Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λέξο

См. также в других словарях:

  • λέξο — λέγω 1 lay aor imperat pass sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβόλεξο — το παιχνίδι κατά το οποίο τοποθετούνται γράμματα τού αλφαβήτου αρχικών λέξεων σε επιφάνεια πλευράς κύβου ούτως ώστε να αποτελέσουν άλλες λέξεις μετά την ταξιθέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + λεξο (< λέξη), πρβλ. σταυρό λεξο. Ο τ. πιθ. αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • σταυρόλεξο — Είδος πνευματικής άσκησης των νεώτερων χρόνων. Τα πρώτα σ., επινόηση ενός Άγγλου, διαδόθηκαν πολύ στις ΗΠΑ και από κει στον υπόλοιπο κόσμο. Σ’ ένα σχήμα συνήθως τετράγωνο αλλά συχνά και άλλου γεωμετρικού σχήματος, περιέχονται λευκά και μαύρα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»