ( о денежных средствах) стекаться, поступать6) приходить в столкновение, сталкиваться -
11 долгота
1. геогр. το μήκοςастрономическая - αστρονομικό -, ουράνιο -2. (продолжи-тельность) η διάρκεια 3. (протяжение чего-л. в длину) το μάκρος, το μήκος, στο μά-κρος/μήκος 4. (звука) (лингв) η μακρότητα (του ήχου/της φωνής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > долгота
-
12 στόλος
A equipment, esp. for warlike purposes, expedition by land or (more frequently) sea, freq. in Hdt.;στόλον.. οὐκέτι κατὰ θάλασσαν στείλαντες ἀλλὰ κατ' ἤπειρον 5.64
; freq. folld. by ἐπί c. acc., ὁ ἐπ' Αἰθίοπας ς. 3.25; ἐπὶ Λιβύην στρατιῆς μέγας ς. 4.145;ἐλέγετο ὁ σ. εἶναι εἰς Πισίδας X.An.3.1.9
; ὁ πρὸς Ἴλιον ς. S.Ph. 247; οὔτε τοῦ πρώτου ς. ib.73;λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον A.Pers. 795
, cf. E. Hec. 1141; τεθριπποβάμων ς. an equipage with four horses, Id.Or. 989 (lyr.).2 generally, journey or (oftener) voyage, ὁ οἴκαδε ς. S.Ph. 499; οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην ς. ib. 490;σ. ποιεῖσθαι X.An.1.3.16
; ; ἰδίῳ ς. in a journey privately undertaken, on one's own account, opp. δημοσίῳ ς., Hdt.5.63, cf. Th.8.9; κοινῷ ς. Hdt.6.39; ἐλευθέρῳ ς. with free course, Pi.P.8.98; πατρῷον στόλον (acc. cogn.) ἑσπόμην by my father's sending, S.Tr. 562.b the purpose or cause of a journey, mission, errand, Id.OC 358; τίνι σ. προσέσχες..; πόθεν πλέων; where Neoptolemus answers ἐξ Ἰλίου.. ναυστολῶ, Id.Ph. 244;ὁ δὲ σ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα Ar.Av.46
: metaph.,τρίτος ἡμῖν σ. ἐστὶ τοῦ λόγου ἐπὶ τὴν τέχνην D.H.Rh.11.9
.c equipment in concrete sense,πραθέντος τοῦ στόλου εἰς βασίλεια IPE12.32A45
(Olbia, iii B.C.); ἱερὸς ς. sacred vestments, Milet.1(7).209 (iii A.D.).3 armament, army, τὸν ἑπτάλογχον ς., of the Seven against Thebes, S.OC 1305, cf. Tr. 226, 496, etc.; seaforce, fleet, Hdt.5.43; σ. χιλιοναύτης, of the expedition against Troy, A.Ag.45 (anap.), cf. 577;ναυβάτῃ στόλῳ S.Ph. 270
; οὐ πολλῷ στόλῳ, i.e. in one ship, ib. 547, cf. 561; νεῶν ς. Th.1.31; σ. ἀγείρειν ib. 9;συναγείρειν Hdt.1.4
;καταλύειν Id.7.16
.β: generally, party, band, troop, freq. in A.Supp., 28 (anap.), 187, al.;παίδων, γυναικῶν, καὶ σ. πρεσβυτίδων Id.Eu. 1027
, cf. 856 (pl.); νοσεῖ δέ μοι πρόπας ς. all the people, S.OT 170 (lyr.); guild,ὁ σ. τῶν σωληνοκεντῶν OGI756.5
(Milet.).4 παγκρατίου ς., periphr. for παγκράτιον, Pi.N.3.17; λόγου ς. a set narrative, Emp.17.26.II appendage, excrescence,σ. ὀμφαλώδης Arist.GA 752b6
; stump of the tail, in animals, Id.PA 658a33; σμικροῦ γ' ἕνεκεν [κέρκου] ἔχουσί τινα στόλον ib. 689b5.2 a ship's prow, Pi.P.2.62; plated with brass, χαλκήρης ς. A.Pers. 408, cf. E.IT 1135 (lyr.), Trag.Adesp.272 (pl.); δώδεκα σ. ναῶν f.l. for δωδεκάστολοι νᾶες, Ps.-E.IA 277 (lyr.); δρυοπαγὴς σ.,= πάσσαλος, S.Fr. 702. -
13 σύνειμι
A sum), [tense] fut. - έσομαι, [dialect] Dor.[tense] fut. (Itanos, iii B.C.): Elean [ per.] 3pl. [tense] pres. opt. συνέαν ib.9 (Olympia, vi B.C.):— to be with, be joined with,ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ Od.7.270
; ξ. ὀνείρασιν to be haunted by dreams, A.Pers. 177; σ. νόσῳ, = νοσεῖν, S.OT 303; κακοῖς πολλοῖς ξυνοῦσα acquainted with.., Id.El. 600; τῷ κόπῳ ξ. Ar.Pl. 321 (lyr.);γνώμαις καὶ μερίμναις Id.Nu. 1404
; [ πράγμασι] to be engaged in business, Id.Ra. 959;ξ. ᾧπερ ἥδεσθον βίῳ Id.Fr. 583
; [ μέρει πολέμου] Th.4.18; τρυφερῷ βίῳ ς. Men.Kith.Fr.1.9; γεωργίᾳ ς. X.Oec.15.12; εὐωχίαις, ἡδοναῖς, δείμασι, Pl.R. 586a, 586b, Lg. 791b; ἀπορίᾳ, εὐδαιμονία, Luc.Sat.11, Bis Acc.3: reversely,ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι S.Ant. 372
(lyr.); ;ἐμοὶ ξύνεστιν ἐλπίς E.Tr. 682
;εἴ μοι ξυνείη.. μοῖρα S.OT 863
(lyr.): abs.,ἆται ἀεὶ ξυνοῦσαι Id.OC 1244
(lyr.);τὰ πάλαι νοσήματα ξυνόντα Id.Aj. 338
;ὁ χρόνος ξυνὼν μακρός Id.OC7
.II have intercourse with, live with,τοῖς φονεῦσι τοῦ πατρός Id.El. 264
, cf. E.Fr.897.7 (anap.), etc.;μετά τινος Ar.Pl. 504
, Pl.Smp. 195b, etc.; σ. ἐμαυτῷ live alone, X.Hier.6.2; φιλικῶς, οἰκείως ξ. τινί, Id.An.6.6.35, HG7.3.5;σ. ἀλλήλοις ἐν τῷ πότῳ Pl.Prt. 347c
: alsoξυνῆμεν.. ἐγώ τε καὶ σύ Ar.V. 236
; οἱ συνόντες τινί, of fellow-travellers, Act.Ap.22.11: abs.,τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν Eup.337
.2 of a woman, live with a husband, = συνοικέω, Hdt.4.9, S.El. 276, 611, etc.; and then, merely, have sexual intercourse, Ar.Ec. 619 (anap.), Arist. Pol. 1262a33, PSI1.64.19 (i B.C.), etc.; of animals, copulate, Arist. HA 540a13.3 attend, associate with, a teacher, X.Mem.1.2.8,24, etc.; also of the teacher, Id.Cyr.3.1.14, Pl.Tht. 151a, etc.; of a fellowpupil,ἐμοὶ συνών ποτε περὶ μαθήματα Gal.16.684
; also of a follower in war,ξ. Βρασίδᾳ Ar.V. 475
(lyr.); οἱ συνόντες followers, partisans, associates, disciples, Antipho 5.68, Pl.Ap. 25e, Tht. 168a, al.; guests, Ar.V. 1300, X.Smp.1.15, etc.; comrades in war, Id.Cyr.8.2.2; Δίκη ξυνοῦσα φωτί attending on, favouring, A.Th. 671, cf. S. OT 275, etc.; accompany, , cf. 26.5 take part in, attend,συνόδοις Rev.Arch.22(1925).62
([place name] Callatis); ὑπογραψάντων πάντων τῶν συνόντων all the members of the σύνοδος, Sammelb.7457.48 (ii B.C.).6 abs., αἴ κα.. μὴ συννῇ ([etym.] συνῇ) γνήσια τέκνα if there are not in addition children of the blood, Leg.Gort.10.41;ὅπου κεφαλαλγία σύνεστι Gal.16.662
.III of heavenly bodies, to be in conjunction, Man.1.78, al., Gal.19.552.------------------------------------A ibo) go or come together, assemble,ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο Il.4.446
;ἐς τὠυτό Hdt.1.62
;ἐς τὸν Ἰσθμόν Th.2.10
, cf. SIG 835A4 (Delph., ii A.D.);συνιόντος ὄχλου πολλοῦ Ev.Luc. 8.4
.2 in hostile sense, meet in battle, Il.14.393, Hes.Th. 686;ἐς μέσον.. συνίτην μεμαῶτε μάχεσθαι Il.6.120
;ἔριδι ξυνιόντες 20.66
, Hes.Th. 705;ἔριδος πέρι θυμοβόροιο Il.16.476
;σ. ἐς τὴν μάχην Hdt.1.80
; of states, engage in war, Th.2.8.3 in peaceable sense, come together, meet to consult or deliberate, ib.15, Lycurg. 126, etc.;σ. περὶ νόμων θέσεως Arist.Pol. 1298a17
; of a conspirator,σ. τοῖς φυγάσιν ἐπὶ καταλύσει τοῦ δήμου Din.1.94
, cf. D.24.144; also of festive meetings,συνόδους συνιέναι Pl.Smp. 197d
.b of the council,σύλλογον ὃν εἶπες συνιέναι Id.Lg. 962c
.II of things, gather,σ. ἀήρ Pl.Ti. 49c
;τὸ ὑγρόν Thphr.CP2.19.3
; of clouds, Arist.Mete. 364b33; opp. χωρίζεσθαι, Id.GC 327b28; σ. πρὸς αὑτήν recur, Pl.Ti. 58a, cf. 76a.2 of money, come together, come in, of revenue, Hdt.1.64, 4.1.4 of stars, come into conjunction, Man.2.423, al.; of the moon, συνιούσης, opp. αὐξομένης, Lyd.Mens.3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνειμι
См. также в других словарях:
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek
μάκρος — ους και ου, το (AM μάκρος) η μακρότητα, το μήκος, η έκταση ενός αντικειμένου στην οριζόντια διάστασή του («το μάκρος τού δρόμου») νεοελλ. 1. η επιμήκυνση, το μάκρεμα 2. χρονική παράταση, μεγάλη διάρκεια 3. απομάκρυνση («μη μπορώντας να βαστά το… … Dictionary of Greek
ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… … Dictionary of Greek
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek