Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νόμαια

См. также в других словарях:

  • νομαία — νομαίᾱ , νόμαιος customary fem nom/voc/acc dual νομαίᾱ , νόμαιος customary fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νομαί̱ᾱ , νομαῖος shepherd s fem nom/voc/acc dual νομαί̱ᾱ , νομαῖος shepherd s fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμαια — νόμαιος customary neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομαίας — νομαίᾱς , νόμαιος customary fem acc pl νομαίᾱς , νόμαιος customary fem gen sg (attic doric aeolic) νομαί̱ᾱς , νομαῖος shepherd s fem acc pl νομαί̱ᾱς , νομαῖος shepherd s fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομαίαν — νομαίᾱν , νόμαιος customary fem acc sg (attic doric aeolic) νομαί̱ᾱν , νομαῖος shepherd s fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομαίος — νομαῑος, αία, ον (Α) 1. νομαδικός, ποιμενικός 2. αυτός που μεγαλώνει στα βοσκοτόπια, στα λιβάδια 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νομαῑα η αμοιβή για τη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. αῖος (πρβλ. πυργ αίος] …   Dictionary of Greek

  • νόμαιος — νόμαιος, αία, ον (Α) 1. αυτός που καθορίζεται από τον νόμο, νόμιμος 2. συνηθισμένος 3. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ νόμαια τα έθιμα, οι συνήθειες, τα νόμιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κατάλ. αιος (πρβλ. γύν αιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»