Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θερμοῦ

См. также в других словарях:

  • Θέρμου, δήμος — Νέος δήμος (9.299 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αβαρίκου, Αγίας Σοφίας, Αετοπέτρας, Αμβρακίας, Αναλήψεως, Αργυρού Πηγαδίου, Διασελλακίου, Διπλατάνου, Δρυμώνος,… …   Dictionary of Greek

  • θερμοῦ — θερμός hot masc/neut gen sg θερμός hot masc/fem/neut gen sg θερμόω pres imperat mp 2nd sg θερμόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρμου — θέρμος lupine masc gen sg θέρμω heat pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) θέρμω heat imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) θερμόω pres imperat act 2nd sg θερμόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θέρμου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου χτίστηκε το 1909, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, που ήρθε στο φως με τις ανασκαφές που ξεκίνησαν στην περιοχή του Θέρμου τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. Το ιερό του Απόλλωνα στο Θέρμο ήταν ιερός χώρος όλων των… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • αντικατοπτρισμός — Ονομασία διαφόρων οπτικών φαινομένων, τα οποία οφείλονται στο γεγονός ότι υπό καθορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες οι φωτεινές ακτίνες παθαίνουν μια καμπύλωση, εξαιτίας της οποίας φτάνουν στο μάτι δύο είδωλα του ίδιου αντικειμένου. Ο α. οφείλεται… …   Dictionary of Greek

  • εμψυχία — ἐμψυχία, η (Α) η ιδιότητα τού έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια αρχ. το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο τού θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.) …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»