Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ευμένως

См. также в других словарях:

  • Εὐμενῶς — Εὐμενής well disposed adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμενῶς — εὐμενής well disposed adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благоприѣьнѣ — БЛАГОПРИ˫АТЬНѢ (3*) нар. Приятно, благожелательно: ѡ(т)бѣгнемъ чада мо˫а... сотониньскаго ропътани˫а... приимающе же всѩ бл҃гопри˫атнѣ. пища питьѥ. одѣниѥ (εὐμενῶς) ФСт XIV, 25г; даруите ми бл҃госто˫аннѣ бл҃гопри˫атнѣ. (εὐαπόδεκτον) Там же, 124б; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MENSA Sacra — Eucharistia est, cui nomen hoc a loco, in quo a CHRISTO instituta, est inditum, ἐπουράνιος τράπεζα, in Iacobi Liturgia, ἱερὰ, μυςτικὴ, φρικώδης τράπεζα Chrysostomo: τοῦ Σωτῆρος τράπεζα, Palladio in Vita Chrysostomi, ubi de modo iurandi, κατὰ τῆς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διαθέτω — (AM διατίθημι, Μ και διαθέτω) 1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη 2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να τό χρησιμοποιήσω όπως θέλω 3. εκθέτω κάτι για πώληση 4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες,… …   Dictionary of Greek

  • επακούω — (AM ἐπακούω) ακούω ευμενώς, δέχομαι να εκτελέσω κάτι («ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μου») αρχ. μσν. 1. ακροώμαι, ακούω με προσοχή («νῡν ἐπάκουσον», Αισχύλ.) 2. κατανοώ, καταλαβαίνω («πάντας ἀλλήλων ἐπακούειν τῆς διαλέκτου μὴ δύνασθαι», Τατιαν.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • επιγιγνώσκω — ἐπιγιγνώσκω (AM) [γιγνώσκω] 1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν» «ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.) 2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ευμένεια — η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) [ευμενής] ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.) αρχ. 1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῑον εὐμένεια», Θουκ.) 2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια 3. φρ. α) «ἐπ… …   Dictionary of Greek

  • ευμενώ — εὐμενῶ, έω (Α) [ευμενής] 1. είμαι ευμενής, ευνοϊκός («εὐμενέοι τιτὰν Φαέθων», Οππ.) 2. φέρομαι με ευμένεια, με καλοσύνη σε κάποιον («εὐμενέοντες ἀνεψιόν», Πίνδ.) 3. παθ. εὐμενοῡμαι πάπ. παρέχω ευμένεια, έχω ευνοϊκή διάθεση, συμπεριφέρομαι ευμενώς …   Dictionary of Greek

  • ευνοητικός — εὐνοητικός, ή, όν (Α) [ευνόητος] ευνοϊκά διατεθειμένος, ευνοϊκός. επίρρ... εὐνοητικῶς (Α) φρ. «εὐνοητικῶς διακεῑσθαι πρὸς ἀλλήλους» ευμενώς, με εύνοια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»