Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰσαγγελίαν

См. также в других словарях:

  • εἰσαγγελίαν — εἰσαγγελίᾱν , εἰσαγγελία information fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… …   Dictionary of Greek

  • υπαναγιγνώσκω — ΜΑ [ἀναγιγνώσκω] αναγιγνώσκω ενώπιον άλλων ή δημοσίως μσν. διαβάζω καθώς βρίσκομαι από κάτω αρχ. διαβάζω κάτι εισαγωγικώς («ὑπαναγιγνώσκειν τὴν εἰσαγγελίαν», Υπερείδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»