-
1 κανονικός
κανονικόςof: masc nom sg -
2 κανονικός
A of or belonging to a rule,ἀρχή A.D.Adv. 141.29
; regular, according to rule,διαφοραί Gal.7.417
;ἀναλογία Eust. 113.40
, etc. Adv- κῶς Artem.1.1a
.II ἡ -κή (sc. τέχνη) the mathematical theory of music (Pythag., cf. Ptolemaisap.Porph.in Harm.p.207), based on the division of the monochord (cf.κανών 1.10
), Gell.16.18; κ. θεωρία, τέχνη, Ph.1.22, Procl.in Euc.p.40F.2 belonging to an astronomical table, Vett.Val.141.14; κανονικοί, οἱ, constructors of such tables, Cleom.2.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανονικός
-
3 κανονικός
normalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κανονικός
-
4 κανονικά
κανονικόςof: neut nom /voc /acc plκανονικά̱, κανονικόςof: fem nom /voc /acc dualκανονικά̱, κανονικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 κανονικώτερον
κανονικόςof: adverbial compκανονικόςof: masc acc comp sgκανονικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
6 κανονικόν
κανονικόςof: masc acc sgκανονικόςof: neut nom /voc /acc sg -
7 κανονικαί
κανονικόςof: fem nom /voc pl -
8 κανονικοί
κανονικόςof: masc nom /voc pl -
9 κανονικούς
κανονικόςof: masc acc pl -
10 κανονική
κανονικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 κανονικήν
κανονικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 κανονικών
-
13 κανονικῶν
-
14 κανονική
-
15 κανονικῇ
-
16 κανονικήι
-
17 κανονικῆι
-
18 κανονικής
-
19 κανονικῆς
-
20 κανονικαίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κανονικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα: Αυτός είναι ο κανονικός σχηματισμός του ρήματος. 2. συμμετρικός, φυσιολογικός, ομαλός: Έχει κανονικό σώμα. 3. τακτικός: Θα σε επισκεφτώ στην κανονική ώρα λειτουργίας του γραφείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανονικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
κανονικά — κανονικός of neut nom/voc/acc pl κανονικά̱ , κανονικός of fem nom/voc/acc dual κανονικά̱ , κανονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικώτερον — κανονικός of adverbial comp κανονικός of masc acc comp sg κανονικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικῶν — κανονικός of fem gen pl κανονικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικόν — κανονικός of masc acc sg κανονικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Каноник — (κανονικός): 1) в древней греческой церкви название священнослужителей, внесенных в список (κανων) или священный каталог епархии. От греков это название перешло в римскую и позже в англиканскую церкви, где им обозначается штатный… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κανονικαῖς — κανονικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικαί — κανονικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)