Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κανονιστικός

См. также в других словарях:

  • κανονιστικός — ή, ὁ (Α κανονιστικός, ή, όν) ο αρμόδιος για κανονισμό, για ρύθμιση (νεολλ.) φρ. «κανονιστικά διατάγματα» τα διατάγματα που καθορίζουν λεπτομερώς την εφαρμογή ενός νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κανονιστός < κανονίζω] …   Dictionary of Greek

  • κανονιστικός — ή, ό αυτός που γίνεται για να κανονίσει κάτι, ρυθμιστικός, εξομαλυντικός: Περιμένουμε την έκδοση κανονιστικού διατάγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανονιστικοί — κανονιστικός regulative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονιστικοῦ — κανονιστικός regulative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»