Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ματίας

См. также в других словарях:

  • Ματίας — (Matthias, 1557 – 1619). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους (1612 19), βασιλιάς της Βοημίας (1611 17) και της Ουγγαρίας (1608 18). Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Β’ και από το 1593 διετέλεσε τοποτηρητής… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίνεβαλντ, Ματίας — (Matthias Grunewald, Βίρτσμπουργκ περ. 1475 – Χαλ 1528). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο τουΓερμανού ζωγράφου Ματίας Γκότχαρτ Νάιτχαρτ (Gothart Neithart). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του. Το πρώτο βεβαιωμένο έργο του, που χρονολογείται στο… …   Dictionary of Greek

  • Βιλιέ ντε λ’ Ιλ-Αντάμ, Φιλίπ Ογκίστ Ματιάς, κόμης του- — (Philippe Auguste Mathias, comte de Villiers de L’ Isle Adam, Σεν Μπριέ, Βρετάνη 1838 – Παρίσι 1889).Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και πρωτοεμφανίστηκε με τους παρνασσιακούς ποιητές. Ευαίσθητος στις βαγκνερικές θεωρίες …   Dictionary of Greek

  • Όλμπερς, Χάινριχ Βίλχελμ Ματίας — (Heinrich Wilhelm Matthaus Olbers, Βρέμη 1758 – 1840). Γερμανός αστρονόμος και γιατρός. Αρχικά εξασκούσε το ιατρικό επάγγελμα, το οποίο όμως γρήγορα εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με ζήλο με την αστρονομία και ιδιαίτερα με τους κομήτες. Το 1796… …   Dictionary of Greek

  • Πρέτι, Ματίας — (Preti, 1613 – 1699). Iταλός ζωγράφος. Ήταν γνωστός και με το παρωνύμιο Καλαβρέζος Ιππότης. Εικονογράφησε τον ναό του Αγίου Μπιάτζιο στη Μοδένα και εργάστηκε στη Βενετία, τη Γένοβα και την Μπολόνια. Είναι κυρίως γνωστός για δύο πίνακές του… …   Dictionary of Greek

  • Ράκοζι Ματίας — (Rakosi, 1892 – 1963). Ούγγρος πολιτικός. Μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ουγγαρίας, διετέλεσε επίτροπος του λαού για το εμπόριο στην κυβέρνηση του Μπέλα Κουν (1919). Μετά τη κατάλυση του επαναστατικού καθεστώτος στην Ουγγαρία, πήγε ως… …   Dictionary of Greek

  • Στόμερ, Ματίας — (Stomer). Ολλανδός ζωγράφος (1600 – 1650;). Ανήκε στη λεγόμενη Σχολή της Ουτρέχτης. Έζησε από το 1631 στη Νεάπολη της Ιταλίας και αργότερα στη Σικελία, όπου και πέθανε. Έργα του υπάρχουν σε πινακοθήκες των πόλεων Βαλτιμόρη, Βερολίνο, Βρυξέλλες,… …   Dictionary of Greek

  • -ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»