Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίκα

  • 1 δίκα

    δῐκᾱ (δίκα, -ας, -ᾳ, -αν; -ας.)
    a sing., right, (sense of) justice

    κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96

    κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιονP. 4.140

    ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν N. 3.29

    δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος i. e. shining with hospitable justice for all N. 4.12

    εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12

    τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5

    ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πι[στ]ὰς ἐφίλη[ς.]ν. Παρθ. 2.. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 1. ἐν, σὺν, παρὰ δίκ. pro adv.,

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell.) O. 6.12

    σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά I. 7.48

    b pl. decisions, judgements of right ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκαςP. 4.153 ( Αἰακὸς)

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.24

    2 manner, way νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη (sc. Ἱέρων) P. 1.50 ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3. acc. pro prep. c. gen.,

    ποτὶ δἐχθρὸν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84

    3 pro pers., Justice

    Δαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ O. 7.17

    Εὐνομία κασιγνήτα τε βαθρὸν πολίων ἀσφαλὲς Δίκα καὶ Εἰρήνα O. 13.7

    φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.1

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε P. 8.71

    Lexicon to Pindar > δίκα

  • 2 Δίκα

    Δίκᾱ, Δίκη
    custom: fem nom /voc /acc dual
    Δίκᾱ, Δίκη
    custom: fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ——————
    Δίκαι, Δίκη
    custom: fem nom /voc pl
    Δίκᾱͅ, Δίκη
    custom: fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Δίκα

  • 3 δίκα

    δίκᾱ, δίκη
    custom: fem nom /voc /acc dual
    δίκᾱ, δίκη
    custom: fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ——————
    δίκαι, δίκη
    custom: fem nom /voc pl
    δίκᾱͅ, δίκη
    custom: fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > δίκα

  • 4 δικα

         δίκα
         δίκᾱ
        ἥ дор. = δίκη См. δικη

    Древнегреческо-русский словарь > δικα

  • 5 Δικα

         Δίκα
         дор. = Δίκη См. Δικη

    Древнегреческо-русский словарь > Δικα

  • 6 Δίκᾳ

    Βλ. λ. Δίκα

    Morphologia Graeca > Δίκᾳ

  • 7 δίκᾳ

    Βλ. λ. δίκα

    Morphologia Graeca > δίκᾳ

  • 8 Τα δικά μου, δικά μου και τα δικά σου σιμισακά

    Και το δικό μου δικό μου, και το δικό σου δικό μου
    – Τα δικά μου, δικά μου και τα δικά σου σιμισακά
    И мое мое, и твое мое
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα δικά μου, δικά μου και τα δικά σου σιμισακά

  • 9 δικανικά

    δικᾱνικά, δικανικός
    skilled in pleading: neut nom /voc /acc pl
    δικᾱνικά̱, δικανικός
    skilled in pleading: fem nom /voc /acc dual
    δικᾱνικά̱, δικανικός
    skilled in pleading: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > δικανικά

  • 10 δικανικώτερον

    δικᾱνικώτερον, δικανικός
    skilled in pleading: adverbial comp
    δικᾱνικώτερον, δικανικός
    skilled in pleading: masc acc comp sg
    δικᾱνικώτερον, δικανικός
    skilled in pleading: neut nom /voc /acc comp sg

    Morphologia Graeca > δικανικώτερον

  • 11 Δίκας

    Δίκᾱς, Δίκη
    custom: fem acc pl
    Δίκᾱς, Δίκη
    custom: fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Δίκας

  • 12 δικανικωτέρα

    δικᾱνικωτέρᾱ, δικανικός
    skilled in pleading: fem nom /voc /acc comp dual
    δικᾱνικωτέρᾱ, δικανικός
    skilled in pleading: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > δικανικωτέρα

  • 13 δικανικόν

    δικᾱνικόν, δικανικός
    skilled in pleading: masc acc sg
    δικᾱνικόν, δικανικός
    skilled in pleading: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > δικανικόν

  • 14 δικανικώτατα

    δικᾱνικώτατα, δικανικός
    skilled in pleading: adverbial superl
    δικᾱνικώτατα, δικανικός
    skilled in pleading: neut nom /voc /acc superl pl

    Morphologia Graeca > δικανικώτατα

  • 15 δικάσας

    δικά̱σᾱς, δικάζω
    Bis Acc.
    fut part act fem acc pl (doric)
    δικά̱σᾱς, δικάζω
    Bis Acc.
    fut part act fem gen sg (doric)
    δικάσᾱς, δικάζω
    Bis Acc.
    aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > δικάσας

  • 16 δίκας

    δίκᾱς, δίκη
    custom: fem acc pl
    δίκᾱς, δίκη
    custom: fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > δίκας

  • 17 Δίκαν

    Δίκᾱν, Δίκη
    custom: fem acc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > Δίκαν

  • 18 δικανικαί

    δικᾱνικαί, δικανικός
    skilled in pleading: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > δικανικαί

  • 19 δικανικοί

    δικᾱνικοί, δικανικός
    skilled in pleading: masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > δικανικοί

  • 20 δικανικούς

    δικᾱνικούς, δικανικός
    skilled in pleading: masc acc pl

    Morphologia Graeca > δικανικούς

См. также в других словарях:

  • Δίκα — Δίκᾱ , Δίκη custom fem nom/voc/acc dual Δίκᾱ , Δίκη custom fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκα — δίκᾱ , δίκη custom fem nom/voc/acc dual δίκᾱ , δίκη custom fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίκᾳ — Δίκαι , Δίκη custom fem nom/voc pl Δίκᾱͅ , Δίκη custom fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκᾳ — δίκαι , δίκη custom fem nom/voc pl δίκᾱͅ , δίκη custom fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικά — δικᾱνικά , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc pl δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc dual δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικώτερον — δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading adverbial comp δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading masc acc comp sg δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικωτέρα — δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc comp dual δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικῶν — δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading fem gen pl δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικόν — δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading masc acc sg δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικώτατα — δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading adverbial superl δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικάσας — δικά̱σᾱς , δικάζω Bis Acc. fut part act fem acc pl (doric) δικά̱σᾱς , δικάζω Bis Acc. fut part act fem gen sg (doric) δικάσᾱς , δικάζω Bis Acc. aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»