-
1 πλάστρον
πλάστρον, τό,A ear-ring, IG22.1527.17 (Brauronion, iv B. C.): more freq. in pl., Ar.Fr.320.10, IG12.313.63,al., 22.1544.11, 12(8).51.17 (Imbros, ii B. C.), Poll.5.97.II pl., images of gods, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάστρον
-
2 ἔμ-πλαστρον
ἔμ-πλαστρον, τό, = ἔμπλαστον, sp. Medic.
-
3 πλάστρα
πλάστρονear-ring: neut nom /voc /acc pl -
4 πλάστρων
πλάστρονear-ring: neut gen pl -
5 πλάσσω
Grammatical information: v.Meaning: `to knead, to form, to mould, to shape (a soft mass); to think up, to imagine, to pretend' (Hes.).Other forms: Att. - ττω, fut. πλάσω, aor. πλάσ(σ)αι (Hes.), pass. πλασθῆναι, perf. πέπλασμαι (IA.), act. πέπλακα (hell.).Compounds: Very often w. prefix in diff. senses, e.g. κατα-πλάσσω `to spread, to besmear', ἐμ-πλάσσω `to smear, to stop up' (cf. bel.).Derivatives: Many derivv. Nom. actionis: 1. πλάσμα n. `forming, formation, fiction' (IA.) with - ματίας m. `fictional', - ματώδης `id.' (Arist.), - ματικός `id.' (S.E.); ἔμ-, ἐπί-, κατά-πλασμα n. `plaster' (medic.). 2. πλάσις ( ἀνά-πλάσσω, κατά-πλάσσω etc.) f. `forming, formation, figuration' (Hp., Arist.). 3. ἀνα-πλασμός m. `figuration' (Plu.), μετα-πλασ-μός m. `transformation' (gramm.) a.o. 4. κατα-πλαστύς f. `besmearing' (Hdt. 4, 175). Nom. agentis a. instr.: 5. πλάστης m. `former, moulder, maker' (Pl.), often in synthet. compp., e.g. κηρο-πλάστης m. `modeller in wax' (Pl.) with - έω (Hp.) etc.; f. πλάσ-τις (Ael.), - τειρα (Orph., APl.), - τρια ( Theol.Ar.). 6. πλάστρον n. `earring' (Att. inscr. a.o.), ἔμπλασ-τρον n., - τρος f. `ointment' or `plaster' (Dsc., Gal., pap.). Adj.: 7. πλαστός `formed, shaped, thought up' (Hes.), ἔμπλασ-τον n., - τος f. `ointment, plaster' (Hp.); πλαστή f. `clay wall' (pap.) with περι-, συμ-πλαστεύω `to surround, to construct with a π', πλαστευτής m. `builder of a π.' (pap.). 8. πλαστικός ( προσ-, ἐν-, ἀνα-) `suitable for forming, plastic' (Pl.). -- a.o.; κορο-πλάστης hell.). On πλάθανον s.v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Common verbal stem πλαθ-; from there on the one hand the yot-present *πλαθ-ι̯ω \> πλάσσω (on the phonetics Schwyzer 320), on the other hand the non-present forms (which on themselves could also go back on πλα- with analog. πλάσσαι, πλασθῆναι, πλαστός; cf. on κλάω). -- No correspondence outside Greek. As the θ (IE *dh) prob. orig. has present-forming, in any case formantic function ( πλή-θω, βρί-θω etc.; Schwyzer 703), πλά-θω can belong to the group of pelā- `broaden' (s. πλάξ); one has to assume an orig. meaning `smear thin, make flat'; s. WP. 2, 63. On the meaning `smear' (in κατα-, ἐμ-πλάσσω) and `knead, form' cf. the same duplicity in Skt. déhmi `spread, smear' and Lat. fingō `knead, form' (cf. on τεῖχος). -- From ἔμπλαστρον Lat. emplastrum, Fr. emplâtre etc.; MLat. plastrum ` Pflaster, plaster', Fr. plâtre, OHG pflastar etc. -- Cf. πλάξ; cf. also παλάθη and πλάστιγξ. -- A form πλαθ- annot be derived from IE, cf. on πλάθανον. So it must be of Pre-Greek origin.Page in Frisk: 2,551-552Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλάσσω
См. также в других словарях:
πλάστρον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ πλάστρα (κατά τον Ησύχ.) α) ενώτια, σκουλαρίκια β) αγάλματα, είδωλα θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω + επίθημα τρον (πρβλ. κρέμασ τρον, πίεσ τρον)] … Dictionary of Greek
πλάστρα — πλάστρον ear ring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστρων — πλάστρον ear ring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek
γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… … Dictionary of Greek
ζαμπό — το (ενδυμ.) διακοσμητικό κομμάτι από μουσελίνα ή από δαντέλα, που στόλιζε άλλοτε το ανδρικό πουκάμισο στο στήθος ή, που σχηματίζοντας σούρα ή πλισέ, προσαρμοζόταν στο πλαστρόν τών γυναικείων φορεμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jabot] … Dictionary of Greek
μπλάστρι — το έμπλαστρο, κατάπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνσ. ἐμ πλάστρ ιον, υποκορ. τού ἔμ πλαστρον < αρχ. ἔμπλαστον < ἐμ πλάσσω (πρβλ. έμπλαστρο)] … Dictionary of Greek
πιάστρο — το, Ν (νομισμ.) νομισματική μονάδα τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου, που ισοδυναμεί με το 1/100 τής τουρκικής και τής αιγυπτιακής λίρας και που στην περίπτωση τής πρώτης λέγεται και γρόσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piastra «λεπτός μεταλλικός δίσκος,… … Dictionary of Greek