Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πέτεται

См. также в других словарях:

  • πέτεται — πέτομαι fly pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτετ' — πέτεται , πέτομαι fly pres ind mp 3rd sg πέτετο , πέτομαι fly imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) πέτετε , πίπτω Exc. ex libris Herodiani aor imperat act 2nd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινός — ή, ό / ταχινός, ή, όν, ΝΑ, και ταχυνός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. πρωινός 2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή α) το πρωινό β) πρωινή δροσιά, πάχνη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός ο πλανήτης Αφροδίτη αρχ. ταχύς. επίρρ... ταχινά Α (ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν …   Dictionary of Greek

  • πέτομαι — 1. πετώ. 2. καυχιέμαι: Και πέτεται πως η θεά της χάρισε η Παλλάδα να ξέρει αμίμητες δουλειές (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»