-
1 κομάς
κομάωlet the hair grow long: pres subj act 2nd sgκομάωlet the hair grow long: pres ind act 2nd sg (epic) -
2 κομᾷς
κομάωlet the hair grow long: pres subj act 2nd sgκομάωlet the hair grow long: pres ind act 2nd sg (epic) -
3 κομάς
κομάς· θεραπείας, καὶ τὰ συοφόρβια, Hsch. -
4 κόμας
κόμᾱς, κόμηhair of the head: fem acc plκόμᾱς, κόμηhair of the head: fem gen sg (doric aeolic)κόμᾱς, κομάωlet the hair grow long: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
5 κόμη
κόμ-η, ἡ,A hair of the head, Il.22.406, etc.: less freq. in pl.,κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας Od.6.231
; κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι (i.e. κόμαις Χαρίτων) Il.17.51; κόμην κείρειν, κείρεσθαι (v. κείρω) ; κόμην τρέφειν to let the hair grow long, Hdt.1.82;κ. φορεῖν PGnom. 188
(ii A.D.); ;καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας E.Ba. 695
; κόμαι πρόσθετοι false hair, wig, X.Cyr.1.3.2, etc.; δοῦλος ὢν κόμην ἔχεις; Ar.Av. 911; κόμης ἀνάπλεως unkempt, Plu.Cic.30.II metaph., foliage of trees, Od.23.195, Cratin.296, etc.;δόνακος App.BC4.28
; of herbs, Dsc.4.164.7, Gal.6.268; of corn,ληΐου κ. Babr.88.3
;λειμώνων κόμαι IG14.1389i
i 11; esp. = τραγοπώγων, Thphr.HP7.7.1, Dsc.2.143. -
6 ἀναδέω
a bind on top, crown (med., one's own head)ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν στεφάνοις P. 2.6
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως P. 10.40
ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
τῶν (sc. στεφάνων)ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας I. 1.28
Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (Er. Schmid: ἀνδεῖσθαι codd.) I. 2.16 ἀν]δησάμεναι πλοκάμους μύρτων ὑπ[ (supp. Lobel.) Πα. 13a. 16.b of the crowns themselves, bindὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
-
7 δάφνα
1 bay δᾰφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες sc. the Hyperboreans P. 10.40 ὅρπακἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα (cf. titulum a Snell e Proclo et Pausania suppletum: < Θηβαίοις δαφνηφορικὸν εἰς Ἰσμήνιον>) Παρθ. 2.. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις ( δάφνας with σχεδὸν edd. vulg., walking in her sandals near the bay, i. e. the bay decorated κωπώ: with πεδίλοις Wil.) Παρθ. 2. 69. -
8 εἰλαπινάζω
1 make merry δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως sc. Hyperboreans P. 10.40 -
9 εὔφρων
aI of gods, gracious, kindἀλλ' ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον O. 2.14
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.12
νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
II of men, merry [ εὔφρονος Κάδμοιο (Π: εὐθρόνοις codd.) O. 2.22]ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
ἐύφ[ρον]α λαόν (dubitanter coni. Erbse) Πα.. 1. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67.b of things, kindly, benevolentΜοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36
πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ' εὔφρονα pr. P. 4.196 ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι pr. N. 7.67 [ εὐφρόνων πόνων ( εὐφόρων v. l.) N. 10.24]εὔφρον' ἐς οἶκον Pae. 6.115
c frag. ] εὔφρων γαρ[ P. Oxy. 1892. fr. 41. -
10 κόμα
1 hairἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
κομᾶν πλόκαμοι P. 4.82
γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις P. 5.31
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες P. 10.40
βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68
ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία I. 7.49
τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pindar speaks of Aigina, nymph and island Πα.. 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17. -
11 χρύσεος
χρύσεος (-έῳ, -εον. -έων, -έων, -έοις: -έα, -έας, -έας, -έᾳ, -έαν, -έα, -εαι, -εᾶν, -έαις(ι), - έαις(ιν), -έας; -έῳ, -εον, -έων, -έων, -έοις: synizesis is allowed only when the first syllable is long: χρᾰς- occurs 10 times, O. 1.87, P. 3.73, P. 4.4, 144, 231, P. 9.56, P. 10.40, N. 5.7, I. 7.49, Pae. 6.92)a golden of things, i. e. made of, decorated with gold; esp. of that which belongs to the gods.θεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
χρυσέας ὑποστάσαντες κίονας O. 6.1
βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (Tricl.: - έαισι codd.) O. 7.34χρυσέα φόρμιγξ P. 1.1
χρυσέοις τόξοισιν P. 3.9
Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
χρυσέαν φιάλαν P. 4.193
“ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω, κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” P. 4.231 ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ (sc. Ἀπόλλων) P. 9.6 “ δώμασιν ἐν χρυσέοις” (in Olympos) P. 9.56χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν P. 11.4
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.24
χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν N. 8.27
“ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88 χρυσέων οἴκων ἄναξ (sc. Ἡρακλέης) I. 4.60 χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (of the third Delphic temple of Apollo) Πα... κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1. μάλων χρυσέων φύλαξ (sc. Πίνδαρος) fr. 288. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι (of those greedy for gold) fr. 223.b gold in colour “ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων Λοξία I. 7.49
νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο Pae. 6.92
τότε χρύσεαᾰ ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pae. 6.137
c magnificent, splendid, of horses, χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις (Er. Schmid: -αισίν ἀν, -έαις κἀν codd.) O. 1.41ἀν' ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
χρυσέαισιν ἵπποις fr. 30. 2. of crowns,κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες P. 10.40
Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
of gods,χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8
ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5
generally,ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
χρυσέων Διὸς αἰετῶν P. 4.4
χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ Pae. 6.1
-
12 αὐτοεθείρας
αὐτο-ε< θεί>-ρας· κόμας ἢ καὶ κόσμους, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοεθείρας
-
13 διάδετος
διά-δετος, ον,A bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων bits firm bound through the horse's mouth, A.Th. 122(lyr.); δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον adorned with a strip of amber set in.., Hld.5.13;δ. ταινίαις τὰς κόμας Lib.Decl.12.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάδετος
-
14 διαπλέκω
A weave, plait,σάνδαλα h.Merc.80
; opp. διαλύω, Hdt.4.67; τὰ τὸν ὄσχεον διαπλέκοντα σώματα Paul.Age.6.62: metaph.,θρῆνον δ. Pi.P.12.8
; ἀγὰν πάγχυ δ. to try every twist, wind all ways, ib.2.82:—[voice] Med., διαπλέξασθαι κόμας plait one's hair, Aristaenet.1.25: —[voice] Pass., ψυχὴ διαπλακεῖσα interwoven [ with matter] .., Pl.Ti. 36e, cf. Plot.1.1.3.II metaph., διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ finish the web of one's life, Hdt.5.92.ζ; δ. βίοτον λιπαρῷ γήραϊ Pi.N.7.99
; ἁμέραν prob. in Alcm.23.38;ἀσκητικόν τινα βίον Pl.Lg. 806a
, cf. Com.Adesp.231: withoutβίον, δ. ζῶν ἡδέως Ar.Av. 754
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπλέκω
-
15 διασκέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκέω
-
16 εὐθετίζω
A set in order, arrange orderly, Hes. Th. 541;χελιδὼν.. καλιὴν ηὐθέτιζεν Babr.118.2
;τὰς κόμας Luc. Ind.29
, etc.:—[voice] Med.,ὀστέον εὐθετισάμενος Hp. Fract.8
, cf. 16.II in [voice] Pass., to be suitably employed,εἴς τι A.D. Adv.140.11
, Synt.169.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθετίζω
-
17 θησαυρός
θησαυρός, ὁ,A store, treasure, Ar.Av. 599, etc.; θ. χθονός, of the silvermines of Laureion, A.Pers. 238 (troch.);θ. εὑρεῖν Arist.Pol. 1303b35
; ἄνθρακες ὁ θ., prov., 'apples of Sodom', freq. in Luc.Zeux.2, al.;σποδὸς οἱ θ. γενήσονται Alciphr.2.3.13
: metaph.,θ. γλώσσης φειδωλῆς Hes.Op. 719
;θ. ὕμνων Pi.P.6.8
; , cf. Hp. Lex; κόμας.., ἱκτήριον θ. S.Aj. 1175; Διὸς θ., of a tomb marking the fall of a thunderbolt, E.Supp. 1010; οἰωνοῖς γλυκὺν θ., of a dead body, S.Ant. 30; of learning,θ., οὓς κατέλιπον ἐν βιβλίοις X.Mem.1.6.14
; σοφίας θ. Pl.Phlb. 15e, Ep.Col.2.3;χρημάτων καὶ τιμῶν Pl.Mx. 247b
;καλὸς θ. παρ' ἀνδρὶ σπουδαίῳ χάρις Isoc.1.29
;ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θ. τῆς καρδίας Ev.Luc.6.45
.II strong-room, magazine, Hdt.2.150, SIG419.17 (Delph., iii B.C.), LXXDe.32.34, etc.; esp. of the treasuries built at Delphi by Greek cities, SIG8 (vi B.C.), Hdt.1.14, al., X.An.5.3.5, Str.4.1.13, etc.; vaults of a bank, PLips. 62ii 14 (iv A.D.).2 granary, PCair.Zen.232.4 (iii B.C.), Wilcken Chr.385.27 (iii B.C.), 192 (i A.D.), etc.; οἱ δημόσιοι θ. PRyl.90.9 (iii A.D.), cf. POxy.2119.3 (iii A.D.).3 receptacle for valuables, safe, casket, Hdt.7.190, 9.106, Ev.Matt.2.11; θ. βελέεσσιν, of a quiver, A.Pers. 1022 (lyr.).4 offertory-box (for its form, v. IG9(2).590), IG7.235.23 (Oropus, iv B.C.), 12(3).443 (Thera, iii B.C.), Jahrb.16.162 note 13 (Rhodes, iii B.C.), Schwyzer89 (Argos, iii B.C.), SIG1015.30 (Halic.), PTeb.6.27 (ii B.C.), IG5(1).1390.89 (Andania, i B.C.); σπονδεῖον ἢ θ. coin-in-the-slot machine which sold holy water, Hero Spir.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θησαυρός
-
18 καθίημι
A (lyr.): [tense] aor. 1 καθῆκα, [dialect] Ep.καθέηκα Il.24.642
: [ per.] 2 dual [tense] aor. 2 : [tense] pf.καθεῖκα Lysipp.1
, D.29.46: (v. ἵημι):—let fall, drop, send down, κὰδ δὲ [ κεραυνὸν]..ἧκε Χαμᾶζε Il.8.134
; ; οἶνον λαυκανίης καθέηκα I have sent the wine down my throat, 24.642; καθίετε ἵππους ἐν δίνῃσι sink them in the stream, as an offering to the river-god, 21.132; [ ἱστία] ἐς νῆας κάθεμεν we let them down, lowered them, Od.9.72;λαῖφος καθήσειν A.Eu.
l.c.; σχοίνῳ σπυρίδα κ. let it down by a cord, Hdt.5.16; σῶμα πύργων κ. E.Tr. 1011; κοντὸν ἐς [ τὴν λίμνην] κ. Hdt.4.195;ἐμαυτὸν εἰς ἅλα E.Hel. 1614
; ὅπλα εἰς ἅλἀ ib. 1375; (so metaph.τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε D.29.46
); ;νάρθηκ' ἐς πέδον Id.Ba. 706
; κ. σπονδάς pour them, Id.IA60; τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, of putting lots into a helmet or urn, S.Aj. 1285;ἄγκυραν Hdt. 7.36
; ; κατιεμένην καταπειρητηρίην, of a sounding-line, Hdt.2.28: abs., καθιέναι reach by sounding, sound,οὐδεὶς καθεὶς ἐδυνήθη πέρας εὑρεῖν Arist.Mete. 351a13
: Medic., [ αὐλίσκον] pass a catheter, Ruf.Ren.Ves.7.11; οἵαν πρόφασιν καθῆκε ( παρὰ προσδοκίαν for οἷον ἄγκιστρον) Ar.V. 174; λόγους συμβατηρίους κ. make offers of peace, D.C.41.47; κ. πεῖραν make an attempt, Ael. VH2.13, NA1.57; εἰς ὤμους κ. κόμας let one's hair flow loose, E. Ba. 695, cf. IT52; κ. πώγωνα let one's beard grow long, Ar.Ec. 100, cf. Th. 841, Arr.Epict.2.23.21 ([voice] Pass.,τὰς τρίχας καθειμέναι Crates Com.27
;πώγωνα καθειμένος Plu.Phoc.10
;τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο Ael.VH11.10
); [ αἱ ὄϊες]μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν Arist.HA 596a24
([voice] Pass., of a mare's udder, Hdt.4.2); also τείχη καθεῖναι ἐς θάλασσαν carry them down to the sea, Th.5.52 ([voice] Pass.,καθεῖτο τείχη 4.103
); καθῆκε τὰ σκέλη let down his legs, of one who had been lying, Pl.Phd. 61c; κατ' ἀμφοῖν ἄμφω (sc. τὰ σκέλη) καθέντος, of a wrestler, Gal.6.143; κ. δόρατα let down one's pike, bring it to the rest, X.An.6.5.25; κ. τὰς κώπας let down the oars, so as to stop the ship's way, Th.2.91; rarely of striking, ; ; κ. πρὸς γαῖαν γόνυ to kneel down, Id.Hec. 561; ; κ. τινὰ ἐς ὕπνον let him fall asleep, Id.HF 1006;εἰς κίνδυνον ἐμαυτόν D.H.5.27
; [ πώλους]ἐς λειμώνων Χλόην E.IA 423
; of a general, κ. στρατόπεδα εἰς.. let them march into.., Plb.3.70.11;εἰς τὸ πεδίον τὴν δύναμιν Id.3.92.7
; κ. ἐπί τινας τόπους ἐνέδρας lay an ambush, Id.4.63.9:—[voice] Pass., stretch down seawards,ὄρεα μέχρι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένα Pl. Criti. 118a
;ἕως γῆς τοῦ πρηστῆρος καθιεμένου Epicur.Ep.2p.47U.
, cf. p.51 U.; τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς low tone of voice, Hdn.5.2.3.2 send down into the arena, enter for racing, ἅρματα, ζεύγη, Th.6.16, Isoc.16.34; of plays, produce, Eratosth. ap. Sch.Ar.Nu. 552 ([voice] Pass.);διδασκαλίαν Plu.Cim.8
; so ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι.. γνώμας καθεῖναι (Com. for προθεῖναι) Ar.Ec. 397; κατὰ τὴν ἀγορὰν λογοποιοὺς κ. D.24.15: freq. in later Greek in a general sense, set in motion, employ, Luc.DMeretr.7.4;κ. ἔς τινας ὑποψίας Philostr.VA6.38
; φίλους καὶ ῥήτορας κ. employ them, Plu.Per.7, cf. Philostr.VA4.42:—[voice] Pass., to be put in motion, .II intr., swoop down like a wind,λαμπρὸς καὶ μέγας καθιείς Ar.Eq. 430
; of rivers, run down,ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου Pl.Phd. 112e
; κ. εἰς γόνυ sink on the knee, Plu.Ant.45; κ. εἰς ἀγῶνα, Lat. descendere in arenam, Id.2.616d, Luc.Alex.6; κ. ἐς Ῥόδον arrive there, v.l. for κατῆγεν, Polyaen.5.17.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίημι
-
19 καλλικόμας
καλλι-κόμας, ὁ, = sq.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλικόμας
-
20 κατακτενίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακτενίζω
См. также в других словарях:
κομᾷς — κομάω let the hair grow long pres subj act 2nd sg κομάω let the hair grow long pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμας — κόμᾱς , κόμη hair of the head fem acc pl κόμᾱς , κόμη hair of the head fem gen sg (doric aeolic) κόμᾱς , κομάω let the hair grow long imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιοκόμας — ἡλιοκόμας, ό (Μ) αυτός του οποίου τα μαλλιά είναι λαμπερά σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κόμας (< κόμη), πρβλ. κηπο κόμας, στραβαλο κόμας] … Dictionary of Greek
καλλικόμας — καλλικόμας, ὁ (Α) ο καλλίκομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιο κόμας, στραβαλο κόμας] … Dictionary of Greek
κηποκόμας — κηποκόμας, ὁ (Α) αυτός που έχει κόψει τα μαλλιά του με τον τρόπο που λεγόταν κήπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + κόμας (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. ηλιο κόμας, καλλι κόμας] … Dictionary of Greek
власъ — ВЛАС|Ъ (148), А с. 1.Волос: власи главьнии вьси иштьтени соуть. (αἱ τρίχες) Изб 1076, 128; и за власы имъше и. и тако пьхающе влачахоути и. ЖФП XII, 44б; растьрзаша ризы сво˫а. и власы сво˫а обръваша и пьрстию посыпавъше ЧудН XII, 67б; аще хотѩть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
COMA Hyacinthina — apud Poetas frequens. Sic apud Longum, ubi describitur forma decusque Daphnidis, Coma ei adscribitur, hyacinthino flori similis, Ο῾ρᾷς ὡς ὑακίνθῳ μέν τὴν κόμην ὁμοίαν ἔχει; imitatione scil. Homeri, qui, ut Ulysses Nausicaae gratior esset, ait… … Hofmann J. Lexicon universale
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
ξανθοκόμης — ξανθοκόμης, δωρ. τ. ξανθοκόμας, ὁ (Α) αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κόμης / κόμᾱς (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. λευκο κόμης, χρυσο κόμης] … Dictionary of Greek
προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… … Dictionary of Greek