-
1 κλίμακας
κλί̱μακας, κλῖμαξladder: fem acc pl -
2 κλίμακας
scaleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κλίμακας
-
3 προσερείδω
Aπροσήρεικα Plb.1.11.10
,προσερήρεικα Plu.Aem. 19
: [tense] pf. part. [voice] Pass.προσερηρεισμένος Hp.Art.78
, Arist.Mech. 853a35: — plant or set firmly against,κλίμακας τείχει Plb.4.19.3
, cf. 5.60.8, Plu.Arat.7;πηλὸν τοίχοις Id.2.983b
; ἡ φύσις τὸ ἰσχίον εἰς μέσον προσήρεισεν fixed it firmly, Arist.PA 695a11; Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν make it bounded by the O., Plu.2.332a;τὸ βλέμμα π. τινί Hld.1.21
:—[voice] Pass., of a bandage, Gal.14.793.2 thrust violently against,τὰς λόγχας πρός τι Plb.15.33.4
;τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plu.Aem. 19
;τῷ τόπῳ ξύλον POxy.69.3
(ii A.D.); give additional force, Ascl. Tact.7.4.II [voice] Med., lean upon,τοῖς γόνασι τὴν κεφαλήν J.AJ8.13.6
.III intr., fix itself,πρὸ τοῦ τὴν ἐπιδορατίδα πρός τι προσερεῖσαι Plb.6.25.5
; press against, Ph.Bel.67.31;π. ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Plb.13.7.10
; besiege,παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ακράγαντα Id.1.17.8
, cf. 1.11.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσερείδω
-
4 προσμάχομαι
A- εμᾰχεσάμην J.AJ20.4.1
:— fight against, , cf 830a, Plb.1.28.9; assault a town, X.Cyr.7.5.7;τοῖς τείχεσιν Plu.Demetr.33
;κατὰ τὰς κλίμακας X.HG7.2.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσμάχομαι
-
5 προστίθημι
Aποιθέμεν IG42(1).121.17
(Epid.); ποτθέμειν prob. in Epich.170.8: late [tense] pres. [full] προστιθῶ Ps.- Luc.Philopatr.18,27; imper.προστίθει A.Pr.83
: [tense] fut. προσθήσω: [tense] aor. προσέθηκα, pl. - έθεμεν, subj.προσθῶ Th.4.86
, [dialect] Ion.προσθέω Hdt.1.108
:— [voice] Med., [tense] fut.προσθήσομαι LXX Ex.14.13
: [tense] aor. 1προσεθηκάμην Hdt.4.65
: more freq. [tense] aor. 2 προσεθέμην, subj. προσθῶμαι (not πρόσθωμαι), [ per.] 3sg. opt.προσθεῖτο D.6.12
, butπρόσθοιτο Id.11.6
; [dialect] Dor. part.ποτθέμενος, Πρακτικά 1931.89
([place name] Dodona): [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] aor. 1προσετέθην Th.3.82
: [tense] fut. , al. (- τεθήσεσθαι is f.l. ib.Ex.5.7): but the [tense] pf. [voice] Pass. is chiefly supplied by πρόσκειμαι:— put to,χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Od.9.305
; π. τὰς θύρας, τὴν θύραν, put to, close the door, Hdt.3.78, Lys.1.13;τὰς πύλας Th.4.67
; κλίμακας [τοῖς πύργοις] Id.3.23; κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον holding it close to.., A.Ch. 229;χέρα ἐλάτῃ E.Ba. 1110
;γόνασιν ὠλένας Id.Andr. 895
, cf. S.Ph. 942; ; π. μύωπας apply the spur, Plb.11.18.4;π. χεῖρ' ἐπὶ πρόσωπα E.Ph. 1699
; apply a pessary, Hp. Nat.Mul.32, Sor.1.62, al.; [ κύαθον] Arist.Pr. 890b24:—[voice] Pass., of pessaries, Dsc.1.76, al., Sor.1.35, al.2 hand over, deliver to,θεῶν γέρα.. ἐφημέροισι προστίθει A.Pr.83
, cf. h.Merc. 129; τινὶ γυναῖκα π. give her to him as wife, Hdt.6.126; but π. γυναικὶ τάλαντον, as a dower, Hyp.Lyc.13; ;Ἅιδῃ ἐμὸν δέμας Id.Hec. 368
, cf. IA 540;π. τινὰ πυρί Id.Supp. 948
;σφαγέντα παῖδα π. πόλει Id.Ph. 964
;τισὶ π. πόλιν Th.4.86
;τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν ἑαυτῷ D.C.52.14
; alsoνᾶσον εὐκλέϊ π. λόγῳ Pi.N.3.68
.3 give besides or also, ;προῖκα D.19.195
;χρήματα Id.18.239
, etc.;πίστιν ὑμῖν Id.54.42
;τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Men.557
: abs., spend money,οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως Pl.Euthphr.3d
, cf. Arist.EN 1130a25, Iamb.Protr.9.II impose upon,πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω Hdt.1.108
, cf. 3.62: c. inf.,π. τινὶ πρήσσειν Id.5.30
; π. μέτρον impose measure or bounds, A.Ch. 796 (lyr.); π. τινὶ ἀτιμίην impose, inflict disgrace upon him, Hdt.7.11; π. <φθόρον> A.Ch. 482;ἐπ' ἐμαυτῷ ἀράς S.OT 820
; ;αύτὸς αὑτῷ τὴν βλάβην Id.Fr. 350
; λύπην, πόνους, E.Supp. 946, Heracl. 505;ἀναλώματα IG14.830.12
(Puteoli, ii A.D., [voice] Pass.); π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε strike him dumb with fear, E.Hel. 549;ἐνθύμιον τοῖς ζῶσι Antipho 3.1.2
;τισὶ ζημίας Th.3.39
; π. φιλανθρωπίαν εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα employ it on.., D.19.140.2 attribute or impute to, , cf. Th.3.39 ([voice] Pass.); π. θράσος μοι impute boldness to me, E.Heracl. 475;θεοῖσι π. ἀμαθίαν Id.Hipp. 951
;ἀπληστίαν λέχους γυναιξί Id.Andr. 219
; .III add,τάδε τούτοισι Hdt.1.20
, al.;πρὸς [τῇ γνώμῃ] ἔργα Id.4.139
; ἄλλον πρὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν ib. 196;χάριτι χάριν E.HF 327
;νοσοῦντι νόσον Id.Alc. 1048
;π. τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε Th.2.35
, cf. Hdt.2.136 ([voice] Pass.), Pl.R. 468b; προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (for πλέον ἤ ..) ib. 335a; ἄγγελλε δ' ὅρκον π. S.El.47 (Reiske for ὅρκῳ codd., cf. ;ὀμόσας.. προσθείς τε χεῖρα δεξιάν Ph. 942
);τὴν στήλην ὕστερον προσέθηκε IG12.374.174
;τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις οὔτ' ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι Arist.EN 1106b11
; ; π. γράμματα ib. 418a, cf. 431c; alsoπ. ἐπὶ τοῖσδε χάριν S.Tr. 1253
;ἵππον πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63
;πρὸς τὸν μισθὸν ἑκάστῳ ὀβολόν X.HG1.5.6
, cf. Pl.Phlb. 33c: abs., make additions, Th.3.45;πρὸς τὰ ὑπάρχοντα -τιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται Arist.Rh. 1359b28
; make additions to a story, improve it, Id.Po. 1460a18; also of actors, ib. 1461b30: esp. of adding articles to statements or documents,προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ' ἀφελεῖν Isoc.12.264
, cf.POxy.1062.4 (ii A.D.), etc.; π. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Foed. ap. Th.5.23, cf. 29; π. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Foed.ib.47; πρὸς τὰς συνθήκας Foed. ap. Plb.21.43.27;π. ὅτι.. D.18.231
; of entries in accounts,προσετέθη τὰ τέλη τῷ κυριακῷ λόγῳ PAmh.77.15
(ii A.D.), cf. BGU620.15 (iv A.D.), etc.; π. τινὶ [ἀργύριον] pay, PMich.Zen.28.24 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.647.56 (iii B.C.), PRyl.153.27 (ii A.D.); πρόσθες εἰς ὄνομα Ἐπωνύχου credit to account of E., Ostr. 1159 (ii/iii A.D.); pay in, deposit gold in a bank or mint, PCair.Zen.23.32 (iii B.C.).2 c. acc. pers., τίνα τῇδε προστιθῶ στάσει; A.Ch. 114; Ἀθηναίοις π. σφᾶς αὐτούς join their party, Th.3.92; π. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ ἰδίοις κέρδεσι, Id.8.46,50.3 Math., add,πὸτ ἀριθμόν.. φᾶφον Epich.170.8
(prob.); [χωρίον] ἕτερον αὐτῷ τουτὶ ἴσον Pl.Men. 84d
; πρὸς πεπερασμένον ἀεὶ π. Arist.Ph. 266b2:—[voice] Pass.,εἴ κα.. ποτὶ τὸ ἕτερον τῶν βαρέων ποτιτεθῇ,.. ῥέπειν ἐπὶ τὸ βάρος ἐκεῖνο ᾧ ποτετέθη Archim.Aequil.1
Def.2, cf. Euc. 1Ax.2, etc.;κοινοῦ -τεθέντος Papp.742.15
.4 in Logic, add some determining word, opp. ἀφαιρεῖν, Arist.APo. 91b27, cf.EN 1147b33.5 in LXX and NT, continue or repeat an action, c. inf.,προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι LXX Ge.18.29
; οὐ προσθήσω ἔτι πατάξαι ib.8.21; οὐ μὴ προσθῶ πεῖν I will not drink again, Ev.Marc.14.25 (v.l.); also προσθεὶς Ἰὼβ εἶπεν Job continued and said, LXXJb.27.1;προσθεὶς εἶπε παραβολήν Ev.Luc.19.11
; προσθεῖσα ἔτεκεν υἱόν she bore another son, LXX Ge.38.5:—also in [voice] Med., v. infr. B.111.B [voice] Med., side with one,οἷς ἂν σὺ προσθῇ S.OC 1332
, cf. Th.3.11, 8.48, 87, D.6.12, 11.6, 52.25; τῷ ἀστῷ π. to be favourable, wellinclined to him, Hdt.2.160, cf. D.43.34; τῇ ἡδονῇ side with pleasure, Arist.MM 1201a2: abs., come in, submit, Epist.Phil. ap. D.18.39.2 assent, agree,οὔ οἱ ἔγωγε π. τῇ γνώμῃ Hdt.1.109
, cf. 3.83, Th.6.50, X. An.1.6.10;τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Hdt.2.120
;τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Pl. Lg. 674a
: later c. inf., consent, bring onself to, J.AJ19.1.8.3 φῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι will deposit this vote in favour of Orestes, i.e. will vote in his favour, A.Eu. 735; ; so μὴ μιᾷ φήφῳ π. (sc. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Th.1.20
; φῆφον π. ἐναντίαν τινί ib.40;φῆφον π. ὥστε ἀποκτεῖναι OGI218.102
(Ilium, iii B.C.).4 Math., add, Sammelb. 6951 ii 30, al. (ii A.D.).II c. acc. pers., associate with oneself, i.e. take to one as a friend, ally, or helper, win over,π. τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν Hdt.5.69
, cf. Th.6.18;εἰ στρατὸν προσθέοιτο φίλον Hdt. 1.53
, cf. 69, S.OC 404; ταύτην προσθοῦ δάμαρτα take her to wife, Id.Tr. 1224: also in bad sense,πολέμιον π. τινά X.Cyr.2.4.12
.2 c. acc. rei, apply to oneself,βάλανον Hp.Epid.1.26
.a', cf. 4.30 (abs., ib.1.26.δ'); ὀξύβαφον προσθοῦ λαβών Ar.Av. 361
; : metaph., put on,τῇ ὄφει ἀχθηδόνας Th.2.37
; add to oneself, gain, τί ἂν προσθείμην πλέον; what should I be profited? S.Ant.40; π. χάριν, = ἐπιχαρίζεσθαι, Id.OC 767; esp. of evils, bring or take upon onself,πρὸς κακοῖσι κακόν A.Pers. 531
; ; ;ἄχθος ἐπ' ἄχθει π. διπλοῦν Id.Andr. 396
; οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, Th.1.78, 144; ἔχθρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις π. Pl.Prt. 346b.b bring upon others, οἱ.. πόλεμον προσεθήκαντο made war upon him, Hdt.4.65; οὐκ ἄν σφι Σπαρτιήτας μῆνιν οὐδεμίαν προσθέσθαι vented any wrath upon.., Id.7.229.III in LXX and NT, continue or repeat an action (cf. supr. A.111.5),οὐ προσθήσεσθε ἔτι ἰδεῖν αὐτούς LXX Ex.14.13
; προσέθετο πέμφαι ἕτερον Ev. Luc.20.11; προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον he caused Peter also to be arrested, Act.Ap.12.3; alsoΦαραὼ προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν LXX Ex.9.34
; οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι ib.Ge.8.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστίθημι
-
6 σπεύδω
Aσπευδέμεν Od.24.324
: [tense] fut. (lyr.), Ar.Eq. 926, etc.; Cret. (iii B.C.): [tense] aor. , Pl.Cri. 45c, etc.; [dialect] Ep.σπεῦσα Od.9.250
; subj. σπεύσομεν, for - ωμεν, Il.17.121: [tense] pf. /9.375 (Perga, ii B.C.), Paus.7.15.11:—[voice] Med., A.Ag. 151 (lyr.): [tense] fut.σπεύσομαι Il.15.402
:— [voice] Pass., [tense] pf.ἔσπευσμαι Luc.Am.33
, Gal.12.895.I trans., set going, urge on, hasten,ταῦτα δ' ἅμα χρὴ σπεύδειν Il.13.236
;οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν Od.19.137
, cf. Hdt.1.38; παῦσαι σπεύδων τὰ σπεύδεις ib. 206; ; σ. οἱ μὲν ἴγδιν, οἱ δὲ σίλφιον, οἱ δ' ὄξος procure quickly, get ready, Sol.39; ; σπευσίω ὅτι κα δύναμαι κακὸν τᾷ πόλει SIGl.c. (in Hdt.8.46, Δημοκρίτου σπεύσαντος, an acc. must be supplied).b seek eagerly, strive after, μηδὲν ἄγαν ς. Thgn.335, 401; σ. βίον ἀθάνατον, μακροτέραν ἀρετάν, Pi.P.3.62,I.4(3).13(31);εὐψυχίαν ἀντ' εὐβουλίας E.Supp. 161
;τὴν ἡγεμονίαν Th.5.16
; ;πόλεμον τέκνοις Id.HF 1133
.c promote or further zealously, press or urge on,τι τῶν φέρει φρήν A.Supp. 599
(lyr.);τὸ σὸν σ. ἅμα καὶ τοὐμόν S.El. 251
;τὸ σὸν ἀγαθόν E.Hec. 120
(lyr.); τὸ ἐφ' ἑαυτὸν ἕκαστος ς. Th.1.141;σ. ἀσπούδαστ' ἐπὶ σοὶ δαίμων E.IT 201
(lyr.); τὰ ἐναντία τῇ ἑαυτῶν ὠφελείᾳ ς. And.2.2; in arguing, σεαυτῷ τὰ ἐναντία ς. Pl.Prt. 361a; σ. τοῦτο, ὅπως .. Id.Lg. 687e;μὴ σπεῦδ' ἃ μὴ δεῖ, μηδ' ἃ δεῖ σπεύδειν μένε Men.Mon. 344
: c. dat., οἱ Χαιρέᾳ σπεύδοντες the partisans of Chaereas, Charito 6.1: ἐς τὰ Ἑλλήνων ς. Philostr.VA5.8: folld. by a conj., :—[voice] Med.,σπευδομένα θυσίαν A.Ag. 151
(lyr.): —[voice] Pass.,ξυνὸν πᾶσι ἀγαθὸν σπεύδεται Hdt.7.53
; ἐσπευσμέναι χρεῖαι pressing needs, Luc.Am.33.2 c. acc. et inf., σπεύσατε.. Τεῦκρον ἐν τάχει μολεῖν urge him to come quickly, S.Aj. 804; σπεῦσον.. κάπετόν τιν' ἰδεῖν hasten to look out for.., ib. 1165 (anap.).II more freq. intr., press on, hasten.διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ' Il.11.119
, cf. 8.191, 23.414, Hes.Sc. 228; σ. ἀπὸ ῥυτῆρος with loose rein, S.OC 900; ;πεζῇ X.An.3.4.49
, etc.; exert oneself, strive eagerly or anxiously, of warriors fighting, Il.4.232, cf.8.293, etc.; of a smith at work, 18.373; of beasts of draught, 17.745; of bees working, Hes. Th. 597: prov., (troch.); σπεῦδε βραδέως festina lente, Gell.10.11.5; σ. τινί exert oneself for another, Alex.309:—Construct.,1 c. part., σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα (for σπουδαίως ἐπονήσατο) Od.9.250, cf. S.El. 935, E.Med. 761 (anap.), Ar.Ach. 179: reversely, σπεύδων in haste, eagerly,τὼ δὲ σπεύδοντε πετέσθην Il.23.506
;ἵκετο σπεύδων Pi. P.4.95
;εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ.. σπεύδων σπεύδοντί ποθ' ἥξει A.Pr. 193
(anap.);σ. ἐβοήθει X.HG4.3.1
.2 c. inf., to be eager to.., Hes Op.22,673, Pi.O.4.11(14), N.9.21, A.Ag. 601, Hdt.8.41; :—[voice] Med.,σπευδομένα ἀφελεῖν A.Eu. 360
(lyr.).3 c. acc. et inf., to be anxious that..,εἰρήνην ἑωυτοῖσι γενέσθαι Hdt.1.74
; , cf. Pl.Prt. 361a; τὸ λεκτικοὺς γίγνεσθαι τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπ. X.Mem.4.3.1: alsoἔσπευσεν τοῦ διατηρηθῆναι τὴν εὐφημίαν αὐτοῖς IG22.1028.83
.4 folld. by ὡς, ὅπως, etc.,σ. ὡς Ζεὺς μήποτ' ἄρξειεν A.Pr. 205
; σ. ὅπως μὴ .. Pl.Grg. 480b; ἵνα.., ἵνα μὴ .., Id.Plt. 264a, Isoc.4.164; ὥστε μή, c. inf., Thphr.Od.57.5 folld. by a Prep., σ. μάχην ἐς show eagerness for.., Il.4.225 ([voice] Med., σπεύσομαι εἰς Ἀχιλῆα, ἵνα .. hasten, 15.402);εἰς ἄφενος σπεύδειν Hes.Op.24
;εἰς ἀρετήν Thgn.403
;ἐς θαλάμους E. Hipp. 182
(anap.);ἐς τὰ πράγματα Id. Ion 599
, etc.;εἰς τὸ αὐτὸ ἡμῖν X.Cyr.1.3.4
;δώματος εἴσω E.Med. 100
(anap.);ἐπί τι Lycurg.57
; περὶ Πατρόκλοιο θανόντος struggle for him, Il.17.121;ὑπέρ τινος IG12(9).903
(Chalcis, ii B.C.); , etc.; alsoσ. ὁδόν IG14.1729
. -
7 ἐκτραχηλίζω
A throw the rider over its head, X.Cyr.1.4.8, Plu.2.58f: generally, break a person's neck, Ar. Lys. 705; overturn,τὰ ὄρη Tab.Defix.Aud.271.26
(Hadrumetum, iii A.D.);κλίμακας Ph.Bel.85.38
:—[voice] Pass., break one's neck, Ar.Nu. 1501, Pl.70, Luc.Merc.Cond.42.2 metaph., ruin, pervert, D.9.51, Luc. Rh.Pr.10, Alciphr.3.40, Porph.Abst.1.42;εἰς ὑπερηφανίαν Mich. in EN523.20
:—[voice] Pass.,εἰς ἀτόπους πράξεις Ph.Fr. 102
H.II metaph., cause to lose control of one's language,ἐ. τινὰς αἱ τραγψδίαι Hermog. Id.1.6
.III behead, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτραχηλίζω
См. также в других словарях:
κλίμακας — κλί̱μακας , κλῖμαξ ladder fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαρενάιτ, Γκαμπριέλ Ντανιέλ — (Fahrenheit, Ντάντσιχ 1686 – Χάγη 1736). Γερμανός φυσικός, γνωστός ιδιαίτερα από το πρώτο υδραργυρικό θερμόμετρο που κατασκεύασε (1714) και τη βαθμονόμηση της ομώνυμης θερμομετρικής κλίμακας, που χρησιμοποιείται και σήμερα στις αγγλοσαξονικές… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
μικρόμετρο — Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα… … Dictionary of Greek
τονικότητα — Σύνολο ήχων, που, στα πλαίσια ενός μουσικοθεωρητικού συστήματος, υπακούουν σε συγκεκριμένες αρμονικές σχέσεις και μελωδική συγγένεια και είναι οργανωμένοι σε τρόπο, ώστε να συγκλίνουν σε έναν ηχητικό πόλο. Στην αρχαία Ελλάδα ως βασικός πόλος… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
γεωλογικός χάρτης — Χάρτης που εικονίζει τη γεωλογική κατασκευή μερικών τμημάτων του στερεού φλοιού της Γης σε οριζόντια προβολή τους πάνω στον τοπογραφικό χάρτη που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο. Οι χάρτες αυτοί συντάσσονται ύστερα από λεπτομερείς γεωλογικές έρευνες… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών … Dictionary of Greek