Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μίνυνθ-ᾰ

См. также в других словарях:

  • μίνυνθ' — μίνυνθα , μίνυνθα a short time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυνθάδιος — μινυνθάδιος, ία, ον (Α) 1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιος («μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ », Ομ. Ιλ.) 2. μικρός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μινυνθαδία (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ τού επιρρ. μίνυνθα* + κατάλ. άδιος (πρβλ. κρυφ άδιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»