Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πικρός

См. также в других словарях:

  • πικρός — pointed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • Πικρός, Πέτρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Γεναρόπουλου, Κωνσταντινούπολη 1900 – Αθήνα 1956). Συγγραφέας. Νέος έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι, όπου για ένα διάστημα σπούδασε ιατρική και το 1920 ήρθε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και… …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει πικρή γεύση: Πολλά αγγούρια είναι πικρά. 2. μτφ., λυπηρός, δυσάρεστος, πειραχτικός: Η αλήθεια είναι πικρή, μα πρέπει να λέγεται. – Μου μίλησε πικρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικρότερον — πικρός pointed adverbial comp πικρός pointed masc acc comp sg πικρός pointed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτάτων — πικρός pointed fem gen superl pl πικρός pointed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτέραις — πικρός pointed fem dat comp pl πικροτέρᾱͅς , πικρός pointed fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτέρων — πικρός pointed fem gen comp pl πικρός pointed masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικροτέρως — πικρός pointed adverbial comp πικρός pointed masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρόν — πικρός pointed masc acc sg πικρός pointed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρότατα — πικρός pointed adverbial superl πικρός pointed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»