-
1 κινώ
(α, ε) 1. μετ.1) двигать, приводить в движение; 2) сдвигать с места, передвигать; 3) побуждать (к действиям), толкать (на что-л.); 4) перен. вызывать, порождать, возбуждать (какое-л. чувство);κιν τον γέλωτα (την περιέργεια) — вызывать смех (любопытство);
5) затевать (какое-л. дело);κιν τον πόλεμο — начинать войну;
αγωγή — возбуждать судебное дело; — предъявлять иск;2. αμετ. двигаться в путь, трогаться; отправляться;κίνησα στίς πέντε το πρωί я выехал в пять часов утра;1) — двигаться; — шевелиться;κινούμαι
η γη κινείται περί τον ήλιον — земля движется вокруг солнца;
μόλις κινούμαι — я еле-еле двигаюсь;
μην κινείσαι! — не шевелись!;
2) активизироваться, оживляться; мобилизоваться;κινήσου — пошевеливайся!, живее!;
§ κιν
γήν και ούρανδν — или κιν πάντα λίθον — делать всё возможное;συν Άθηνά και χείρα κίνει погов. ≈ на бога надейся, а сам не плошай -
2 κινέω
Aκίνησα Il.23.730
, etc.:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut. κινήσομαι (in pass. sense) Pl.Tht. 182c, D.9.51, - ηθήσομαι Ar.Ra. 796, Pl.R. 545d, etc.: [tense] aor. [voice] Med. ([dialect] Ep.)κινήσαντο Opp.C.2.582
: [tense] aor. [voice] Pass. ἐκινήθην, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.ἐκίνηθεν Il.16.280
: (cf. κίω):— set in motion, ἄγε κινήσας, of Hermesleading the souls, Od.24.5; simply, move, ;κ. θύρην 22.394
;κ. κάρη Il.17.442
, etc.;Ζέφυρος κ. λήϊον 2.147
;κ. ὄμμα S.Ph. 866
;ναῦς ἐκίνησεν πόδα E.Hec. 940
(lyr.), etc.; σκληρὰ ἡ γῆ ἔσταικινεῖν, i.e. plough, X.Oec.16.11; κ. δόρυ, of a warrior about to attack, E.Andr. 607;κ. στρατιάν Id.Rh.18
(anap.);κ. ὅπλα Th.1.82
; κ. σκάφην rock a cradle, Phylarch.36 J.b in later Gr., set in motion a process of law, etc., PKlein.Form.405, etc.2 remove a thing from its place,ἀνδριάντα Hdt.1.183
; ; κ. τι τῶν ἀκινήτων meddle with things sacred, Hdt.6.134, cf. S. Ant. 1061, Th.4.98; κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι apply them to an alien purpose, Id.2.24;κ. τῶν χρημάτων Id.1.143
, 6.70;κ. τὸ στρατόπεδον X.An.6.4.27
, etc. ( κινεῖν alone, Plb.2.54.2, cf. LXX Ge.20.1, Plu. Dio 27); change, innovate,νόμαια Hdt.3.80
;τοὺς πατρίους νόμους Arist. Pol. 1268b28
;τῶν κειμένων νόμων Zaleuc.
ap. Stob.4.2.19:—[voice] Pass.,νόμιμα κινούμενα Pl.Lg. 797b
;ἰατρικὴ κινηθεῖσα παρὰ τὰ πάτρια Arist. Pol. 1268b35
: so abs. in [voice] Act., change treatment, ib. 1286a13.3 Gramm., inflect,τὰ ῥήματα ἐκίνει τὸ τέλος A.D.Pron.104.15
:—more usu. in [voice] Pass., κατὰ τὸ τέλος κινεῖσθαι ib.104.10.II disturb, of a wasps'nest,τοὺς δ' εἴ πέρ τις.. κινήσῃ ἀέκων Il.16.264
; arouse,κ. τινὰ ἐξ ὕπνου E.Ba. 690
; urge on,φόβος κ. τινά A.Ch. 289
; φυγάδα πρόδρομον κινήσασα having driven him in headlong flight, S.Ant. 109 (lyr.); κ. ἐπιρρόθοις κακοῖσιν attack, assail, ib. 413;μήτηρ κ. κραδίαν, κ. δὲ χόλον E.Med.99
(anap.);ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολὴν.. ζέσαι Anaxipp.2
; κ. τινά incite or stir one up to speak, Pl.R. 329e, Ly. 223a, X.Mem.4.2.2; κ. τὰ πολλὰ καὶ ἄτοπα stir up.. questions, Pl.Tht. 163a; call in question an assumption,τὰ μέγιστα κ. τῶν μαθηματικῶν Arist.Cael. 271b11
, cf. Phld.Sign.27;κ. τὸ τὰ ἄκρα.. ἀνταίρειν Str.2.1.12
, cf. Plot.2.1.6;ὁ κινῶν [τὰ φαινόμενα] λόγος S.E.M.8.360
:—[voice] Pass., S.OC 1526; κινεῖται γὰρ εὐθύς μοι χολή my bile is stirred, Pherecr.69.5;κεκινῆσθαι πρός τι X.Oec.8.1
.2 set going, cause, call forth,φθέγματα S.El.18
;πατρὸς στόμα Id.OC 1276
; ;λόγον περί τινος Pl.R. 450a
;πάντα κ. λόγον Id.Phlb. 15e
;κ. ὀδύνην S.Tr. 974
(anap.); ;πάθος Phld. Mus.p.4
K.; πόλεμον, πολέμους, Th.6.34, Pl.R. 566e;Ἐμπεδοκλέα.. πρῶτον ῥητορικὴν κεκινηκέναι Arist.Fr.65
.3 Medic., κ. οὔρησιν, οὖρα, Dsc.2.109, 127; κοιλίαν ib.6.4 sens. obsc.,κ. γυναῖκα Eup.233.3
(nisileg. ἐβίνουν), cf.Ar.Ach. 1052 (v.l.), Eq. 364, Nu. 1103 (lyr., [voice] Pass.), al., AP11.7 ([place name] Nicander);κ. τὰ σκέλεα Herod.5.2
.5 phrases: κ. πᾶν χρῆμα turn every stone, try every way, Hdt.5.96; μὴ κ. εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb. 15c; μὴ κίνει Καμάριναν, ἀκίνητος γὰρ ἀμείνων Orac. ap. St.Byz.; κινεῦντα μηδὲ κάρφος 'not stirring a finger', Herod.3.67, cf. 1.55;μηδ' ὀδόντα κινῆσαι Id.3.49
; κ. τὸν ἀπ' ἴρας πύματον λίθον 'play the last card', Alc.82 (s.v.l.).B [voice] Pass., to be put in motion, go, Il.1.47; <κι>νηθεὶς ἐπῄει dub. in Pi.Fr. 101: generally, to be moved, stir, κινήθη ἀγορή, ἐκίνηθεν φάλαγγες, Il.2.144, 16.280; of an earthquake,Δῆλος ἐκινήθη Hdt.6.98
, Th.2.8;θύελλα κινηθεῖσα S.OC 1660
; τί κεκίνηται; what motion is this? E.Andr. 1226 (anap.); κινεῖσθαι, opp. ἑστάναι, motion, opp. rest, Pl. Sph. 250b, etc.; ὥσπερ χορδαὶ ἐν λύρᾳ συμπαθῶς κινηθεῖσαι vibrating in unison, Plot.4.4.8.2 of persons, to be moved, stirred, ὁ κεκινημένος one who is agitated, excited, Pl.Phdr. 245b, cf. Vett.Val.45.25, al.;κ. παθητικῶς Phld.Rh.1.193
S.3 of dancing,κ. τῷ σώματι Pl.Lg. 656a
.4 move forward, of soldiers, S.OC 1371, E.Rh. 139, Ph. 107; but κ. ἐκ τῆς τάξεως leave the ranks, X.HG2.1.22.6 κεκινημένος περί τι, Lat. versatus in.., Pl.Lg. 908d. -
3 κῖνέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κῖνέω
См. также в других словарях:
ανακινώ — κίνησα, κινήθηκα, κινημένος. 1. αναταράζω, ανακατώνω κάτι: Θα ανακινείς πρώτα το φιαλίδιο με το φάρμακο κι ύστερα θα το χρησιμοποιείς. 2. φέρνω στην επιφάνεια κάτι που έχει ξεχαστεί, προκαλώ καινούρια συζήτηση γι αυτό: Ορισμένοι βουλευτές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινώ — και κινάω κίνησα, κινήθηκα, κινημένος 1. βάζω κάτι σε ενέργεια, κάνω κάτι να λειτουργήσει: Ο μύλος κινείται με νερό. 2. μετατοπίζω, κουνώ: Να μην κινήσεις τίποτα μέσα στο δωμάτιό μου. 3. προξενώ, προκαλώ: Μου κινεί την περιέργεια. 4. ξεκινώ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινάω — / κινώ, κίνησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: κινάω : χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια → ξεκινάω (π.χ. κινάει να φύγει), αλλά στον απλό προφορικό λόγο και με τις άλλες έννοιες του κινώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κινώ — κινώ, κίνησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κινάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής