Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ε)τάω

См. также в других словарях:

  • ταῴ — ταῴ̆ , ταώς peacock masc dat sg ταῴ̆ , ταώς peacock masc nom pl ταῴ̆ , ταώς peacock masc nom pl (attic epic ionic) ταῴ̆ , ταώς peacock masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταώ — ταώ̆ , ταώς peacock masc gen sg ταώ̆ , ταώς peacock masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταῶ — ταώς peacock masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταώς — ταώ̆ς , ταώς peacock masc acc pl ταώ̆ς , ταώς peacock masc nom sg ταώ̆ς , ταώς peacock masc acc pl (attic epic ionic) ταώ̆ς , ταώς peacock masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταών — ταώ̆ν , ταώς peacock masc acc sg ταώ̆ν , ταώς peacock masc acc sg (attic epic ionic) τᾱών , ταώς peacock masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιτάω — ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α) (κατά τον Ησύχ.) πηγαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η προέλευση τού ρηματ. επιθ. ἰτητέον «πρέπει να πάει» και προέρχεται πιθ. από τον τ. ἴτης και κατάλ. τάω (πρβλ. οπ τάω, ώ)] …   Dictionary of Greek

  • μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… …   Dictionary of Greek

  • ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι …   Dictionary of Greek

  • тать — м., род. п. татя вор, грабитель , увелич. татище, откуда фам. Татищев, др. русск. тать, ст. слав. тать κλέπτης (Остром., Супр.), сербохорв. та̑т, род. п. та̏та, словен. tȃt, род. п. tа̑tа, tatû. Праслав. основа на i, родственная др. ирл. tāid м …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • TYSDRUM — oppid. Africae mediterraneum, apud quod Gordianum, cum filio, ab omnibus Afris Augustum appellarum, habet in Maximinis Capitolinus, c. 14. Herodianus, Θύςτρον vocat, melius Thysdrus, quasi dicas Ο᾿ρνεόπολις, vel Ταῶ πόλις, sive Κώμη, Salmas. dict …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αβγαταίνω — και τάω και τίζω (Ι) (αμετάβ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω 2. προοδεύω, προκόβω (II) (μτβ.) 1. αυξάνω, πληθαίνω, πολλαπλασιάζω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αποπερατώνω, τελειώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»