Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκάνϑαις

См. также в других словарях:

  • ἀκάνθαις — ἄκανθα thorn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Anne Marie de Schurman — Anna Maria van Schurman Anna Maria van Schurman, portrait peint par Jan Lievens en 1649, National Gallery, Londres …   Wikipédia en Français

  • CUSCUTA — Arabibus Casuth, Veteribus Casytas, nonnullis est semen illud, quod circa ortum Caniculae in Spina Babylonia satum, eôdem die surgere et crescere legitur, ad eam amplitudinem ut spinam ipsam amplectatur totam, apud Plinium, l. 13. c. 24. Sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νεώ — (I) νεῶ, άω (Α) 1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ άμφοτέρας τὰς… …   Dictionary of Greek

  • ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… …   Dictionary of Greek

  • περισπεύδω — και περισπένδω, Α 1. καταδιώκω κάποιον από παντού («τοιαίδε αὐτὸν περιέσπευδον [δ. γρφ. περιέσπενδον] ἀραί», Ιώσ.) 2. τρέχω σε αναζήτηση κάποιου πράγματος, επιδιώκω, αναζητώ κάτι («αἶγες περισπεύδουσαι ἀκάνθαις», Άρατ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»