Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὔδει

См. также в других словарях:

  • οὔδει — οὔδεϊ , οὖδας surface of the earth neut dat sg (epic) οὖδας surface of the earth neut dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενσκίμπτω — ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) [σκίμπτομαι] 1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.) 2. εξακοντίζω 3. χτυπώ, πλήττω …   Dictionary of Greek

  • ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… …   Dictionary of Greek

  • ούδας — οὖδας και οὔαδας, τό (Α) (ποιητ. τ.) 1. η επιφάνεια τής γης, το έδαφος («πρὸς οὖδας πεσεῑν», Ευρ.) 2. το δάπεδο, το πάτωμα δωματίου ή σπιτιού 3. παροιμ. «ἐπ οὔδεϊ φῶτα καθίζω τινά» καταβάλλω κάποιον, βάζω κάποιον να καθίσει στο πάτωμα, αφού τον… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»