Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λοχώ

См. также в других словарях:

  • λοχώ — (I) λοχώ, ἡ (Α) λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του λεχώ. Ο τ. λοχώ < λόχος + επίθημα ώ, που απαντά σε θηλ. ονόματα (πρβλ. μορμ ώ, μορφ ώ)]. (II) λοχῶ, άω (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, τοποθετούμαι για ενέδρα, παραφυλάω, παραμονεύω, στήνω… …   Dictionary of Greek

  • λοχῶ — λοχάω lie in wait for pres imperat mp 2nd sg λοχάω lie in wait for pres subj act 1st sg (attic epic ionic) λοχάω lie in wait for pres ind act 1st sg (attic epic ionic) λοχάω lie in wait for pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) λοχάω lie… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχω — λόχος ambush masc nom/voc/acc dual λόχος ambush masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχῳ — λόχος ambush masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχωι — λόχῳ , λόχος ambush masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχοῦς — λοχέος masc acc pl (attic epic doric) λοχέος masc nom sg (attic epic doric) λοχώ fem nom/voc pl λοχώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχώ — καταλοχῶ, άω (Α) στήνω ενέδρα εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λοχῶ «ενεδρεύω» (< λόχος)] …   Dictionary of Greek

  • λοχητής — λοχητής, ὁ (Α) [λοχώ] αυτός που ενεδρεύει, που παραμονεύει …   Dictionary of Greek

  • λοχούς — λοχοῡς, ἡ (Α) η λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. λοχοῡς τού τ. λοχώ*] …   Dictionary of Greek

  • λόχησις — λόχησις, ἡ (Α) [λοχώ] (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐνέδρα» …   Dictionary of Greek

  • λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»