-
1 προσδοκίαν
προσδοκίᾱν, προσδοκίαlooking for: fem acc sg (attic doric aeolic) -
2 προσδοκία
προσδοκ-ία, ἡ,A looking for, expectation, whether in hope or fear, but more commonly fear,1 c. gen., μέλλοντος κακοῦ, δεινῶν, Pl.La. 198b, Ti. 70c;π. τοῦ μέλλοντος Arist.PA 669a21
;τὸν φόβον ὁρίζονται π. κακοῦ Id.EN 1115a9
: in good sense,π. ἀγαθῶν ἐμβάλλειν X.Cyr.1.6.19
(pl.); τῆς ἀσφαλείας ἔχειν π. D.18.281;π. μεγάλην ἔχειν ὡς εὖ ἐροῦντος ἐμοῦ Pl.Smp. 194a
; τὰς τῶν ἔργων προσδοκίας ἀπαιτεῖν τινα, i.e. the fulfilment of the expectations raised, Aeschin.2.178.2 abs.,τῶν ὑποκειμένων π. καὶ τῶν ἐλπίδων D.19.24
; αἱ ἔσχαται π. D.S.20.78.3 folld. by a conjunction, προσδοκία οὐδεμία (sc. ἦν)μὴ ἐπιπλεύσειαν Th.2.93
;π. οὔσης μή τι νεωτερίσωσιν Id.5.14
;προσδοκίαν παρέχειν ὡς.. Id.7.12
;π. ἐμποιεῖν ὡς.. Isoc.8.6
.4 with Preps., πρὸς προσδοκίαν according to expectation, Th.6.63; κατὰ τὴν π. Pl.Sph. 264b; opp. παρὰ προσδοκίαν, which is used of a kind of joke freq. in Com., e.g. ἔχειν ὑπὸ ποσσὶ—χίμεθλα (where πέδιλα was expected), Demetr.Eloc. 152, Hermog.Meth.34, Tib. Fig.16: generally,τὸ παρὰ π. ἐξαπίναιον Phld.Herc.1251.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδοκία
-
3 κερδαινω
(fut. κερδᾰνῶ - ион. κερδανέω, поздн. κερδήσω, aor. 1 ἐκέρδηνα и ἐκέρδᾱνα, pf. κεκέρδηκα и κεκέρδαγκα; ион. fut. med. κερδήσομαι)1) (тж. κ. κέρδος Soph., Plat. или τὰ κερδαντά Diog.L.) извлекать пользу, получать выгоду(τινός Plat., ἀπό τινος Xen., Arst., ἔκ τινος Soph. и παρά τινος Lys.)
Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι Her. — мы добьемся (этим) спасения Мегар2) приобретать, получать(τι πρός τινος Soph.; τὸν κόσμον NT.)
χρηστὰ κ. ἔπη Soph. — заслужить похвалу;τῇ ἀσφαλείᾳ κ. Eur. — достичь безопасности3) извлекать прибыль, наживать, зарабатывать(μέγιστα ἐκ φορτίων Her.; ἄλλα δὺο τάλαντα NT.)
κακὰ κ. Hes. — нечестно наживаться4) получать в удел(τὸν πολὺ χείρω βίον Xen.; διπλᾶ δάκρυα Eur.)
5) освобождаться (от чего-л), уметь избегнуть(ἐνόχλησιν Diog.L.; ὕβριν καὴ ζημίαν NT.; θανάτου προσδοκίαν Anth.)
-
4 προσδοκια
ἥ ожидание, предположение, предвидение, предчувствие(ἀγαθῶν Xen.; μέλλοντος κακοῦ Plat.)
προσδοκίας οὔσης μή τι καὴ οἱ ὑπομένοντες νεωτερίσωσιν Thuc. — так как (у лакедемонян) было опасение, как бы остающиеся (в стране) не устроили переворот;ἐξελέσθαι τινὰ πάσης τῆς προσδοκίας NT. — избавить кого-л. от всего, чего он боялся -
5 προσδοκία
η ожидание, надежда;δικαιώνω τίς προσδοκίες — оправдывать надежды;
παρά πασαν προσδοκίαν — сверх всякого ожидания; — паче чаяния (уст.)
-
6 υπερβαίνω
(αόρ. υπερέβην) μετ.1) превосходить; превышать;υπερβαίνω πασαν προσδοκίαν — превосходить все ожидания;
υπερβαίνω την δικαιοδοσίαν μου — превышать полномочия;
τον υπερβαίνω εις επιτηδειότητα — я более ловок, чем он;
τό εργον αυτό υπερβαίνει τάς δυνάμεις μου — это дело мне не по силам;
2) выходить за рамки, за пределы;υπερβαίνω τα όρια της νομιμότητας — выходить за рамки закона, преступать закон;
η αναίδεια του υπερβαίνει τα όρια — его наглость переходит все границы, его наглости нет предела;
υπερβαίνω τα εξήντα — мне перевалило за шестьдесят;
3) преодолеть, перебороть, побороть;υπερβαίνω τα εμπόδια (τίς δυσκολίες) — преодолеть препятствия (трудности);
4) быть больше, превышать;υπερβαίνω τούς χίλιους... — превышать тысячу...
-
7 προσδοκία
-ας + ἡ N 1 1-0-1-1-6=9 Gn 49,10; Is 66,9; Ps 118(119),116; 2 Mc 3,21; 3 Mc 5,41expectation Ps 118(119),116; expectation in fear, anxiety 2 Mc 3,21*Gn 49,10 προσδοκία expectation (in hope or in fear)-⋄קוה for MT יקהת ⋄יקה obedience; *Is 66,9προσδοκίαν expect-ation-⋄ברשׂ for MT בירשׁא ⋄ברשׁ I cause to travail, I open the wombCf. HARL 1992a=1993 186 (Gn 49,10); MONSENGWO PASINYA 1980 365 (Gn 49,10); WEVERS 1993 826 (Gn 49,10); →NIDNTT; TWNT -
8 βρύτινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρύτινος
-
9 δάκνω
Aδήξομαι Hp.Nat.Mul.16
, Mul.1.18 (v.l. δάξεται): [tense] pf.δέδηχα Babr. 77
: [tense] aor. 1 ἔδηξα late, Luc.Asin.9: [tense] aor. 2 (the only tense in Hom.)ἔδᾰκον Batr.181
, Tyrt.10.32, etc., [dialect] Ep.δάκε Il.5.493
, redupl.δέδακε AP12.15
(Strat.): [dialect] Ep. inf.δακέειν Il.17.572
: —[voice] Pass.,δάκνομαι Thgn.910
: [tense] fut.δηχθήσομαι E. Alc. 1100
: [tense] aor. , Ar. Ach.18, etc.; laterἐδάκην Aret.SD2.2
: [tense] pf.δέδηγμαι Ar.Ach. 1
, etc.; [dialect] Dor.δεδαγμένος Pi.P.8.87
, Call.Epigr.50 codd.:—bite, of dogs,δακέειν μὲν ἀπετρωπῶντο λεόντων Il.18.585
; of a gnat,ἰσχανάᾳ δακέειν 17.572
; στόμιον δ. champ the bit, A.Pr. 1009; χεῖλος ὀδοῦσι δακών, as a mark of stern determination, Tyrt.l.c.: abs.,δακὼν ἀνάσχου Men. Sam. 141
; δ. στόμα bite one's tongue, so as to refrain from speaking,πρὸ τῶν τοιούτων χρὴ λόγων δ. στόμα A.Fr. 397
, cf. S.Tr. 976; δ. ἑαυτόν to bite one's lips for fear of laughing, Ar.Ra.43; so (by a joke παρὰ προσδοκίαν)δ. θυμόν Id.Nu. 1369
;δ. χόλον A.R.3.1170
.II metaph. of pungent smoke and dust, sting, Ar.Ach.18, Lys. 298, Pl. 822; δ. ὄμματα, of dry winds, Hp.Aph.3.17.III of the mind, bite, sting,δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μῦθος Il.5.493
, cf. Hes.Th. 567;ἔδακε λύπη Hdt.7.16
.a';συμφορὰ δ. A.Pers. 846
; λόφοι δὲ κώδωντ' οὐ δάκνουσ' ἄνευ δορός have no sting, Id.Th. 399;σαίνουσα δάκνεις S.Fr. 885
;τὸ δάκνον τῆς συμβουλῆς Jul.Or.7.207d
; of love, :—freq. in [voice] Pass.,δηχθεῖσα κέντροις.. ἠράσθη E.Hipp. 1303
;ἔρωτι δεδαγμένος Call.
l.c.; of vexation,δάκνομαι ψυχήν Thgn.910
; συμφορᾷ δεδαγμένοι Pi.l.c.;δέδηγμαι καρδίαν Ar.Ach.1
;ὑπὸ τῆς δαπάνης Id.Nu.12
; πρός τι, ἐπί τινι, at a thing, S.Ph. 378, X.Cyr.4.3.3;ὑπὸ τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ λόγων Pl.Smp. 218a
: c.part.,ἐδήχθη ἀκούσας X.Cyr.1.4.13
. (Cf.Skt. dáśati 'bite', Goth. tahjan 'tear'.) -
10 δίκροος
δί-κροος, α, ον, [var] contr. [full] δίκρους, α, ουν; or [full] δικρόος, [var] contr. [full] δικροῦς, ᾶ, οῦν; also written [full] δίκρος, α, ον:—A forked, cloven, , cf. X.Cyn.10.7;ξύλον Timocl.9.6
; , etc.; of a serpent's tongue, Id.PA 660b6, al.; of the womb, in selachians, Id.HA 511a6; of muscles and tendons, Gal.2.369;δίκρα ῥίζα Thphr. HP9.11.3
; δικροῖς ἐώθουν τὴν θεὸν—κεκράγμασιν ( παρὰ προσδοκίαν for ξύλοις) Ar. Pax 637; δίκρουν or δικροῦν, τό, bifurcation, Hp.Coac. 225, cf. Pl.Ti. 78b; also δικρόα, ἡ, X.Cyn.9.19, Thphr.HP2.6.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίκροος
-
11 καθίημι
A (lyr.): [tense] aor. 1 καθῆκα, [dialect] Ep.καθέηκα Il.24.642
: [ per.] 2 dual [tense] aor. 2 : [tense] pf.καθεῖκα Lysipp.1
, D.29.46: (v. ἵημι):—let fall, drop, send down, κὰδ δὲ [ κεραυνὸν]..ἧκε Χαμᾶζε Il.8.134
; ; οἶνον λαυκανίης καθέηκα I have sent the wine down my throat, 24.642; καθίετε ἵππους ἐν δίνῃσι sink them in the stream, as an offering to the river-god, 21.132; [ ἱστία] ἐς νῆας κάθεμεν we let them down, lowered them, Od.9.72;λαῖφος καθήσειν A.Eu.
l.c.; σχοίνῳ σπυρίδα κ. let it down by a cord, Hdt.5.16; σῶμα πύργων κ. E.Tr. 1011; κοντὸν ἐς [ τὴν λίμνην] κ. Hdt.4.195;ἐμαυτὸν εἰς ἅλα E.Hel. 1614
; ὅπλα εἰς ἅλἀ ib. 1375; (so metaph.τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε D.29.46
); ;νάρθηκ' ἐς πέδον Id.Ba. 706
; κ. σπονδάς pour them, Id.IA60; τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, of putting lots into a helmet or urn, S.Aj. 1285;ἄγκυραν Hdt. 7.36
; ; κατιεμένην καταπειρητηρίην, of a sounding-line, Hdt.2.28: abs., καθιέναι reach by sounding, sound,οὐδεὶς καθεὶς ἐδυνήθη πέρας εὑρεῖν Arist.Mete. 351a13
: Medic., [ αὐλίσκον] pass a catheter, Ruf.Ren.Ves.7.11; οἵαν πρόφασιν καθῆκε ( παρὰ προσδοκίαν for οἷον ἄγκιστρον) Ar.V. 174; λόγους συμβατηρίους κ. make offers of peace, D.C.41.47; κ. πεῖραν make an attempt, Ael. VH2.13, NA1.57; εἰς ὤμους κ. κόμας let one's hair flow loose, E. Ba. 695, cf. IT52; κ. πώγωνα let one's beard grow long, Ar.Ec. 100, cf. Th. 841, Arr.Epict.2.23.21 ([voice] Pass.,τὰς τρίχας καθειμέναι Crates Com.27
;πώγωνα καθειμένος Plu.Phoc.10
;τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο Ael.VH11.10
); [ αἱ ὄϊες]μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν Arist.HA 596a24
([voice] Pass., of a mare's udder, Hdt.4.2); also τείχη καθεῖναι ἐς θάλασσαν carry them down to the sea, Th.5.52 ([voice] Pass.,καθεῖτο τείχη 4.103
); καθῆκε τὰ σκέλη let down his legs, of one who had been lying, Pl.Phd. 61c; κατ' ἀμφοῖν ἄμφω (sc. τὰ σκέλη) καθέντος, of a wrestler, Gal.6.143; κ. δόρατα let down one's pike, bring it to the rest, X.An.6.5.25; κ. τὰς κώπας let down the oars, so as to stop the ship's way, Th.2.91; rarely of striking, ; ; κ. πρὸς γαῖαν γόνυ to kneel down, Id.Hec. 561; ; κ. τινὰ ἐς ὕπνον let him fall asleep, Id.HF 1006;εἰς κίνδυνον ἐμαυτόν D.H.5.27
; [ πώλους]ἐς λειμώνων Χλόην E.IA 423
; of a general, κ. στρατόπεδα εἰς.. let them march into.., Plb.3.70.11;εἰς τὸ πεδίον τὴν δύναμιν Id.3.92.7
; κ. ἐπί τινας τόπους ἐνέδρας lay an ambush, Id.4.63.9:—[voice] Pass., stretch down seawards,ὄρεα μέχρι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένα Pl. Criti. 118a
;ἕως γῆς τοῦ πρηστῆρος καθιεμένου Epicur.Ep.2p.47U.
, cf. p.51 U.; τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς low tone of voice, Hdn.5.2.3.2 send down into the arena, enter for racing, ἅρματα, ζεύγη, Th.6.16, Isoc.16.34; of plays, produce, Eratosth. ap. Sch.Ar.Nu. 552 ([voice] Pass.);διδασκαλίαν Plu.Cim.8
; so ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι.. γνώμας καθεῖναι (Com. for προθεῖναι) Ar.Ec. 397; κατὰ τὴν ἀγορὰν λογοποιοὺς κ. D.24.15: freq. in later Greek in a general sense, set in motion, employ, Luc.DMeretr.7.4;κ. ἔς τινας ὑποψίας Philostr.VA6.38
; φίλους καὶ ῥήτορας κ. employ them, Plu.Per.7, cf. Philostr.VA4.42:—[voice] Pass., to be put in motion, .II intr., swoop down like a wind,λαμπρὸς καὶ μέγας καθιείς Ar.Eq. 430
; of rivers, run down,ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου Pl.Phd. 112e
; κ. εἰς γόνυ sink on the knee, Plu.Ant.45; κ. εἰς ἀγῶνα, Lat. descendere in arenam, Id.2.616d, Luc.Alex.6; κ. ἐς Ῥόδον arrive there, v.l. for κατῆγεν, Polyaen.5.17.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίημι
-
12 κουρεύς
A barber, hair-cutter, Pl.R. 373c, Philyll.14, PMagd.15.1 (iii B. C.), Luc.Ind.29; ὁ κ. τὰς μαχαιρίδας λαβὼν ὑπὸ τῆς ὑπήνης κατακερεῖ—τὴν εἰσφοράν ( παρὰ προσδοκίαν for τὸ γένειον) Eup.278; as a purveyor of gossip, Plu.2.177a, 509a.II a bird, said to chirp with a sound as of clipping, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρεύς
-
13 πρότερος
A [comp] Comp. [full] πρότερος, α, ον,I of Place, before, in front, π. πόδες the fore-feet, Od.19.228; π. ἵπποι horses in front, B.5.43:— but mostly,II of Time, former, earlier,ἄνδρες Il.21.405
;ἄνθρωποι 5.637
, 23.332; οἱ π. men of former times, 4.308 (rarely without Art., A.Ag. 1338 (anap.), etc.);οὗτος δὲ προτέρης γενεῆς π. τ' ἀνθρώπων Il.23.790
: also, older, opp. ὁπλότερος, 2.707, etc.; γενεῇ π. 15.182; but παῖδες π. children by the first or a former marriage, Od.15.22;παῖδες ἐκ τῆς π. γυναικός Hdt.7.2
; τῇ προτέρῃ (sc. ἡμέρᾳ) on the day before, Od.16.50; ἠοῖ τῇ π. Il.13.794 (in Prose more freq. τῇ προτεραίᾳ, cf. προτεραῖος); τοῦ π. ἐνιαυτοῦ the year before, IG12.352.11; τοῖς π. Παναθηναίοις the preceding P., ib.57.8; τὰ π. what has preceded, Plot.3.2.8:—freq. used predicatively, sts. where we should expect the Adv. (which is never used by Hom.),ὅ με π. κάκ' ἔοργε Il.
3.351, cf. 16.569, Hes.Op. 708, etc.;σπονδὰς οὐ λύσετε πρότεροι Th.1.123
; οἱ π. ἐπιόντες ibid.;τοῖς π. μετὰ Κύρου ἀναβᾶσι X.An.1.4.12
, cf. IG22.1.7;εἰ μὴ π. ἑωράκη αὐτὸν ἢ ἐκεῖνος ἐμέ Pl.R. 336d
, cf. 432c, etc.;ὅτι εἴη π. ὑπὸ ἐκείνων ἠδικημένος
PCair.Zēn.288.9
(iii B.C.).2 as regular [comp] Comp., c. gen.,ἐμέο πρότερος Il.10.124
;π. τούτων Hdt.1.168
, cf. Pl.Phd. 86b, Hp.Ma. 282d;τὰς γυναῖκας μὴ ἀπιέναι προτέρας τῶν ἀνδρῶν IG12(5).593.19
(Iulis, v B.C.); τῇ π. ἡμέρᾳ τῆς τροπῆς the day before.., Arist.Pol. 1316a16;προτέρᾳ εἰδυῶν Ὀκτωμβρίων IG7.2225.14
(Thisbe, Senatus Consultum, ii B.C.); τῷ π. ἔτει Παναθηναίων τῶν μεγάλων ib.22.212.27;τῷ π. ἔτει τῆς ἥττης Plb.2.43.6
: folld. by ἤ, τῷ προτέρῳ ἔτεϊ ἢ τὸν κρητῆρα [ἐληΐσαντο] Hdt.3.47.III of Rank, Worth, and generally of Precedence, superior, τῷ γένει, τῇ δυνάμει, Is.1.17, D.3.15; π. τινὸς πρός τι superior to him in.., Pl.La. 183b; π. τι ἄγειν, π. ποιήσασθαι τὰ σὰ πράγματα, Lib.Or.58.36,52.1.IV after Hom., neut. πρότερον freq. as Adv., before, earlier, Pi.O.13.31, Hdt.4.45, IG12.374.265, etc.; ὀλίγον π. Pl.Prt. 317e: c. gen.,π. φήμης A.Th. 866
(anap.);ὀλίγῳ τι π. τούτων Hdt.8.95
; πολλοῖσι ἔτεσι π. τούτων ib.96;ἐνιαυτῷ π. τῆς ἁλώσεως D.9.60
; also πρὸ τῶν Περσικῶν δέκα ἔτεσι π. Pl.Lg. 642d, cf. Criti. 112a; τούτου π. Paus.1.1.2: most freq. folld. byἤ, π. ἢ κατὰ τὴν προσδοκίαν Pl.Sph. 264b
; alsoμὴ π. ἀπαναστῆναι ἢ ἐξέλωσι Hdt.9.87
, cf. 7.54, Antipho 2.1.2, Th.7.63, etc.: with inf.,π. ἢ βασιλεῦσαι Hdt.7.2
, cf. Th.1.69, etc.: folld. by πρίν, Hdt.1.82; by πρὶν ἄν, ib. 140; by πρὶν ἤ with vb. in Indic., Id.6.45, 8.8, or Subj., 7.8.β (v.l. πρὶν ἂν ἢ), 9.93; alsoοὐ π. εἰ μὴ.. Plu.Lys.10
, etc.; οὐ π. ἕως.. , or ἕως ἂν.., Lys.12.71, Ath.14.640c;μὴ π., ἀλλ' ὅταν.. Plb.9.13.3
: also used with the Art., τὸ π. Pl.R. 522a, X.An.4.4.14, etc. ( τὸ π., also, for the first time, Ep. Gal.4.13): c. gen.,τὸ π. τῶν ἀνδρῶν τούτων Hdt.2.144
: the Adv. is freq. put between Art. and Subst.,ὁ π. βασιλεύς Id.1.84
;τὰ π. ἀδικήματα Id.6.87
;αἱ π. ἁμαρτίαι Ar.Eq. 1355
, etc.I as Adj.,1 of Place, foremost,πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα Od.18.379
; ἐν πρώτοις, μετὰ πρώτοισι alone, Il.19.424, 11.64; πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ, 15.340, 17.380; τῆς πρώτης τάττειν (sc. τάξεως) Isoc. 12.180, cf. Lys.16.15, etc.; ἐν π. ῥυμῷ at the front or end of the pole, Il.6.40, 16.371; πρώτῃσι θύρῃσιν at the outermost doors, 22.66; π. ξύλον the front bench, Ar.Ach.25, Poll.4.121, etc.; οἱ π. πόδες, like πρόσθιοι, Id.1.193.2 of Time, στάντα πρὸς π. ἕω looking towards first dawn, S.OC 477;περὶ π. νύκτα Poll.1.70
.3 of Order, serving as ordinal to εἷς, ἄεθλα θῆκε.. τῷ πρώτῳ· ἀτὰρ αὖ τῷ δευτέρῳ.., αὐτὰρ τῷ τριτάτῳ.., κτλ., Il.23.265, cf. 6.179; opp. ὕστατος, 2.281, 5.703, etc.; opp. τελευταῖος, A.Ag. 314; opp. τανύστατος, Od. 9.449;πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων Hdt.2.2
;τὰ π. τῶν ὀνομάτων Pl.Cra. 421d
;τῇ π. τῶν ἡμερέων Hdt.7.168
, etc.;π. ἄξων IG12.115.10
; ἐπὶ τοῦ π. [ἱερείου] first-offered, X.An.4.3.9; ἐν τοῖς π. λόγοις in the earlier books, Arist.Ph. 263a11, al.; ἐν πρώτοις among the first, Is.7.40; hence, above all, especially, Hdt.8.69, Pl.R. 522c; in [dialect] Att., ἐν τοῖς πρῶτοι (v. ὁ, ἡ, τό A.
VIII. 6):—freq. used predicatively of being the first to do something,Νέστωρ πρῶτος κτύπον ἄϊε Il.10.532
;πρῶτος ἀνατέλλει Eratosth.Cal.42
;εἴθε π. σοι ἐνέτυχον Luc.Tyr.21
.b Philos., first in order of existence, primary,αἱ π. οὐσίαι Arist.Cat. 2b26
, cf. Metaph. 1032b2; π. ὕλη, π. φιλοσοφία, ib. 1015a7, 1061b19; primitive, simple, οἰκία π., ἡ π. πόλις, Id.Pol. 1252b10, 1291a17; ἡ π. κοινωνία ib. 1257a19; ἡ π. ὀλιγαρχία ib. 1293a14; ὁ π. συλλογισμός normal, typical, Id.Rh. 1357a17; τὰ π. σώματα, μόρια,= τὰ ὁμοιομερῆ, Gal.5.673,674; πρῶτα κατὰ φύσιν, e.g. health, perception, Stoic.3.34; τὰ π. πάθη ib.92; αἱ π. ἀρεταί ib.64.c Math., πρῶτοι ἀριθμοί prime numbers, Euc.7 Def.11,12; but also, first numbers (= 1 to 100,000,000) in the notation of Archim., Aren.3.2.d πρῶτος is sts. used where we should expectπρότερος, Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Il.13.502
, cf. 18.92: in late Greek folld. by gen.,πρῶτός μου ἦν Ev.Jo.1.15
,30, cf. 15.18;οἱ πρῶτοί μου ταῦτα ἀνιχνεύσαντες Ael.NA 8.12
;πρώτη εὕρηται ἡ περὶ τοὺς πόδας κίνησις τῆς διὰ τῶν χειρῶν Ath. 14.630c
; , 4.404; ἀλόχου πρῶτος before his wife, IG12(5).590.5 (vi (?) A.D.).4 of Rank or Dignity, μετὰ πρώτοισιν among the first men of the state, Od.6.60, etc.;νομίσαντες πρῶτοι ἂν εἶναι Th.6.28
; διαβάλλειν τοὺς π. X.An.2.6.26, cf. Arist.Pol. 1266a18;αἱ π. πόλεις Th. 2.8
;ὁ π. ἄρχων IG12(3).481.10
([place name] Thera), CIG 2837 ([place name] Aphrodisias); ὁ π. τῆς πόλεως, as a title, IG12(5).292.2 ([place name] Paros);ὁ π. τῆς νήσου Act.Ap.28.7
; τῶν π. φίλων, title at the Ptolemaic court, PTeb.31.15 (ii B.C.), etc.; τῶν π., as military title, PHib.1.110.72 (iii B.C.), PPetr.3p.23 (iii B.C.), PTeb. 815 Fr.4.23,al.(iii B.C.): c. gen.,ἐν πρώτοισι Μυκηναίων Il.15.643
;οἱ π. στρατοῦ S.Ph. 1305
, cf. E.Hec. 304, etc.: c. dat. modi, ἀρετῇ π., οἱ π. καὶ χρήμασι καὶ γένει, πλούτῳ π. τῶν Ἑλλήνων, etc., S.Ph. 1425, Th.3.65, Isoc.16.31, etc.;π. ἐν συμφοραῖς βίου S.OT33
.II as Subst. in neut. pl. πρῶτα, τά,1 (sc. ἆθλα), first prize,τὰ π. λαβών Il.23.275
;τὰ π. δόρει κρατύνων S.OC 1313
;ἔχειν πρῶτα κυναγεσίας AP6.118
(Antip.);τὰ π. φέρεσθαι D.C.42.57
, etc.2 first part, beginning, τῆς Ἰλιάδος τὰ π. Pl.R. 392e; ἐν τοῖς π. Id.Smp. 221d;τὸ π. τοῦ ᾄσματος Id.Prt. 343c
.3 first, highest, in degree, τὰ π. τᾶς λιμῶ ([dialect] Dor. ) the extremities of famine, Ar.Ach. 743 (nisi leg. ἄπρατα); ἐχέτωσαν τὰ π. τῆς εὐδαιμονίας Luc.Cont.10
;ἐς τὰ π. τιμᾶσθαι Th.3.39
, cf. 56; φρενῶν ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ π. οὔκω ἀνήκω I have not yet come to the highest development of my judgment, Hdt.7.13, cf. D.C.38.22; of persons, ἐὼν τῶν Ἐρετριέων τὰ π. Hdt. 6.100; Λάμπων.. Αἰγινητέων < ἐὼν> τὰ π. Id.9.78, cf. E.Med. 917; ἐστὶν τὰ π. τῆς ἐκεῖ μοχθηρίας (of a person) Ar.Ra. 421.4 Philos., primary things, elements, Emp.38.1, Arist.GC 335a29;τὰ π. αἴτια Id.Mete. 338a20
; alsoτὸ π. ἐνυπάρχον ἑκάστῳ Id.Ph. 193a10
.5 in Logic, the first undemonstrable propositions, on which all future conclusions rest, Id.Top. 100b18;τὰ π. ἀναπόδεικτα Id.APo. 71b26
.III in Adverbial phrases,1 τὴν πρώτην (sc. ὥραν, ὁδόν) first, for the present, just now, Hdt.3.134, Ar. Th. 662, D.3.2, Arist.Metaph. 1038a35, etc.;τὴν πρώτην εἶναι Hdt.1.153
.2 with Preps., ἀπὸ πρώτης (sc. ἀρχῆς) Antipho 5.56, Th.1.77;ἀπὸ τῆς π. εὐθύς Luc.Hist.Conscr.1
; ἐκ π. Babr.45.14;κατὰ πρώτας Pl.Plt. 292b
, D.C.52.19;κατὰ τὴν π. εὐθύς Id.62.3
; παρὰ τὴν π. the first time, opp. ἐπὶ τῆς δευτέρας, Philostr.VA 1.22.3 freq. as Adv. in neut. sg. and pl., πρῶτον, πρῶτα,a first, in the first place, πρῶτόν τε καὶ ὕστατον (vulg. ὕστερον) Hes.Th. 34;π. μὲν.., δεύτερον αὖ.., τὸ τρίτον αὖ.. Il.6.179
; τί π. τοι ἔπειτα, τί δ' ὑστάτιον καταλέξω; Od.9.14;Κύπριδα μὲν πρῶτα.., αὐτὰρ ἔπειτ'.. Il.5.458
;οὐρῆας μὲν π. ἐπῴχετο.., αὐτὰρ ἔπειτα.. 1.50
;π. μὲν.., ἔπειτα δὲ.. S.OC 632
, X.Cyr.2.1.2,23, An.5.6.7-8, Hier.11.8, etc.;π. μὲν.., ἔπειτα.. Pl.Phd. 89a
, etc.;π. μὲν.., ἔπειτα δεύτερον.., τρίτον δὲ.. Aeschin.1.7
;π. μὲν.., εἶτα.. Pl.Phlb. 15b
;π. μὲν.., εἶτα δὲ.. X. An.1.2.16
;π. μὲν.., εἶτα.., ἔτι δὲ.. Id.Mem.1.2.1
;π. μὲν..,.. δὲ αὖ.. Pl.Lg. 935a
;π. μὲν.., ἔτι δὲ.. Lys.4.10
, etc.;π. μὲν.., ἔτι τοίνυν.. D.44.57
; freq. answered only by δέ, Id.9.48, etc.; sts. the answering clause must be supplied, A.Ag. 810, D.7.7, etc.: alsoπρῶτον μὲν.. δεύτερον μήν.. Pl.Phlb. 66a
: alsoπρῶτα μὲν.., ἔπειτα.. S.Tr. 616
, Ar.Pl. 728;πρῶτα μὲν.., ἔπειτα.., εἶτα.. E.Med. 548
;πρῶτα μὲν..,.. δὲ.. A.Pr. 447
; πρῶτα μὲν.., ἔπειτα δὲ.. X HG7.1.7, cf. S. Ph. 919; ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω since my first meeting is with you, Od. 13.228, cf. 7.53, Il.8.274: also τὸ πρῶτον, first, in the first place, at the beginning,ὡς τὸ π. ὑπέστην καὶ κατένευσα 4.267
;οὕνεκά σ' οὐ τὸ π., ἐπεὶ ἴδον, ὧδ' ἀγάπησα Od.23.214
. cf. Il.3.443, 6.345, Pi.P.9.41, N.3.49; τὸ μὲν οὖν π. Pl.Prt. 333d, etc.; τὸ π..., μετὰ ταῦτα..D 1.12: also τὰ π., Il.1.6, Od.1.257, etc.;πόντῳ μὲν τὰ π..., αὐτὰρ ἔπειτα.. Il.4.424
;τὰ π. μὲν.., ὡς δὲ.. A.Pers. 412
;τὰ π..., τέλος δὲ.. S.Fr.149.5
, cf. 966.b too early, before the time, ἦ τ' ἄρα καὶ σοὶ πρῶτα (v.l. for πρωΐ)παραστήσεσθαι ἔμελλε Μοῖρ' ὀλοή Od.24.28
.c = πρότερον, before,ἢν.. πρῶτον ἀπόλωμαι κακῶς Ar.Ec. 1079
;π. οὐδ' ὑφ' ἑνὸς.. κρατηθέντες X.HG5.4.1
; θάλασσα π. ἦν ἢ γενέσθαι γῆν v.l. in Heraclit.31;λόγῳ π. ἢ τοῖς ἔργοις Arist.Rh.Al. 1420b28
;οὐ π. αὐτὴν ἀπέκτειναν πρὶν ἢ ἀπεκύησεν Ael.VH5.18
;π. συμμελετᾶν ἢ μελετᾶν μαθέτω AP12.206
(Strat.).d first, for the first time,οὐ.. νῦν πρῶτα ποδώκεος ἄντ' Ἀχιλῆος στήσομαι Il.20.89
;οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ καὶ πάλαι S.Ph. 966
;ἐνταῦθα πρῶτον ἔφαγον X.An.2.3.16
.e πρῶτον, πρῶτα are used after the relat. Pron. and after relat.Advbs., like Engl. once (= at all),οὐδ' ἐνοσίχθων λήθετ' ἀπειλάων, τὰς.. Ὀδυσῆϊ π. ἐπηπείλησε Od.13.127
, cf. 3.320, 10.328, 13.133, Il. 1.319, 19.136; μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν.. ἐπὴν τὰ π. γένηται when once he is born, 6.489, cf. Od.3.183, 4.13, 414;οὔτε.. Λυκίους ἐδύναντο τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ τὰ π. πέλασθεν Il.12.420
, cf. Od.11.106, 221; also ἐπεὶ τὸ (or τὰ) π. now that.., ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ π. ἀνέκραγον, οὐκ ἐπικεύσω now that I have spoken up, 14.467;τὸ μὲν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπε Il.1.235
, cf. 276, 19.9: c. part., τῷ ῥ' Αἴας τὸ π. ἐφεζόμενος μέγ' ἀάσθη (the rock) on which once seatedA blasphemed, Od.4.509: the sense as soon as is never necessary in Hom., but is possible in Od.4.414, 19.355; δινέμεν εὖτ' ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ὠαρίωνος when once (or perh., as soon as), Hes.Op. 598; ὅπως τις πρῶτα γένοιτο πάντας ἀποκρύπτεσκε as soon as each was born, Id.Th. 156; ὡς τὸ π. X.An.7.8.14;τότ' εὐθὺς.., ὅτε πρῶτον εἶδον D.18.141
; αὖθίς με ἀνερέσθαι ὅταν ἐντύχῃς πρῶτον the first time you meet me, Pl.Ly. 211b;ἐὰν μάθω γε πρῶτον.. τί λέγεις Id.R. 338c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρότερος
-
14 σαπρός
A rotten, putrid, Hippon.23, Hp.Oss.13; of the lungs, diseased, Id.Morb.1.13; of bone, carious, Id.Fract.33; of wood, etc., rotten, ;βύρσα Id.V.38
; πινακίσκος, φορμός, σχοινίον, Id.Pl. 813, 542, V. 1343;ἱμάς Men.109.4
; τοῦ διατειχίσματος ἀνελόντι τὰ ς. IG22.1672.24; of a house, σ. καὶ ῥέουσα καὶ καταπίπτουσα Telesp.27 H.;ἐλαῖαι Thphr.HP4.14.10
: prov.,σαπροῦ πείσματος ἀντιλαβέσθαι Thgn.1362
: esp., of fish that have been long in pickle, stale, rancid, ; opp. πρόσφατος, Antiph. 218.4, cf. 125.6; of withered flowers, D.22.70. Adv., - ρῶς λούει τὰ βαλανεῖα so as to leave one filthy, Arr.Epict.2.21.14.II generally, stale, worn out,ἀρχαῖον καὶ σαπρόν Ar.Pl. 323
; of clothes, PGiss.26.6 (ii A.D.). Adv., - ῶς (perh. misspelt for - ός) περιπατῶ I am walking about in rags, BGU846.9 (ii A.D.).2 of persons, γέρων ὢν καὶ ς. Ar. Pax 698; ὦ σαπρά, to an old woman, Id.Ec. 884, Hermipp. 10; so ; οὐδέν ἐσμεν οἱ ς. Eup.221;σ. γυναῖκα.. ὁ τρόπος εὔμορφον ποιεῖ Philem.170
.3 of wine, mellow (cf. σαπρίας), Eup.442, cf. Philyll.24;τρὺξ παλαιὰ καὶ σαπρά Ar.Pl. 1086
; of old wine,ὀδόντας οὐκ ἔχων, ἤδη σαπρὸς.., γέρων γε δαιμονίως Alex.167.4
.4 εἰρήνη σαπρά, a joke παρὰ προσδοκίαν, Ar. Pax 554.5 metaph., unsound, bad,λόγος Ep.Eph.4.29
; opp. καλός, Vett.Val.36.30, cf. PSI4.312.13 (iv A.D.);ἄρουραι PGiss.13.22
(ii A.D.);τὰ σ. ταῦτα Arr.Epict.3.16.7
;ὡς σ. καὶ κίβδηλος ὁ λέγων.. M.Ant.11.15
, cf. Sammelb.5761.23 (i A.D.), PSI6.717.4 (ii A.D.); τὴν σ. εἱμαρμένην the evil fate, PMag.Leid.W.14.38. -
15 τριπτήρ
A pestle,καρπὸν.. λειαίνειν τριπτῆρι Nic. Th.95
, cf. Fr.70.15; mortar for grinding ψιμύθιον, Thphr.Lap.56; board under the screw of a wine- or oil-press, Nic.Al. 494, cf. AB 308.II vat into which wine or oil runs after being pressed out, Is.Fr.24, cf. Poll.7.151; τ. δικῶν ( παρὰ προσδοκίαν for ἐλαῶν), of a συκοφάντης treated as an ἄγγος, Ar.Ach. 937.3 = ἀκόνη, AB308.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπτήρ
-
16 φαντασία
A appearing, appearance, = τὸ φαίνεσθαι, πάντες ἐφίενται τοῦ φαινομένου ἀγαθοῦ, τῆς δὲ φ. οὐ κύριοι do not control the appearing, Arist.EN 1114a32; usu. with less verbal force, appearance, presentation to consciousness, whether immediate or in memory, whether true or illusory,φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, ἀντίφησι δὲ πολλάκις ἕτερόν τι πρὸς τὴν φ. Id.Insomn. 460b19
; ἡ τοῦ γάλακτος φ. the appearance of the milky way, Id.Mete. 339a35;ἡ τοῦ προσώπου φ. Phld.Acad.Ind. p.50
M.; esp. of visual images, ἐπεὶ ἡ ὄψις μάλιστα αἴσθησίς ἐστι, καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ φάους εἴληφεν [ἡ φ.] Arist. de An. 429a2; κατοπτρικὴ φ. image reflected in a mirror, Placit.3.1.2; also of other sense=perceptions, φ. καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις appearance is the same as perception, whether we are talking of hot things or of anything else like them, Pl.Tht. 152c, cf. Chrysipp.Stoic.2.21;ταῦτα ἔστι μέν τι, ἀλλ' οὐχ ὧν ἐμποιεῖ τὴν φ. Arist.Metaph. 1024b24
;ἡ φ. ἐστὶν αἴσθησίς τις ἀσθενής.. κἂν τῷ ἐλπίζοντι ἀκολουθοῖ ἂν φ. τις οὗ ἐλπίζει Id.Rh. 1370a28
;αἱ [αἰσθήσεις] ἀληθεῖς ἀεί, αἱ δὲ φ. γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Id.de An. 428a12
;φ. ἀληθεῖς ἁπάσας Epicur.Fr. 254
;ἀπελθόντων τῶν αἰσθητῶν ἔνεισιν αἱ αἰσθήσεις καὶ φ. ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις Arist. de An. 425b25
; διὰ τὸ ἐμμένειν [τὰς φ.] καὶ ὁμοίας εἶναι ταῖς αἰσθήσεσι ib. 429a5;τῆς αἰσθήσεως ἀλλοιουμένης ἐξ ἧς γίνεσθαι τὴν φ. Thphr.Sens.63
;ἐλέγχειν τὰς ἀλλήλων φ. καὶ δόξας Pl.Tht. 161e
; freq. in later Philos. esp. in meaning psychic image, Epicur.Ep.1p.12U., S.E.M.7.152, M.Ant.4.24, al.; defined asτύπωσις ἐν ψυχῇ Chrysipp.Stoic.2.23
;φ. καταληπτική Zeno Stoic. 1.17
, etc.; [φ. κ.] ἢν κριτήριον εἶναι τῶν πραγμάτων φασί, τὴν γιγνομένην ἀπὸ ὑπάρχοντος κατ' αὐτὸ τὸ ὑπάρχον ἐναπεσφραγισμένην Stoic. 2.21
, cf. 26, al.; διανοητικαὶ φ. mental images, Cic.Fam.15.16.1;νυκτεριναὶ φ. Phlp.
in de An.486.13, cf. Gp.12.17.15; apparition, Arist.Mir. 846a37.b less scientifically, appearance, ἐμποιοῦντα τὴν φ. (sc. τοῦ ἐλέγχειν) Id.SE 165b25;τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φ. Plb. 3.53.8
, cf. 5.48.9, App.BC4.102, Hann.15;κατὰ τὴν πρώτην φ. Plb.11.27.7
; συναύξειν τὴν φ. [τῆς νίκης] Id.16.8.3;δουλεύοντες τῇ τῶν ἐκτὸς φ. Id.30.19.4
;φ. ποιεῖν καὶ προσδοκίαν Id.18.10.7
, cf. 14.2.4; ζῷα.. μέχρι φ. φαινόμενα (in a conjuring trick) Cels. ap. OrigenesCels.1.68;κατὰ τὴν πρόχειρον οὑτωσὶ φ. Gal.6.105
, cf. 15.17,115, 19.206;τῶν ἀπεπτούντων ἐνίοις φ... γίνονται Id.18(2).73
, cf. 71, al.2 imagination, i.e. the re-presentation of appearances or images, primarily derived from sensation (cf.αἴσθησις 11
), ὅταν μὴ καθ' αὑτὸ ἀλλὰ δι' αἰσθήσεως παρῇ τινι τὸ τοιοῦτον αὖ πάθος (sc. δόξα) ἆρ' οἷόν τε ὀρθῶς εἰπεῖν ἕτερόν τι πλὴν φ.;.. φαίνεται δὲ ὃ λέγομεν (i.e. φαντασία)σύμμειξις αἰσθήσεως καὶ δόξης Pl.Sph. 264a
, 264b;οὐδὲ δόξα μετ' αἰσθήσεως οὐδὲ δι' αἰσθήσεως οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως φ. ἂν εἴη Arist. de An. 428a26
; ἡ φ. καθ' ἣν λέγομεν φάντασμά τι ἡμῖν γίγνεσθαι ib. 428a1;ἔστι δὲ φ. ἡ ὑπὸ τῆς κατ' ἐνέργειαν αἰσθήσεως γινομένη κίνησις Id.Insomn. 459a17
, cf. de An. 429a1; εἰ ἔστι καὶ τοῦτο [τὸ νοεῖν] φ. τις ἢ μὴ ἄνευ φ. ib. 403a8; c. gen.,μέλλοντος κακοῦ Id.Rh. 1382a21
, cf. 1370a30, b33, al.;αἰσχροῦ φ. Cic.Att.9.6.5
; alsoπερὶ ἀδοξίας φ. ἐστὶν ἡ αἰσχύνη Arist.Rh. 1384a23
; γίγνεται ἑκάστῳ φ. ὅτι τοιοῦτός [ἐστι] ib. 1371a9;ἡ κατὰ τὴν σύλληψιν φ. τῆς γυναικός Placit.5.12.2
, cf. Sor.1.39 (pl.); τὰ πρὸς τὴν φ. χρώματα colours as judged by the φ., apparent colours, Placit.1.15.8; φωτίζεσθαι πρὸς τὴν φ. ib.2.28.6.b in Aristotle, faculty of imagination, both presentative and representative, opp.αἴσθησις, [φ.] οὐκ ἔστιν αἴσθησις Arist.de An. 428a5
; opp. δόξα, because πίστις is absent, ib.22, 24; opp. ἐπιστήμη, νοῦς, διάνοια, οὐδὲ [φ.] τῶν ἀεὶ ἀληθευόντων οὐδεμία ἔσται, οἷον ἐπιστήμη ἢ νοῦς ib. 428a17; φ. ἕτερον καὶ αἰσθήσεως καὶ διανοίας· αὐτή τε οὐ γίγνεται ἄνευ αἰσθήσεως καὶ ἄνευ ταύτης οὐκ ἔστιν ὑπόληψις ib. 427b14;φ. γίνεται ἢ διὰ νοήσεως ἢ δι' αἰσθήσεως Id.MA 702a19
;ὀρεκτικὸν [τὸ ζῷον] οὐκ ἄνευ φ., φ. δὲ πᾶσα ἢ λογιστικὴ ἢ αἰσθητική Id.de An. 433b28
.c creative imagination,φ. σοφωτέρα μιμήσεως δημιουργός Philostr.VA6.19
.3 the use of imagery in literature,τεθορύβηται ταῖς φ. μᾶλλον ἢ δεδείνωται Longin.3.1
;ἡ ῥητορικὴ φ. Id.15.2
;ἀπὸ τοῦ ἀποδεικτικοῦ περιελκόμεθα εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Id.15.11
;αἱ ποιητικαὶ φ. Plu.2.759c
;ἐς τὰς φ. τῶν λεγομένων τῷ σχήματι τοῦ σώματος συνεφέροντο App.Pun. 134
, cf. Hisp.26, Syr.40.4 prestige, reputation,μεγάλην ἐφείλκετο φ. ὡς μόνος εἰδὼς τί λέγει Plb.22.9.12
, cf. 24.7.2, 24.11.5, Fr. 233;ἐκ τοῦ τοὺς ἄλλους ἐλέγχειν φ. ἀπενέγκασθαι προαιρούμενος Hipparch.1.1.6
; parade, ostentation,ποιέειν μηδὲν περιέργως μηδὲ μετὰ φαντασίης Hp.Decent.7
, cf. Plb.15.25.22, 16.21.1, 31.26.6, Posidon.36 J., D.S.12.83, Vett.Val.38.26, al.;ἡ ἐφήμερος τῆς ἀρχῆς φ. Sopat.
ap. Stob.4.5.55;μετὰ πολλῆς φ. Act.Ap. 25.23
, cf. D.L.4.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαντασία
-
17 χαροπός
A fierce,λέοντες Od.11.611
, h.Merc. 569, IG42(1).131.12 (Epid.); ; ; κύνα, of Hecuba, Lyr.Adesp. 101; (lyr.); χαροποῖσι πιθήκοις ( παρὰ προσδοκίαν for λέουσι, in an oracle alluding to the Spartans) Ar. Pax 1065 (hex.); of serpents, AP10.22 ([place name] Bianor); grim,Ἄρης IG9(1).868.1
(Corc., vii/vi B. C., nisi leg. Χάροπος, gen. of Χάροψ) ; γένεια, of bears, Nonn.D.5.363; κεραῖαι, of a bull, ib.40.52; γενειάδες, of dogs, ib. 307. Adv. - πῶς Sch.Opp.C.3.510.2 of eyes, flashing, bright,βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν οἷον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Philostr.Her. 12a
.1;τὸ χ. αὐτοῦ καὶ γοργόν Id.Im.1.23
;χ. βλέμματος ἀστεροπαί AP5.152
(Asclep.), cf. 155 (Mel.);ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theoc.20.25
; ὄμμα χ., typical of a brave man, Arist.Phgn. 807b1; of persons, flashing-eyed, φοβερὰ καὶ χαροπὴ καὶ δεινῶς ἀνδρική (sc. ἡ Ἀθηνᾶ) Luc.DDeor.19.1: neut. as Adv.,χαροπὸν βλέπειν Philostr.Im.1.28
; χαροπὸν στράπτουσιν ὀπωπαί (of the hare) Opp.C.3.510 (regul. Adv. - πῶς Sch. ad loc.).b glassy, glazed, dull, of the eyes of winedrinkers, Al.Ge.49.12 (χαροποιοὶ.. ὑπὲρ οἶνον, v.l. ἀπὸ οἴνου, LXX l.c., s. v.l.), Sm.Pr.23.29 (πελιοὶ LXX
l.c.).3 of one of the chief eye-colours in men and animals, perh. bluish-grey, distd. fr. μέλας, γλαυκός, and αἰγωπός, Arist.HA 492a3, GA 779b14;τὰ χ. ἢ μέλανα ὄμματα Luc.DMort.1.3
; of persons, bluish-grey-eyed PPetr.1p.54, al. (iii B. C.), Theoc.12.35, cf. Philostr.Im.2.5, al.; of horses, Opp.C.1.310, 4.113; of dogs, X.Cyn.3.3, Arr.Cyn.5.1 (prob.), Gp.19.2.1; of rams, ib.18.1.3; of παρδάλεις, Eust. 1703.29; opp. μελανόφθαλμος, S.E.M.7.198; persons with this eyecolour are φθινώδεες acc. to Hp.Epid.3.14 (where Gal.17(1).726 thinks Hp. ought to have mentioned a different colour, γλαυκός). Adv. [comp] Comp. -ώτερον, μελαίνεσθαι (of the eyes) Hld.2.35.4 of the sea, bluish-grey, grey,χαροποῖο θαλάσσης Orph.Fr.245.21
, cf. A. 272, [S.] Fr.1126.3, AP12.53 (Mel.), 9.36 (Secund.), Anacreont. 53.30, Nonn.D.4.187, al.; of the dawn,χ. ἠώς A.R.1.1280
; of the moon, Arat.1152, Q.S.10.337;πρὸς ἕω λαμβάνει [ἡ σελήνη] χρόαν κυανοειδῆ καὶ χαροπήν Plu.2.934d
; of certain stars,χ. καὶ ἀναλδέες εἱλίσσονται Arat.394
, cf. 594.5 metaph., grey, ὑπὸ σὸν (sc. τῆς Νεμέσεως)τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ χαροπὰ μερόπων στρέφεται Τύχα Mesom.Nem.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαροπός
-
18 ἀνακόπτω
3 ἀ. ναῦν check a ship's course, v.l. in Thphr.Char.25.2.2 cut from below, Hld.9.18.III check, stop,ἦχον D.H.Comp. 22
;προσδοκίαν Phld.Piet.25
;ἀοιδήν Coluth.125
:—[voice] Pass., to be stopped, restrained,τῆς ὁρμῆς Luc.Alex.57
, cf. PFlor.36.3; stop short in a speech, Luc.Nigr.35.IV Medic., take effect,ἀνακόπτει γὰρ οὕτως ἡ ὠφέλεια Herod.Med.
in Rh.Mus.58.92 (fort. διακ., cf. SIG1170.16).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακόπτω
-
19 ἀνασείω
Aἀνασσείασκε h.Ap. 403
:— shake back,ἀνασείοντά τε κόμας E.Ba. 240
; swing to and fro, brandish, ; ἀ. τὰς χεῖρας wave the hands, Th.4.38;ἀ. φοινικίδας Lys.6.51
.3 shake out,ὑδρίαν IG2.104a36
(iv B. C.); πάντα κάλων shake out every reef, Ph. 1.327, al.;ἀ. τὰ ἱστία Philostr.VA6.12
, cf. VS2.32;πάσας τὰς ἡνίας Poll.1.214
;τὴν χλαμύδα Philostr.Im.1.6
.II stir up,τὰ πλήθη Phld.Rh.2.290
S., cf. D.H.8.81, D.S.13.91, Ev.Marc.15.11, Ev.Luc. 23.5:—[voice] Pass., to be incited, encouraged, c. inf., PTeb.28.20 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασείω
-
20 ἡβάω
ἡβ-άω, Cret. [full] ἡβίω Leg.Gort.7.41,al., [dialect] Aeol.(?) [full] ἀβάω Hdn.Gr.2.16, Alc.Supp.7.11 (dub.); [dialect] Ep. opt. ἡβώοιμι, part. ἡβώων (v. infr.): [tense] impf.A : [tense] fut. - ήσω ([etym.] ἐφ-) X.Cyr.6.1.12, [dialect] Dor. ἡβάσω [ᾱ] AP7.482: [tense] aor. 1ἥβησα Od.1.41
, Hes.Op. 132, Pl.Ap. 41e: [tense] pf. ἥβηκα ([etym.] παρ-) Hdt.3.53, etc.: ([etym.] ἥβη):— attain or have attained puberty, ;ἡβῶσιν ὀψέ Hp.
Aër.4;ἐπειδὰν ἡβήσωσι Pl.Ap.
l.c.; of women. γυνὴ τέτορ' ἡβώοι (sc. ἔτη ) four years past puberty, Hes.Op. 698; ἡβάσεις ἥβαν APl.c.; ἡβᾶν ἐπὶ διετές, v. sub διετής; ὀμόσαι Χαλκιδέων τοὺς ἡβῶντας ἅπαντας all the adults, IG12.39.32, cf. Ar.Ra. 1055, Th.4.132.2 to be in the prime of youth,εἴθ' ὣς ἡβώοιμι, βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη Od.14.468
, al.; ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν not even in the prime of life, Il.12.382, cf. Od. 23.187, A.Ch. 879;γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει Id.Th. 622
; ἡβᾶν σθένος to be young and strong, E.HF 436 (lyr.); ἥβων I was young, Ar.V. 357; ἡ. τὰς αἰσθήσεις, of an old man, Philostr.VS1.9.3; of plants, ἡμερὶς ἡβώωσα a young, luxuriant vine, Od.5.69, cf. Simon.183.3, Longus 4.5; ἡβῶντ' ἀρτίως οἰνίσκον ( παρὰ προσδοκίαν for νεανίσκον) Cratin.183.3 metaph., to be fresh, vigorous,ἡβώοις, φίλε θυμέ Thgn.877
(dub. l.); ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν ' tis always youth for old men to learn, i.e. 'tis never too late to learn, A.Ag. 584 (nisi leg. ἥβη) ; ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών the people rages like a passionate youth, E.Or. 696, cf. νεανικός; ἄγγελον.. γέρονθ', ἡβῶντα δ' εὐγλώσσῳ φρενί exulting, A.Supp. 775; also of things, γάμοι, ἔαρ ἡ., Opp.H.1.474, 2.252.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προσδοκίαν — προσδοκίᾱν , προσδοκία looking for fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нача˫аниѥ — НАЧА˫АНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Ожидание: Нача˫ани˫а ради см҃рти даръ. (διὰ προσδοκίαν) МПр XIV, 72 об.; гла(в) •г҃• о дарѣ. iли к на(ч)˫аньи см҃ртi бывающиi да(р). Иже нача˫ани˫а ра(д) см҃рти даръ. рекше по ѹмр҃твии даровавшагѡ. свѣщаноѥ имѣ˫а бываѥть.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
προσδοκία — η, ΝΜΑ [προσδοκῶ] 1. αναμονή κάτι καλού, ελπίδα, απαντοχή 2. φρ. «παρά [πάσαν] προσδοκίαν» αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς νεοελλ. φρ. «δικαίωμα προσδοκίας» (νομ.) αυτοτελές δικαίωμα προστασίας τού δικαιούχου μέλλοντος δικαιώματος, το οποίο… … Dictionary of Greek
σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… … Dictionary of Greek
Ανάφη — Νησί (38,35 τ. χλμ., 269 κάτ.) των Κυκλάδων. H ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι η Βίγλα (584 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες ρεβιθιών, φάβας, φασολιών, σιταριού και κρεμμυδιών. Καλλιεργούνται επίσης ελιές, εσπεριδοειδή,… … Dictionary of Greek