Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φράσεις

См. также в других словарях:

  • φράσεις — φράσις speech fem nom/voc pl (attic epic) φράσις speech fem nom/acc pl (attic) φράζω point out aor subj act 2nd sg (epic) φράζω point out fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

  • ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …   Dictionary of Greek

  • ξεράδι — το ξερό κλαδί δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο 2. φρύγανο 3. (σε φράσεις που δηλώνουν περιφρόνηση) το πόδι, το χέρι, (α. «μη σηκώνεις το ξεράδι σου» β. «πάρε από τη μέση τα ξεράδια σου») 4. (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται… …   Dictionary of Greek

  • πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… …   Dictionary of Greek

  • υπερβατός — ή, ό / ὑπερβατός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν (γραμμ. ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή… …   Dictionary of Greek

  • ευκτική — Έγκλιση του αρχαίου ρήματος, η οποία συνήθως δηλώνει ευχή. Η έγκλιση αυτή υπάρχει σε διάφορες αρχαίες γλώσσες και, ιδιαίτερα, στην αρχαία ελληνική. Σήμερα σώζεται σε ορισμένες μόνο φράσεις, ενώ παλαιότερα ήταν σε γενική χρήση. Εκφράζει την έννοια …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»