-
1 Ελαίαι
-
2 Ἐλαίαι
-
3 ελαίαι
-
4 ἐλαῖαι
-
5 ελαίαι
-
6 ἐλαίαι
-
7 ἐλαῖαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐλαῖαι
-
8 πυῤῥαλίς
πυῤῥαλίς, ίδος, ἡ, ein röthlicher Vogel, wahrscheinlich eine wilde Taubenart; Arist. H. A. 9, 1; Ath. IX, 394 d; auch πυραλίς u. πυραλλίς geschrieben; – ἐλαῖαι πυῤῥαλίδες od. πυραλλίδες, röthliche od. goldgelbe Oliven, Sp.
-
9 παλί-σκιος
παλί-σκιος, wie παλίνσκιος, wieder und wieder beschattet, dicht beschattet; ἐλαῖαι, Arist. H. A. 5, 30; Folgde; ἐν παλισκίῳ, an einem schattigen Orte, Plut. Num. 5; Arat. 22 u. a. Sp.
-
10 στεμφυλίτης
στεμφυλίτης, ὁ, tem. στεμφυλῖτις, von Trestern gemacht, οἶνος, Stechwein, Lauer; ἐλαῖαι, eingemachte, zerdrückte Oliven; τρύγες, Hippocr., eine Art von Lauerwein, Most aus nachgepreßten Trestern.
-
11 τηλεθάω
(τηλεθάω), verlängerte Form für ϑάλλω (aus τέϑηλα für ϑηλετάω), nur episch und nur im partic. praes., τηλεϑάων oder τηλεϑόων, reichlich grünend, blühend; mit ἐριϑηλής vrbdn, Il. 17, 55 ἐριϑηλὲς ἔρνος ἐλαίης, καλὸν τηλεϑάον; ἐλαῖαι τηλεϑόωσαι Od. 7, 116. 11, 590; δένδρεα τηλεϑόωντα Od. 7, 114. 13, 196; ὕλη τηλεϑόωσα Iliad. 6, 148 Od. 5, 63; in der Iliad. auch χαίτην τηλεϑόωσαν, volles Haar, 23, 142, u. παῖδας τηλεϑάοντας (wo auch τηλεϑόωντας stehen könnte), 22, 423; wovon strotzen, τινί, H. h. 6, 41.
-
12 κατ-άντημα
κατ-άντημα, τό, der Ausgang, das Begebniß, Sp.; ἐλαῖαι οὖσαι κατ. τοῦ δρόμου, Ende, Schol. Ar. Ran. 1026.
-
13 δρυ-πετής
δρυ-πετής, ές, vom Baume fallend, bes. von überreifen Früchten, die ihrer Reise wegen von selbst abfallen, als v. l. für das vorige, obwohl die besseren mss. δρυπεπής haben. Moeris erkl. δρυπετής als attisch für πέπειρος, u. Luc. Lexiph. 13 sagt gesucht χαμαιπετεῖς ἐλαῖαι, was für die Form auf - τής zu sprechen scheint; vgl. noch Alciphr. 1, 21; – Ar. bei Ath. IV, 133 a sagt komisch ἑταῖραι δρυπετεῖς, die überreifen, verblühten.
-
14 ἀγλαό-καρπος
ἀγλαό-καρπος, mit schönen Früchten, Hom. μηλέαι, Od. 7, 115. 11, 589; Σικελία Pind. frg. 73; ἐλαῖαι Hom. H. Cer. 23 (wie Opp. H. 4, 272; vgl. darüber Plut. Symp. 5, 8); doch ist ἑταῖραι vorzuziehen, in der Bdtg wie auch v. 4 Δημήτηρ die schöne Früchte verleihende heißt (so auch Orph. H. 1, 6; Νύμφαι ib. 51), u. Θέτις bei Pind. N. 3, 56 (ed. II. Böckh.), wo nicht an schönhändig zu denken, sondern die schöne Kinder gebärende.
-
15 αγλαοκαρπος
-
16 εμφυτευω
1) прививать(ἐλαῖαι ἐμπεφυτευμέναι ἐν τοῖς κοτίνοις Diod.; τέν τοῦ πλεόμονος ἰδέαν τινί Plat.)
2) насаждать(μονάρχους τοῖς Ἕλλησι Polyb.)
3) перен. прививать, внушать, воспитывать(τέν φιλαργυρίαν τινί Plut.)
-
17 μορια
III -
18 παλινσκιος
21) покрывающий сплошной или вечной тенью, тенистый(ἐλαῖαι οὐ παλίνσκιοι Arst.; λαγών Plut.)
2) темный, мрачный(χειμών Soph.)
-
19 φυλλωμα
-
20 γογγύλος
A = στρογγύλος, round, A.Fr.199.7, S.Ichn.297, Pl.Cra. 427c; [ μᾶζα] Ar. Pax28;λίθος ἄθετος IG12.372.22
;ἐλαῖαι Plb. 12.2.4
: [comp] Comp.- ώτερος Ath.4.139a
.2 = σκληρός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γογγύλος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐλαῖαι — ἐλαία olive tree fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαίαι — Ἐλαίᾱͅ , Ἐλαίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίαι — ἐλαίᾱͅ , ἐλαία olive tree fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Moria (tree) — In ancient Greece, a moria was an olive tree considered to be the property of the State. From Attic Orators, vol. I. p. 289: Throughout Attica, besides the olives which were private property (ἴδιαι ἐλαῖαι, Lys. or. 7 § 10) there were others which … Wikipedia
PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
TANTALUS — I. TANTALUS Iovis et Nymphae Plotae filiteste Eusebiô, l. 2. Praep. Euang. cum tamen Io. Diaconus et Didymus Iovis et Plutus Nymphae filium fuisse arbitrantur: quem Tzetzes hist. 10. chil. 5. praedictâ quidem matre genitum, ac patre Imolo Lydiae… … Hofmann J. Lexicon universale
θρούμπα — η 1. ελιά που πέφτει ώριμη από το δέντρο, αλλ. χαμοελιά ή χαμάδα 2. ελιά αρωματισμένη με θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. δρυπεπής «τελείως ώριμος» (δρυπεπείς ελαίαι) < δρύπεπη < δρύππα < δρούππα και με συσχετισμό προς το αρωματικό φυτό… … Dictionary of Greek
παλίνσκιος — ή παλίσκιος, ον (Α) 1. αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή σκιά («ἐλαῑαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», Αριστοτ.) 2. σκοτεινός, ζοφερός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίνσκιον τόπος που σκιάζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + σκιά] … Dictionary of Greek
πυραλλίς — και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, ίδος, ἡ, Α 1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού 2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά 3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την… … Dictionary of Greek
σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… … Dictionary of Greek
στοιχάς — άδος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές 2. το θηλ. ἡ στοιχάς είδος τού αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους 3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες (ενν. νήσοι) σειρά… … Dictionary of Greek