-
1 κανόνες
κανώνstraight rod: masc nom /voc pl -
2 κανών
A straight rod, bar, esp. to keep a thing straight:1 in pl., staves which preserved the shape of the shield, [ ἀσπίδα]δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν Il.13.407
, cf. 8.193, Them.Or.21.257a.2 weaver's rod, to which alternate threads of the warp were attached, Il. 23.761, Ar.Th. 822 (anap.), Plu.2.156b, Nonn.D.37.631.3 ruddled line used by masons or carpenters,πύργους.. ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν E.Tr.6
;βάθρα φοίνικι κανόνι.. ἡρμοσμένα Id.HF 945
; alsoκ. λίθινος
rule, straight-edge,IG
12.313.113, 373.217, al., cf. Pl.Phlb. 56b, X.Ages.10.2, AP11.120 ([place name] Callicter); ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κ. S.Fr.474.5;κανόνα προσφέρειν Aeschin.3.199
;ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸς κανόνα IG7.3073.108
(Lebad., ii B. C.);κανόνεσσι.. μετρήσασθαι A.R.1.724
, cf. Ar.Av. 1004; μολίβδινος κ., i.e. a flexible rule that cannot be depended on for straight measurement, Arist.EN 1137b31 (unless = κῦμα); κανόνα ποιῆσαι στρεβλόν Id.Rh. 1354a26
.b ruler, AP6.63.2 (Damoch.).c metaph.,κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Ar.Ra. 799
;λαμπρὰ μὲν ἀκτὶς ἡλίου, κ. σαφής E.Supp. 650
.6 in pl., reeds of a wind-organ, AP9.365 (Jul. Imp.).10 in Music, monochord, κατατομὴ κανόνος, title of work by Euc., cf. Phld.Mus.p.100K., Ptol.Harm. 1.8, 2.12; ὀκτάχορδος, πεντεκαιδεκάχορδος κ., ib.2.2, 3.1 tit.II metaph., rule, standard,κανόνι τοῦ καλοῦ μαθών E.Hec. 602
; ;κανόνα προσάγειν Luc.Hist. Conscr.5
; of the law, Lycurg.9; ὁ σπουδαῖος.. ὥσπερ κ. καὶ μέτρον αὐτῶν (sc. καλῶν καὶ ἡδέων)ὤν Arist.EN 1113a33
, cf. Arr.Epict.3.4.5;τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὸ μηδέν' ἔχειν δεσπότην αὑτῶν, ἃ τοῖς προτέροις Ἕλλησιν ὅροι τῶν ἀγαθῶν ἦσαν καὶ κανόνες D.18.296
;ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες Epicur.Ep.3p.63U.
; ὁ Ἐπικούρου κ. his treatise on Logic, Id.Fr.34, Damox.2.15; ὁ τῆς φιλοσοφίας κ. LXX 4 Ma.7.21: Κανόνες, οἱ, title of treatise by Democritus; of a philosophic principle, Dam.Pr. 312.2 in Art, model, standard, ὁ κ., a statue by Polyclitus which furnished a model of proportions, Plin.HN34.55; also his treatise on the same, Chrysipp.Stoic.3.122 (adnot.); also in Literature,Ἡρόδοτος τῆς Ἰάδος ἄριστος κ., Θουκυδίδης δὲ τῆς Ἀτθίδος D.H.Pomp.3
.c of a person, severe critic, κ. scriptorum, Cic.Fam. 16.17.1.3 Gramm., general rule, AB1180, Choerob.inTheod.2 p.xxi; paradigm,οἱ κ. τῶν ὀνομάτων A.D.Adv. 141.25
.4 in Astronomy and Chronology, table of dates,κανόνες Χρονικοί Plu. Sol.27
; sg., κανών, ὁ, system of chronology, D.H.1.74.b astrological table,κανόνων καὶ εἰσόδων πήξεις Vett.Val.108.19
.b 'province', sphere of action, 2 Ep.Cor.10.15.6 assessment for taxation, PLond.1.99.5 (iv A. D.), etc.; οἱ δεσποτικοὶ κ. the Imperial taxes, ib.234.9 (iv A. D.); ἰδιωτικὸς κ. POxy.2124.10 (iv A. D.).7 tariff, Stud.Pal.20.143.5 (v/vi A. D.). -
3 ζυγόω
A yoke, join together, [ σκέλη] Sor.1.84; ζ. κιθάραν put the cross-bar to the lyre, Luc.DDeor.7.4, DMar.1.4; , cf. LXXEz.41.26.3 metaph., bring under the yoke, subdue, A.Fr. 115. -
4 κανονιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανονιστικός
-
5 μαθηματικός
A = μαθητικός, fond of learning, Pl.Ti. 88c.II scientific,τὸ μ. εἶδος Id.Sph. 219c
; esp. mathematical, μαθηματικός, ὁ, mathematician, Arist.Ph. 193b31, EN 1142a17, Phld.Acad.Ind.p.16 M., Ceb.34: ἡ-κή (sc. ἐπιστήμη) mathematics, Archyt.1 tit., Arist.Metaph. 1026a14; αἱ -καί ib.26; φιλοσοφία μ. ib.19; τὰ μ. mathematics, Id.EN 1151 a17; also, mathematical entities, Id.Metaph. 1076a17; γραμμὴ μ. a mathematicalline, opp. γ. φυσική, Id.Ph. 194a11;κύκλοι μ. Id.Metaph. 1036a4
;ἁρμονικὴ ἥ τε μ. καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀκοήν Id.APo. 79a1
: [comp] Comp. - κωτέρα ὕλη too mathematical, Id.Metaph. 992b2. Adv. - κῶς ib. 995a6, Str.2.5.1, etc.b astrological,ἡ μ. τέχνη Sallust.9
, cf. Gal. 19.529; ὁ μ. astrologer, M.Ant.4.48, S.E.M.5.2, Porph. ap. Eus.PE 6.1, etc.3 among the Pythagoreans, οἱ μ. (opp. οἱ ἀκουσματικοί) advanced students, Porph.VP37, Iamb.VP18.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθηματικός
-
6 συμφράδμων
A one who joins in considering, counsellor,αἲ γὰρ.. τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il.2.372
;σ. θέσθαι τινά Call.Aet.3.1.28
, Naumach. ap. Stob.4.23.7, cf. Posidon. ap. Gal.5.400, Tryph.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφράδμων
-
7 χρονικός
A of or concerning time, temporal, opp. τοπικός, Plot.3.7.9; χ. ποίησις creation in time, Jul.Or.4.146b. Adv. - κῶς ib. 145d, Prisc.Lyd.36.2, Dam.Pr. 404.II chronological,κανόνες Plu.Sol.27
: τὰ χ. (sc. βιβλία) annals or chronology, Id.Them.27; αἱ χρονικαί (sc. γραφαί) D.H. 1.8;χ. σύνταξις D.S.13.103
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονικός
-
8 ἀσινής
ἀσῐνής, ές,A unhurt, unharmed,τὰς εἰ μέν κ' ἀσινέας ἐάᾳς Od.11.110
;ἀσινέα τινὰ ἀποπέμπειν Hdt.2.181
; ἀ. ἀπικέσθαι, ἀναχωρέειν, Id.8.19, 116; ἀ. δαίμων secure, happy fortune, A.Ag. 1341; ;ἀσινὴς αἰῶνα διοιχνεῖ Id.Eu. 315
.2 less freq. of things, undamaged,οἴκημα Hdt.2.121
.γ; ἐᾶν τὰ ἐπιθέματα.. ἀσινῆ IG3.1418
, 1419;ὑγιὴς καὶ ἀ. POxy.278.18
(i A. D.); of ships, App.BC5.98: metaph.,κανόνες ἀληθείας Ph.1.215
.II [voice] Act., doing no harm, Sapph.80, Hdt.1.105, Hp.Fract.28, Schwyzer197.46 (Crete, iii B. C.);ἀσινέστεραι πηρώσιες Hp.Art.61
; harmless, of wild asses, X.Cyr.1.4.7; innocent, ;ἀσινέσταται τῶν ἡδονῶν Id.Hp.Ma. 303e
. -
9 Ἑλληνισμός
Ἑλλην-ισμός, ὁ,II use of a pure Greek style and idiom, as an ἀρετὴ λόγου, Diog.Bab.Stoic.3.214, cf. Phld.Po.2.18, A.D.Pron.71.25, S.E.M.1.98; ἔνιοι λέγουσιν Ἑ. εἶναι τὸν ποιητήν (i.e. Homer), Lex.Vind.311; περὶ Ἑλληνισμοῦ, title of works by Seleucus, Ath.9.367a; by Ptolemy of Ascalon, Philoxenus and Tryphon, Suid.; κανόνες Ἑλληνισμοῦ, title of work by Irenaeus, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑλληνισμός
-
10 ὅρος
Aὄρβος 700.1
); Cret. and Arg. [full] ὦρος SIG685.59, Mnemos.42.332 ; Heracl. [full] ὄρος Tab.Heracl.1.53, al., cf. ἄντορος; [dialect] Ion. [full] οὖρος GDI5518 and 5493b25, Democr.4, Hdt. (v. infr.) (also Theraean IG12(3).436); Megarian [full] ὄρρος (?) Berl.Sitzb.1888.885, cf. ὁμορέω: ὁ:—boundary, landmark,ἀμφ' οὔροισι δύ' ἀνέρε δηριάασθον Il.12.421
;λίθον.., τόν ῥ' ἄνδρες πρότεροι θέσαν ἔμμεναι οὖρον ἀρούρης 21.405
;ἐγὼ δὲ τούτων ὥσπερ ἐν μεταιχμίῳ ὅ. κατέστην Sol.
ap. Arist.Ath.12.5 : the regions separated by the boundary are usu. in gen., , etc.: in dat., (lyr.): with a single gen.,ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον A.Pr. 790
; γάμου ὅ. the time within which one may marry, Pl.Lg. 785b ; οἱ ὅ. τῶν διαστημάτων the notes which limit the intervals in the musical scale, Id.Phlb. 17d, cf. Aristox. Harm.pp.49,56 M. ;ὅροι τρεῖς ἁρμονίας.., νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης Pl.R. 443d
; ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι I set the limit of human life at seventy years, Hdt.1.32, cf. 74, 216;ζωᾶς ὅρον ἡμετέρας B.5.144
: abs., εἰς τὸν τόπον.., ἐν οἷς ἂν.. ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων wherever (they) appoint fixed places for trading, Pl.Lg. 849e; decision of a magistrate,ὅρον δώσω PThead.15.20
(iii A.D.); soὅρον προσγράψαι D.23.40
;ὅρους τοῖς βαρβάροις πήξαντες Lycurg.73
;εἷς ὅρος παγήσεται Th.4.92
;τὸν ὅρον ὑπερβάντες Pl.R. 373d
, etc.: also in pl., bounds, boundaries,ἐν οὔροισι χώρης Hdt.4.52
, cf. 125;τοὺς Αἰγυπτίων οὔρους Id.2.17
;ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις Pi.O.6.77
;γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666
;τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅ. τῆς αὑτοῦ πορείας.. ἐξενεχθὲν ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4
;ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti. 25c
.2 metaph.,ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ A.Ag. 1154
(lyr.); θῆλυς ὅ. the boundary of a woman's mind, v. ἐπινέμω 11.3.b pillar (whether inscribed or not, cf. Harp.) set up on mortgaged property, to serve as a bond or register of the debt, Sol.36 ;ὅπως.. ὅροι τεθεῖεν Is.6.36
: with gen. of the amount, τίθησιν ὅρους ἐπὶ μὲν τὴν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν),ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου D.31.1
, cf. 25.69 ;δανείζειν τοὺς ἱερέας.. ἐπὶ χωρίῳ.. καὶ ὅρον ἐφιστάναι IG22.1183.29
, cf. D. 41.6, Thphr.Char.10.9 : specimens are IG12(7).412 ([place name] Amorgos), 22.2642,al.c boundary-stone marking the limits of temple-lands, ὅ. τοῦ ἱεροῦ ib.12.858, cf. 860,22.2597, al.; ὅρος· μὴ τοιχοδομεῖν ἐντὸς τῶν ὅρων ἰδιώτην ib.7.422 (Orop.), cf. 1785 (Thesp.), etc. ; ὅ. κρήνης, λεσχέων δημοσίων, ὁδοῦ, etc., ib.12.874,888,877, etc. ; similarly, ὅ. σήματος ib.903, al., 22.2568, al.; ὅ. μνημάτων ib.12.906; ὅ. μνήματος ib.22.2527, al.; ὅ. θήκης ib.2586, al.III standard, measure, ἢν δ' ἄγαν δοκῶ χρονίζειν.. Answ. τοῦδ' ὅ. τίς ἐστί μοι; E.IT 1219 ;ὅροι τῶν ἀγαθῶν καὶ κανόνες D.18.296
; rule, canon,εἷς ὅρος, μία βροτοῖσίν ἐστιν εὐτυχίας ὁδός B.Fr.7
;ὅρον πολιτείας ὁλιγαρχικῆς ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων Pl.R. 551a
;ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος Arist.Pol. 1294a10
;ὁμολογίᾳ θέμενοι ὅρον, εἰς τοῦτο ἀποβλέποντες καὶ ἀναφέροντες τὴν σκέψιν ποιώμεθα Pl.Phdr. 237d
: hence, end, aim,ἕν' ὅ. θέμενος παντὶ τρόπῳ μ' ἀνελεῖν D.21.105
.IV in Logic, term of a proposition (whether subject or predicate), Arist.APr. 24b16, Cael. 282a1, al. ; ὅ. μέσος the middle term, Id.EN 1142b24, cf. APr. 25b33 sq.: hence,b definition,ἔστι ὅ. λόγος ὁ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Id.Top. 101b39
, cf. 139a24, al. ; defined asἡ τοῦ ἰδίου ἀπόδοσις Chrysipp.Stoic.2.75
: in pl., title of pseudo-Platonic work.3 pl., terms, conditions,συνθέσθαι πρός τινα ἐπὶ ὅροις, ὥστε.. CPR19.8
(iv A.D.).4 Astrol., οἱ τρεῖς ὅ. the three terms, used in various calculations, Vett. Val.304.1, al. (Spir. lenis in some dialects which have not lost spir. asper is inferred from absence of a sign for h in Corc. ὄρϝος, Arg.ὦρος, Heracl. ὄρος, cf. ἄντορος.) -
11 κανών
κανών, - όνοςGrammatical information: m.Meaning: `straight rod, bar, stave or grip to handle the shield, directive, rule, model etc.' (Il.).Dialectal forms: Myc. konon-ipi \/ konon-iphi\/Derivatives: Diminut. κανόνιον (Ph. Bel., Hero); κανονίς `ruler, frame etc.' (Arist., Ph. Bel.); κανονίης m. `straight man, like a rod' (Hp. Aër. 24); κανονικός `belonging to the κανών' (hell.); κανονωτός `provided with κανόνες' (pap.). Denomin. verb κανονίζω `measure, decide' (Arist.) with κανονισμοί pl. (Man.), κανόνισμα (AP), κανονιστικός (Choerob.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Mostly connected with κάννα as *`reed-stave', but perh. the word is unrelated; on the formation Chantraine Formation 160ff. The variation α\/ο shows that it is a Pre-Greek word. The Semitic etymology by Lewy Fremdw. 133 (Hebr. qānoeh `measuring reed, balance') is not to be preferred. - On the history of κανών s. H. Oppel Κανών. 1937 (Philol. Suppl. 30: 4); also v. Fritz AmJPhil. 60, 112ff.; L. Wenger Canon in den römischen Rechtsquellen und in den Papyri. 1942 (WienAkSb. 220: 2); and Dölger ByzZ 42, 282ff.Page in Frisk: 1,780Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κανών
-
12 διαστρέφω
διαστρέφω fut. διαστρέψω LXX; 1 aor. διέστρεψα. Pass.: 2 fut. διαστραφήσομαι LXX; 2 aor. διεστράφην; pf. pass. ptc. διεστραμμένος (Aeschyl., Hippocr. et al.; LXX, En; PsSol 10:3; TestSol 18:12 HP; TestAbr A 15 p. 95, 9 [Stone p. 38]; Test12Patr; SibOr 3, 106).① to cause to be distorted, deform (Philosoph. Max. 489, 37 δ. of objects that turn out as failures in the hands of a clumsy workman, and whose shape is therefore distorted) of a vessel on the potter’s wheel: become misshapen 2 Cl 8:2 (cp. PGissUniv 26, 12f).② to cause to depart from an accepted standard of oral or spiritual values, make crooked, pervert (Demosth. 18, 140 τἀληθές; Dio Chrys. 59 [76], 4; En 99:2; τὴν ζωτικὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς δ. Did., Gen. 130, 4): τὰς ὁδοὺς τοῦ κυρίου τ. εὐθείας make crooked the Lord’s straight ways Ac 13:10 (cp. Pr 10:9; 11:20); μετὰ στρεβλοῦ δ. w. a perverse pers. you will deal perversely 1 Cl 46:3 (Ps 17:27). διεστραμμένος perverted in the moral sense, depraved (Sent. Aesopi 33 p. 255 P. ψυχῆς διεστραμμένης; Did., Gen. 103, 4 δ. συμβιώσεις for the pf. ptc. s. Dio Chrys. 67 [17], 22) γενεά w. ἄπιστος Mt 17:17; Lk 9:41; Phil 2:15 (Dt 32:5; cp. Pr 6:14; Epict. 3, 6, 8 οἱ μὴ παντάπασιν διεστραμμένοι τῶν ἀνθρώπων; 1, 29, 3). λαλεῖν διεστραμμένα teach perversions (of the truth) Ac 20:30 (cp. Alciphron 4, 17, 2 διεστραμμένοι κανόνες).
См. также в других словарях:
επιλογής, κανόνες — Κανόνες που καθορίζουν τις δυνατές μεταπτώσεις ατόμων, μορίων, πυρήνων ατόμων, στοιχειωδών σωματίων από μία κβαντική ενεργειακή κατάσταση σε μία άλλη. Από τη μελέτη των φασμάτων εκπομπής διεγερμένων αερίων προκύπτει ότι δεν είναι δυνατές οι… … Dictionary of Greek
κανονές — ο ημικυλινδρική πτυχή ενδύματος … Dictionary of Greek
κανόνες — κανών straight rod masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συντακτικές Πράξεις — Κανόνες δικαίου που θεσπίζει η εκτελεστική εξουσία με τις πράξεις αυτές μεταρρυθμίζονται ή καταργούνται διατάξεις του Συντάγματος. Σ. πράξεις είναι και τα αναγκαστικά διατάγματα, τα οποία επίσης εκδίδονται, παρά τις διατάξεις του Συντάγματος που… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek