Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κηρο-πλάστης

См. также в других словарях:

  • κοροπλάστης — ο (Α κοροπλάστης) ο κοροπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν ο + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηρο πλάστης, κοσμο πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • ινδικοπλάστης — ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α) χρωματιστής, βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, κηρο πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • λογοπλάστης — λογοπλάστης, ὁ (Μ) αυτός που επινοεί ή δημιουργεί λέξεις, γλωσσοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πλάστης(< πλάσσω), πρβλ. θεο πλάστης, κηρο πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπλάστης — ο, ΝΑ χαλκουργός νεοελλ. γλύπτης που δουλεύει σε χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. θεο πλάστης, κηρο πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • τυφοπλάστης — ὁ, Α αυτός που επινοεί ψεύδη («μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων», Φίλων). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. κηρο πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • σωματοπλαστώ — έω, Α πλάθω, διαμορφώνω σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + πλαστῶ (< πλάστης < πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηρο πλαστώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»