Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐλαῖαι

См. также в других словарях:

  • ἐλαῖαι — ἐλαία olive tree fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλαίαι — Ἐλαίᾱͅ , Ἐλαίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαίαι — ἐλαίᾱͅ , ἐλαία olive tree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Moria (tree) — In ancient Greece, a moria was an olive tree considered to be the property of the State. From Attic Orators, vol. I. p. 289: Throughout Attica, besides the olives which were private property (ἴδιαι ἐλαῖαι, Lys. or. 7 § 10) there were others which …   Wikipedia

  • PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TANTALUS — I. TANTALUS Iovis et Nymphae Plotae filiteste Eusebiô, l. 2. Praep. Euang. cum tamen Io. Diaconus et Didymus Iovis et Plutus Nymphae filium fuisse arbitrantur: quem Tzetzes hist. 10. chil. 5. praedictâ quidem matre genitum, ac patre Imolo Lydiae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θρούμπα — η 1. ελιά που πέφτει ώριμη από το δέντρο, αλλ. χαμοελιά ή χαμάδα 2. ελιά αρωματισμένη με θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. δρυπεπής «τελείως ώριμος» (δρυπεπείς ελαίαι) < δρύπεπη < δρύππα < δρούππα και με συσχετισμό προς το αρωματικό φυτό… …   Dictionary of Greek

  • παλίνσκιος — ή παλίσκιος, ον (Α) 1. αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή σκιά («ἐλαῑαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», Αριστοτ.) 2. σκοτεινός, ζοφερός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίνσκιον τόπος που σκιάζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + σκιά] …   Dictionary of Greek

  • πυραλλίς — και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, ίδος, ἡ, Α 1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού 2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά 3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… …   Dictionary of Greek

  • στοιχάς — άδος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές 2. το θηλ. ἡ στοιχάς είδος τού αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους 3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες (ενν. νήσοι) σειρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»