-
1 θερμού
θερμόςhot: masc /neut gen sgθερμόςhot: masc /fem /neut gen sgθερμόωpres imperat mp 2nd sgθερμόωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 θερμοῦ
θερμόςhot: masc /neut gen sgθερμόςhot: masc /fem /neut gen sgθερμόωpres imperat mp 2nd sgθερμόωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
3 θέρμου
θέρμοςlupine: masc gen sgθέρμωheat: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)θέρμωheat: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)θερμόωpres imperat act 2nd sgθερμόωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
4 διαφλύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφλύω
-
5 δοχός
II Subst. δοχός, ὁ, receptacle, Hsch.; also, = λουτήρ, Id. -
6 δύναμις
A power, might, in Hom., esp. of bodily strength,εἴ μοι δ. γε παρείη Od. 2.62
, cf. Il.8.294;οἵη ἐμὴ δ. καὶ χεῖρες Od.20.237
;ἡ δ. τῶν νέων Antipho 4.3.2
, etc.: generally, strength, power, ability to do anything, πὰρ δύναμιν beyond one's strength, Il.13.787; in Prose,παρὰ δ. τολμηταί Th.1.70
, etc.;ὑπὲρ δ. D.18.193
; opp. κατὰ δ. as far as lies in one, Hdt.3.142, etc. (κὰδ δ. Hes.Op. 336
);εἰς δύναμιν Cratin. 172
, Pl.R. 458e, etc.;πρὸς τὴν δ. Id.Phdr. 231a
.2 outward power, influence, authority, A.Pers. 174 (anap.), Ag. 779 (lyr.);καταπαύσαντα τὴν Κύρου δ. Hdt.1.90
;δυνάμει προὔχοντες Th.7.21
, etc.; ἐν δ. εἶναι, γενέσθαι, X.HG4.4.5, D.13.29.3 force for war, forces,δ. ἀνδρῶν Hdt.5.100
, cf. Pl.Mx. 240d, Plb.1.41.2, LXX Ge.21.22, OGI139.8 (ii B. C.); μετὰ δυνάμεων ἱκανῶν Wilcken Chr.10 (ii B. C.), etc.;δ. καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική X.An.1.3.12
; πέντε δυνάμεσι πεφρουρημένον, of the five projecting rows of sarissae in the phalanx, Ascl.Tact.5.2,al.4 a power, quantity,χρημάτων δ. Hdt.7.9
.ά.5 means,κατὰ δύναμιν Arist.EE 1243b12
; opp. παρὰ δ., 2 Ep.Cor.8.3;κατὰ δ. τῶν ὑπαρχόντων BGU1051.17
(Aug.).II power, faculty, capacity,αἱ ἀμφὶ τὸ σῶμα δ. Hp.VM14
;αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Pl.Tht. 185e
;ἡ τῆς ὄψεως δ. Id.R. 532a
;ἡ τῶν λεγόντων δ. D.22.11
: c. gen. rei, capacity for, ;τοῦ λέγειν Id.Rh. 1362b22
; τοῦ λόγου, τῶν λόγων, Men.578, Alex.94;δ. στρατηγική Plb.1.84.6
;δ. ἐν πραγματείᾳ Id.2.56.5
;δ. συνθετική D.H.Comp.2
: abs., any natural capacity or faculty, that may be improved and may be used for good or ill, Arist.Top. 126a37, cf. MM 1183b28.2 elementary force, such as heat, cold, etc., Hp.VM16, Arist.PA 646a14; ἡ τοῦ θερμοῦ δ.ib. 650a5;θερμαντικὴ δ. Epicur.Fr.60
, cf. Polystr.p.23 W.b property, quality,ἰδίην δύναμιν καὶ φύσιν ἔχειν Hp.VM13
, cf. Nat.Hom.5, Vict.1.10; esp. of the natural properties of plants, etc., αἱ δ. τῶν φυομένων, τῶν σπερμάτων, X.Cyr.8.8.14, Thphr.HP8.11.1; productive power,τῆς γῆς Id.Oec.16.4
;μετάλλων Id.Vect.4.1
: generally, function, faculty, δύναμις φυσική, ζωική, ψυχική, Gal.10.635; περὶ φυσικῶν δ., title of work by Galen.c in pl., agencies, ὑπάρχειν ἐν τῇ φύσει τὰς τοιαύτας δυνάμεις (sc. the gods) Polystr.p.10 W.d function, meaning, of part in whole, Id.p.17 W.e in Music, function, value, of a note in the scale,δ. ἐστι τάξις φθόγγου ἐν συστήματι Cleonid.Harm.14
, cf. Aristox.Harm.p.69M.; μέση κατὰ δύναμιν, opp. κατὰ θέσιν, Ptol. Harm.2.5.3 faculty, art, or craft, Pl.R. 532d, Arist.Metaph. 1018a30, EN 1094a10, Arr.Epict.1.1.1; δ. σκεπτική the doctrine of the Sceptics, S.E.M.7.1.4 a medicine, Timostr.7, etc.;δ. ἁπλαῖ Hp.Decent.9
, Aret.CD1.4, etc.;δ. πολυφάρμακοι Plu.2.403c
, Gal.13.365: in pl., collection of formulae or prescriptions, Orib.10.33.b action of medicines, περὶ τῆς ἁπλῶν φαρμάκων δ., title of work by Galen; also, potency, δυνάμει θερμά, ψυχρά, Id.1.672, al.IV capability of existing or acting, potentiality, opp. actuality ([etym.] ἐνέργεια), Arist.Metaph. 1047b31, 1051a5, etc.: hence δυνάμει as Adv., virtually,ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει.. ἐστί D.3.15
; opp. ἐνεργείᾳ, Arist.APo. 86a28, al.; opp. ἐντελεχείᾳ, Id.Ph. 193b8, al.V Math., power,κατὰ μεταφορὰν ἡ ἐν γεωμετρίᾳ λέγεται δ. Id.Metaph. 1019b33
; usu. second power, square, κατὰ δύναμιν in square, Pl.Ti. 54b, cf. Theol.Ar.11, etc.: chiefly in dat., [εὐθεῖα] δυνάμει ἴση a line the square on which is equal to an area, ἡ BA ἐλάσσων ἐστὶν ἢ διπλασίων δυνάμει τῆς AK the square on BA is less than double of the square on AK, Archim.Sph.Cyl.2.9: εὐθεῖαι δ. σύμμετροι commensurable in square, Euc.10Def.2; ἡ δυνάμει δεκάς the series 12 + 22... + 102, Theol.Ar.64.3 product of two numbers, ἡ ἀμφοῖν (sc. τριάδος καὶ δυάδος)δ. ἑξάς Ph.1.3
, cf. Iamb.in Nic.p.108 P.; δυνάμει in product, Hero Metr.1.15, Theol.Ar.33.VI concrete, powers, esp. of divine beings,αἱ δ. τῶν οὐρανῶν LXX Is.34.4
, cf. 1 Ep.Pet.3.22, al., Ph.1.587, Corp.Herm.1.26, Porph.Abst.2.34: sg., Act.Ap.8.10, PMag.Par.1.1275; πολυώνυμος δ., of God, Secund.Sent.3.VII manifestation of divine power, miracle, Ev.Matt.11.21, al., Buresch Aus Lydien 113, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύναμις
-
7 εἴσκρισις
A entering in, penetration,τοῦ ψυχικοῦ θερμοῦ Placit.5.25.3
, cf. Plot.4.3.9, Zos.Alch.p.205 B.: pl.,κατακλίνονται ταῖς εἰ. ἀκολουθοῦντες
order of admission,Ph.
2.481.II enrolment, admission, PFlor.79.9 (i A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἴσκρισις
-
8 κατάχυσις
A pouring on or over,πολλοῦ ψυχροῦ Hp.Aph.5.21
; affusion, besprinkling, Id.Art.27;ἡ τοῦ θερμοῦ κ. Gp.13.14.11
.IV = ἀήρ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάχυσις
-
9 κοινώνημα
A that which is communicated: pl., acts of communion, communications, dealings between man and man, Pl.R. 333a, Lg. 738a, Arist.Pol. 1280b17;κ. πρός τινα J.AJ16.7.3
;πρὸς ἀλλήλους Plu.2.158c
; ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ. ib.951e: in sg., communication,λόγων Phld.Oec.p.46
J.; common enterprise, Id.Vit.p.33 J.; business partnership, Sammelb.5658.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινώνημα
-
10 μετακέρασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετακέρασμα
-
11 παλίρροια
A flowing back, backwater,δίνας τινὰς.. ἰσχυρὰς καὶ παλιρροίην Hdt. 2.28
; παλιρροία βυθοῦ, of the tide, S. l.c.; παλιρροίῃ ἐπινήχεται, of Delos, Call.Del. 193: in pl., Agathem.5.22.2 generally, reflux, ἡ π. τῆς ὑγρότητος, in the spleen, Arist.PA 670b8;τοῦ θερμοῦ Id.Insomn. 461a6
;ἐς π. ἰέναι Aret. CA1.7
.3 metaph., παράδοξος π. τῶν πραγμάτων, of fortune, Plb. 1.82.3;ἡ ἐπ' ἀμφότερα τὰ μέρη τῆς τύχης π. D.
S.18.59; also of ἀνάμνησις, Ph.1.593.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίρροια
-
12 παράκρουσις
A striking falsely, false note, discord, Plu.2.826e (pl.).2 metaph., cheating, deception, D.23.175; φενακισμὸς καὶ π. Id.24.194.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκρουσις
-
13 πρόσειμι
A sum), to be added to, τινι Hdt.2.99, 7.173, etc.;ἐὰν.. θερμότης τῷ δίψει προσῇ Pl.R. 437e
; to be attached to, belong to, IG12.290; ; δέος αἰσχύνη θ' ὁμοῦ, δύσνοια ἢ λύπη π. τινί, ib. 1079, El. 654; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ π. E.Ph. 529, cf. lsoc.12.115; δυσβουλία τῇ πόλει π. Ar.Nu. 588;τῇ βίᾳ π. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι X.Mem.1.2.10
; καὶ τὰ προσόντα καὶ τὰ μὴ περὶ ἑκάστου λέγοντες proclaiming each man's virtues, whether he had them or not, Pl.Mx. 234c; τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ one's own attributes, D.18.276, cf. Prooem.46: c. inf.,πρόσεστι γυναιξὶ.. τίκτειν Pl.Tht. 150a
.2 abs., to be present, at hand as well,τὰ δ' αὖτε χέρσῳ.. προσῆν πλέον στύγος A.Ag. 558
;ὡς ἂ ἀγνοία προσῇ S.Ph. 129
; γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ' ἐμοῦ.. π. Id.Ant. 720; τοῦ λόγου δ' οὐ χρὴ φθόνον π. Id.Tr. 251;τύχη μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);π. ἡ ὕβρις καὶ ἔθ' ἡ.. αἰσχύνη D.1.27
; οὐδ' ὁτιοῦν ἄλλο προσῆν there was nothing else in the world, Id.21.176; ταῦτα προσέσται this too will be ours, X.HG3.1.28; τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν and the surplus, D.36.15.3 to be adjacent, εἰ πὸς τᾷ οἰκίᾳ μὴ πόεστι (i.e. πόσεστι = πρόσεστι) (Tegea, iv B.C.);τῆς προσούσης αὐλῆς PStrassb.87.12
(ii B.C.).------------------------------------A ibo), inf. - ιέναι, used in [dialect] Att. as [tense] fut. of προσέρχομαι, and προσῄειν as [tense] impf.:— go to or towards, approach, abs. in Hom. and Hes. in dat. and acc. of part.,χάρη δ' ἄρα οἱ προσιόντι Il.5.682
;ὡς εἶδον ζωὸν.. προσιόντα 7.308
; (lyr.);σχολαίτερον προσιόντας Th.4.47
codd.; approach a person, Id.1.130, cf. And.1.122; of an enemy,βραδέως προσῇσαν X.An.1.8.11
, etc.; of an adversary at law, (ii A.D.), cf. POxy.1101.15 (iv A.D.): c. dat. pers., approach one, Hdt.1.62, etc.; apply to a person for help, PStrassb.57.6 (ii A.D.), etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; π. γυναικί go in to a woman, Id.Smp.4.38 (so abs., Ocell.4.1): c. acc. loci, δῶμα, δόμους, A.Eu. 242, E.Cyc. 40: with Preps. governing acc.,εἰς.. S.El. 437
, X.HG7.5.15, etc.; πρὸς τὰς πύλας, πρὸς τὴν Λάχεσιν, Hdt.8.52, Pl.R. 620d, etc.2 in hostile sense, attack, (cf. Sch.Od.1.406, Apollon.Lex. s.v. εἶναι), cf. X.Cyr.2.4.12;τῇ πόλει Id.An.7.6.24
(dub.);πρὸς τοὺς βαρβάρους Hdt.9.100
;ἐπὶ τὸ στράτευμα X.Cyr.7.1.24
.4 come forward to speak,π. τῷ δήμῳ X.Mem.3.7.1
; π. τῇ βουλῇ, τοῖς ἐφόροις, come before.., D.19.17, Plb.4.34.5;π. πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον X.Ath.3.3
;πρὸς τὰς ἀρχάς Th.1.90
;πρὸς τὰ κοινά Aeschin.1.165
;πρὸς τὴν πολιτείαν π. Id.3.217
(butπ. πολιτείᾳ Plu.2.1033f
): abs., come forward to speak, περὶ τῶν γεγενημένων And 1.111.5 of things, to be added,σάρκες ἐκ τῆς τροφῆς π. ταῖς σαρξί Arist.GA 723a11
, cf. GC 322a26, al.;τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ A.Ag. 817
.II of Time, come on, be at hand, ἐπεὰν προσίῃ (v.l. προσῇ)ἡ ὥρη κυΐσκεσθαι τὰς ἵππους Hdt.4.30
, cf. 2.41;ἑσπέρα προσήει X.Cyr.3.2.25
; προσιόντος τοῦ θερμοῦ on the approach of heat, Pl.Phd. 103d; π. [τῶν ἀνέμων] X.Mem.4.3.14.III come in, of revenue, φόροι, ἑπτακόσια τάλαντα π., Hdt.3.89,91, cf. Th.2.13, X.Vect.4.1;τῶν τε ὄντων χρημάτων καὶ τῶν προσιόντων τοῖς θεοῖς IG12.91.26
;τὸν φόρον ἡμῖν ἀπὸ τῶν πόλεων.. προσιόντα Ar.V. 657
; τὰ προσιόντα χρήματα the public revenue, Id.Ec. 712, Lys.30.19; τὰ προσιόντα alone, Ar.V. 664;τὰ π. τῇ πόλει Lys. 21.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσειμι
-
14 προσομιλία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσομιλία
-
15 συγκίνησις
A commotion,τοῦ θερμοῦ Arist.Pr. 945b9
;πάθος ψυχῆς σ. ἐστίν Longin.20.2
;περὶ τὰ μόρια Sor.1.31
, cf. Apollon. ap. Orib.7.19.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκίνησις
-
16 συνάγω
A (lyr.), prob. in E.IA 290 (lyr.), [dialect] Ep.σύνᾰγον Il.14.448
: [tense] fut. συνάξω: [tense] aor. 1 συνῆξα, [dialect] Dor. ,1791 (Delph., ii B.C.); inf. συνάξαι v.l. in Ev.Luc. 3.17; part. συνάξας f.l. for συννάξας in Hdt.7.60: but the regul. [tense] aor. is συνήγαγον: [dialect] Att. [tense] pf.συνῆχα X.Mem.4.2.8
; (v.l. -γιοχ-, -γιωχ-, γειοχ-), Dsc.1.68, Iamb.VP35.254, etc.; [dialect] Dor.συναγάγοχα Test.Epict.3.12
: [tense] pf. [voice] Pass. συνῆγμαι, [dialect] Dor.- ᾶγμαι Ti.Locr.101b
.--Old [dialect] Att. [full] ξυνάγω, which Hom. also uses metri gr.:—bring together, gather together:I of persons, animals, etc., ἡ δὲ ξυνάγουσα γεραιὰς νηόν.. to the temple, Il.6.87, cf. Hdt.2.111, 3.150, etc.;ἐς ἕνα Χῶρον σ. μυριάδα ἀνθρώπων Id.7.60
;ἔνθα ποτ' Ὀρφεὺς σύναγεν δένδρεα μούσαις, σύναγεν θῆρας E.Ba. 563
(lyr.); ποίμνας Ὀλύμπου ς. S.Fr. 522; Ἕλληνας εἰς ἓν καὶ Φρύγας ς. E.Or. 1640, cf. Ar.Lys. 585 (anap.); σ. ἐς ὀλίγον crowd them into a narrow compass, Th.2.84;σ. εἰς ταὐτόν Pl.Phdr. 256c
, cf. Tht. 194b; εἰς ἕν, εἰς μίαν ἀρχήν, Arist.Pol. 1280b13, 1299b13; much like συνοικίζω, ib. 1285b7.2 bring together for deliberation or festivity,βουλήν Batr.134
;δικαστήριον Hdt.6.85
;τοὺς στρατηγούς Id.8.59
;ἐκκλησίαν τινὸς ἕνεκα Th.2.60
; ἔς τι, περί τινος, Id.1.120, X.HG7.1.27;οἱ νόμοι σ. ὑμᾶς, ἵνα.. D.19.1
;τὴν βουλὴν καὶ τὸν δῆμον Arist.Ath.43.3
; σ. πανηγύρεις, ἑταιρείας, συσσίτια, etc., Isoc.4.1,79, Pl.R. 365d, Lg. 625e, etc.;σ. ἔρανον Μηνὶ Τυράννῳ IG3.74.21
, cf. GDI1772, 1791 (Delph., ii B.C.):—[voice] Pass.,πανήγυρις.. συναγομένη SIG888.129
(Scaptopara, iii A.D.): abs., hold a club dinner or meeting, Thphr.Char.30.18, and so perh. OGI130.5 (Egypt, ii B.C.);σ. ἀπὸ συμβολῶν Diph.43.28
;ἔλεγον συνάγειν τὸ μετ' ἀλλήλων πίνειν Ath.8.365c
, cf. Sophil.4.2, Men.158, Hsch.; νυνὶ.. συνάγουσι they are at dinner, Men.Epit. 195.3 in hostile sense, ξ. Ἄρηα, ἔριδα Ἄρηος, ὑσμίνην, join battle, begin the battle-strife, etc., Il.2.381, 5.861, 14.448, al.; πόλεμον ς. Isoc.4.84.b match, pit two warriors one against the other, A.Th. 508: hence intr., ἐς μέσσον ς. engage in fight, Theoc.22.82;σ. τινί Plb.11.18.4
;εἰς Χεῖρας Plu.Publ.9
.4 bring together, join in one, unite,ἄμφω ἐς φιλότητα h.Merc. 507
;παράνοια σ. νυμφίους φρενώλεις A.Th. 756
(lyr.); τὸ κακὸν σέ τε κἀμὲ ς. E. Hel. 644 (lyr.), cf. Ar.Ach. 991 (lyr.);ἀνθρώπους εἰς κηδείαν X.Mem.2.6.36
; γυναῖκα καὶ ἄνδρα, of Isis, IG12(5).14.20 (Ios, iii A.D.): hence γάμους ς. contract marriages, X.Smp.4.64.5 bring together, make friends of, reconcile, Emp. ap. Arist.Metaph. 1000b11, D.58.42, 59.45; bring persons together in works of fiction,Κρέοντα καὶ Τειρεσίαν Pl. Ep. 311b
.6 σ. ἑαυτόν collect oneself, Plu.Phil.20.7 lead with one, receive,σ. εἰς τὸν οἶκον LXX 2 Ki.11.27
, cf. Jd.19.15; gave hospitality to..,Ev.Matt.
25.35:—[voice] Pass., Act.Ap.11.26.II of things,σύναγεν νεφέλας Od.5.291
, cf. Thphr.Vent.42;ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι Od.14.296
;κήρυκες ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269
;τὰ Χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν X.An.6.2.8
; τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγείοις interpol. in Hdt.6.119;τὰς εἰσφοράς Arist.Pol. 1314b15
, cf. PHib.1.157 (iii B.C.), PCair.Zen.315.1 (iii B.C.), etc.;καρπόν Plb.12.2.5
;κόγχον καὶ κύαμον Crates Theb.7
; τρυγᾶν καὶ ς. PRev.Laws 24.14 (iii B.C.); τὴν μήκωνα ς. Sammelb. 4305 (iii B.C.);σ. εἰς μίαν γωνίαν τὸ ἀποκτένισμα τοῦ στιππύου PCair.Zen.176.41
(iii B.C.);συναγαγεῖν καὶ συναθροῖσαι τὸ θερμόν Thphr.Ign.17
;εἰς ἀποθήκας Ev.Matt.6.26
;κοινὸν σ. τὸν βίον Pl.Plt. 311c
;σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men.Mon. 196
; of an artist,σ. τὰ κάλλιστα ἐκ πολλῶν X. Mem.3.10.2
, cf. Pl.R. 488a.b of a historical writer,σ. τὰς πράξεις Isoc.12.252
, 15.45; συνηγμένος concise in speech, D.L.4.33; of an anthologist, ὅλας ῥήσεις εἰς ταὐτὸν ς. Pl.Lg. 811a; σ. εἰς ταὐτὸν τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις jumble together, identify, Aeschin.2.145, cf. Pl.Sph. 251d;Σειληνὸν καὶ Μαρσύαν.. εἰς ἕν Str.10.3.14
.2 draw together, so as to make the extremities meet, τὰ κέρεα (of an army) Hdt.6.113; Αἴας δὲ.. δεξιὸν κέρας πρὸς τὸ λαιὸν (dub. l.) (lyr.);σ. ἐς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας Th.4.125
, cf. 1.63, etc.; σ. τὰ τέρματα, of two rivers which gradually approach one another, Hdt.4.52; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19; σ. τοὺς πόρους, of a styptic, Thphr.Od.36; σ. τὰν ἁφάν, τὰν γεῦσιν, Ti.Locr. 101c; συναγμένα [φωνά] ib. 101b.b draw together, narrow, contract, [ τὴν διώρυχα] Hdt.7.23; πρῴρην ς. bring it to a point, Id.1.194; τὸν.. Χρόνον ὡς εἰς μικρότατον ς. D.Prooem.36;τὴν πόλιν Plb.5.93.5
, etc.;ἐκ μεγάλας δαπάνας εἰς μικρόν IG12(2).645
a.16 (Nesos, iv B.C.):—[voice] Pass.,συνάγεται καὶ διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA 664b25
;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Id.HA 496a19
;εἰς μικρόν Id.Mete. 354a7
, Democr. ap. Thphr.Ign.52; εἰς στενόν Didym. ap. Ath.11.477f;ποτήριον συνηγμένον εἰς μέσον Callix.3
; συνῆκται ἡ κοιλία is pinched in, drawn in, Archig. ap. Aët.6.3;ἐπὶ στενὸν συνάγεται τὸ στόμιον Sor.1.9
.cσ. τὰς ὀφρῦς S.Fr. 1121
, Ar.Nu. 582 (troch.), Antiph.218.2;ἐπισκύνιον Ar.Ra. 823
(lyr.); ; σ. τὰ βλέφαρα close the eyelids, ib.38, Gal.18(2).62; but σ. τὰ ὦτα prick the ears, of dogs, X.Cyn.3.5, cf. Ar.Eq. 1348;τὰ σκέλη πρὸς ἄλληλα Sor.1.101
, cf. 2.61 ([voice] Pass.), Diocl.Fr.141.d metaph.,σ. τινὰς ἐς κίνδυνον ἔσχατον App.Hann.60
; συνάγεσθαι to be straitened, afflicted, λιμῷ, σιτοδείᾳ, Plb.1.18.7,10; συνάγεσθαι τοῖς Χαρακτῆρσι to become pinched in its features, Sor.1.108; but πεφυκότος τοῦ θερμοῦ συνάγειν καὶ τονοῦν τὴν γαστέρα pull the stomach together, Gal.15.195; τὰ στύφοντα ἐδέσματα σ. καὶ σφίγγει τὰ σώματα ib.462, cf. 6.90, al.3 conclude from premisses, infer, prove, Arist.Rh. 1357a8, 1395b25, Metaph. 1042a3, Pol. 1299b12, Phld.Sign.12, al.;σ. ὅτι.. Arist.Rh. 1377b6
, cf. A.D. Conj.249.7: c. inf., Luc.Hist.Conscr.16: c. gen. abs., σ. ὥς τινος γενομένου form a conclusion of his having been.., Arist.Pol. 1274a25; συνάγοντες λόγοι cogent arguments, Stoic.2.77, Arr.Epict.1.7.12: also, sum up numbers, D.H.4.6, Ptol.Alm.9.10, Dioph.3.6, al.; also, obtain them by multiplication, ὁ συνηγμένος [ἀριθμὸς] ἐκ τῶν κβ καὶ πθ the product.., Aristarch.Sam.13, cf. Papp.22.7, Paul.Al.K.1; of division, give a quotient, Dioph.2.9; of an integer, yield a fraction (9 = 72/8), ib.12; of any calculation, yield a result, Id.1.25, al. ([voice] Pass.).4 [voice] Pass., συνάγεται τᾷ περιφορᾷ is carried along with it, Ti.Locr.98e. -
17 συνδρομή
συνδρομ-ή, ἡ,A tumultuous concourse of people, Cephisod. ap. Arist. Rh. 1411a29, Plb.1.67.2 (pl.), LXX Ju.10.18, Act.Ap.21.30; ἐπί τινα, κατά τινων, D.S.3.71, 15.90;σ. τῶν ὄχλων εἰς τὴν ἐκκλησίαν Posidon. 36
J.; ἀπὸ συνδρομῆς tumultuously, D.S.13.87.2 of things, στενὴ πορθμοῦ ς. (cf. foreg.) Lyc.649; σ. αἵματος εἰς τὸν πληγέντα τόπον a determination of blood, Arist.Pr. 889b30;σ. θερμοῦ Plu.2.695a
; combination,κέκληται ἡ σ. τούτων καυλός Sor.1.9
;σ. ἀγαθῶν Str.5.3.7
; ἡς. τοῦ λόγου its conclusion, moral, AP9.203 (Phot. or Leo Phil.); esp. Medic., concurrence of symptoms, 'clinical picture', Gal. 11.59, Aret.CA1.10.b contraction of a muscle, Antyll. ap. Orib. 45.15.5, Cat.Cod.Astr.8(3).147 (pl.); of the prepuce, Paul.Aeg.6.55.3 in Rhet., provisional concession of an adversary's standpoint, Hermog.Id.2.1,7, Aristid.Rh.1p.491S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδρομή
-
18 σωστικός
A able to save, maintain, or preserve, c. gen., ἡ δικαιοσύνη νόμων ς. Arist.Top. 149b33;σ. ἢ ποιητικὸν ἀγαθοῦ Id.MM 1183b36
;τοῦ θερμοῦ Id.Pr. 932b3
([comp] Comp.);τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας Id.Mu. 397a3
: also in later Prose, Dsc.4.81, Max.Tyr.6.2, Alex.Aphr. in Top.455.11, Porph. Abst.3.26, Procl.in Alc.p.55 C., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωστικός
-
19 ταμιεία
τᾰμῐ-εία, ἡ,A stewardship, management, Pl.Lg. 806a, X.Oec.7.41, IPE12.32B64 (Olbia, iii B.C.), IG22.1326.37; ἡ τῆς τροφῆς τ. the storing of food, by ants, Arist.HA 622b26;τ. ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Hp.Nat.Puer.26
.III ταμιείᾳ (corr. Daremberg for ταμιεῖαν) is dat. of ταμίας, housekeeper, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.6; so ταμιείᾳ πολιτικῶν λημμάτων is written (hypercorrectly) for ταμίᾳ π. λ. in BGU 934 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταμιεία
-
20 ψυχή
ψῡχ-ή, ἡ,A life,λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296
, etc.;ψ. τεκαὶ αἰών 16.453
, cf. Od.9.523;θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334
, Od.21.154;λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325
; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322
; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; soἀντὶ ψ. S.OC 1326
: but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245
;περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161
;τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37
;τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115
, cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4
, cf. Th. 8.50;ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492
, cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375
(lyr.);ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19
; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36
;τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37
. In early poets:ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52
;ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23
;ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14
;θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46
;ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730
;ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68
;ψυχὰς βαλον Id.O.8.39
;χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138
; ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712
(anap.);ψ. ἀφήσω E.Or. 1171
;ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214
;ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24
; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134; , cf. Th.1.136, etc.;τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88
;τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15
. 8, cf. Ev.Luc.12.20;ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10
, cf. Ev.Matt. 2.20;τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11
, etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109
, cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4
, cf. 12;πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.
Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30
; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.2 metaph. of things dear as life,χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686
;πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419
;τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35
; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195
;ψ. μου Mart.10.68
.II in Hom., departed spirit, ghost (ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.
Hist.Fr. 102(a)J.);ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65
: freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104
, cf. 72, Od.24.14;ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100
; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330
;ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518
; sts. hardly dist. from signf. 1,ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505
; in swoons it leaves the body,τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696
; so in later writers (seldom in Trag.),σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21
; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98
;πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630
(anap.);ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676
, cf. Fr. 912.9 (anap.);τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b
; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.
ap. Plu.2.236d.III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133
, cf. Pl.Men. 81b;εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123
;ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a
, cf. Phd. 70c, al.;ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d
;ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14
, cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5
, cf. An.3.2.20;ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a
;εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b
;κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22
;οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19
;ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14
, cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32
f.1;ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e
.IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39
;μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)
;ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16
;θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37
; opp. material blessings,κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32
;μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b
, cf. 29e: hence regarded in abstraction,τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a
;ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c
;οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17
, cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227
;ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319
(anap.);τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173
(anap.);ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c
; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559
, cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15
, cf. Ex.12.4, al.; [κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20
. In apostrophe,μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61
;ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712
(lyr.);ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8
; in referring to persons,ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b
(cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6
,11;πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1
, etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14
, ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457
;καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393
;κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40
;τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29
;ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33
, cf. Oec.21.3.3 of the emotional self,ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505
, cf. 527 (lyr.);πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14
;τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12
; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841
(s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b
;τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4
.4 of the moral and intellectual self,ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70
;ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176
;ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499
;ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101
;ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014
;ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15
, cf. Pl.R. 353e;ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7
, cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d
;τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4
, Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53
;νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a
, cf. Phdr. 247c, al.; ;ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171
. Phrases:—ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43
; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35
;ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10
; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12
; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.6 of inanimate things,πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138
, cf. 7.14;ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23
;οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38
; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.V Philosophical uses:1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11
; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.
ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.
Apoll.4;τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a
, cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.2 the spirit of the universe,ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b
, cf. 30b;τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3
; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186
; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2
;τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32
; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d
, cf. Def. 411c; [ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a
; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c
, cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. asοὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20
; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division ofψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.
ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11
, cf. PA 641b4;ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22
, al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150
, cf. M.Ant.6.14;ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.
;τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.
; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7
; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2
, cf. 4.7.5;φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4
; animal and vegetable bodies possessοἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18
;πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20
.2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696
means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467
means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Θέρμου, δήμος — Νέος δήμος (9.299 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αβαρίκου, Αγίας Σοφίας, Αετοπέτρας, Αμβρακίας, Αναλήψεως, Αργυρού Πηγαδίου, Διασελλακίου, Διπλατάνου, Δρυμώνος,… … Dictionary of Greek
θερμοῦ — θερμός hot masc/neut gen sg θερμός hot masc/fem/neut gen sg θερμόω pres imperat mp 2nd sg θερμόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμου — θέρμος lupine masc gen sg θέρμω heat pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) θέρμω heat imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) θερμόω pres imperat act 2nd sg θερμόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θέρμου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου χτίστηκε το 1909, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, που ήρθε στο φως με τις ανασκαφές που ξεκίνησαν στην περιοχή του Θέρμου τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. Το ιερό του Απόλλωνα στο Θέρμο ήταν ιερός χώρος όλων των… … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
αντικατοπτρισμός — Ονομασία διαφόρων οπτικών φαινομένων, τα οποία οφείλονται στο γεγονός ότι υπό καθορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες οι φωτεινές ακτίνες παθαίνουν μια καμπύλωση, εξαιτίας της οποίας φτάνουν στο μάτι δύο είδωλα του ίδιου αντικειμένου. Ο α. οφείλεται… … Dictionary of Greek
εμψυχία — ἐμψυχία, η (Α) η ιδιότητα τού έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια αρχ. το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο τού θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.) … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek