Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ληΐδα

См. также в других словарях:

  • ληίδα — ληίς booty fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίδ' — ληίδα , ληίς booty fem acc sg ληίδι , ληίς booty fem dat sg ληίδε , ληίς booty fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιθα — ἤλιθα (Α) επίρρ. 1. αρκετά, υπερβολικά («ληίδα συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν» λάφυρα συγκεντρώσαμε πάρα πολλά, Ομ. Ιλ.) 2. άσκοπα, μάταια («οἵ τε πέτονται ἤλιθα» κι αυτοί πετούν άσκοπα, Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. ήλιθα < *ήλιθος < ηλεός*. ΠΑΡ. ηλίθιος] …   Dictionary of Greek

  • Άλθηπος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της Ληίδας. Ήταν βασιλιάς της Τροιζήνας, η οποία, σύμφωνα με τον μύθο, βρισκόταν με εντολή του Δία υπό τη διπλή κατοχή του Ποσειδώνα και της Αθηνάς. H ερμηνεία του μύθου: ο Ποσειδώνας ήταν το νερό, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»