Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κνώδαλα

См. также в других словарях:

  • κνώδαλα — κνώδαλον wild creature neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδαλ' — κνώδαλα , κνώδαλον wild creature neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARATRO asinum simulbovemque jungere — vetitum Deuteronom. c. 22. v. 10. Nempe etiam asinos arâsse, constatex Esaiae c. 30. v. 24. et c. 32. v. 20. Hinc Ioseph. contra Apion. l. 2. Sunt apud nos asini operibus et ad agriculturam rebus necessarus minisirantes. Sed et Romani Scriptores… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κνώδαλο — το (AM κνώδαλον) (για πρόσ.) χαζός ή ανάξιος, τιποτένιος μσν. αρχ. κάθε άγριο ή επικίνδυνο και βλαβερό ζώο (α. «κνώδαλ ὅσ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδέ θάλασσα», Ησίοδ. αρχ. οποιοδήποτε ζώο («κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Περδικάρης, Μιχαήλ — (Κοζάνη 1766 Μοναστήρι, Μακεδονία 1828). Λόγιος γιατρός και στιχουργός. Γιος γιατρού, κεφαλλονίτικης καταγωγής, ο Π. σπούδασε στην Κοζάνη και σταδιοδρόμησε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος στο Βουκουρέστι. Γύρω στα 1796 ανέβηκε στη Βιέννη κι αργότερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»