Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νασ-

См. также в других словарях:

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • επινάστιος — ἐπινάστιος, ον (Α) μέτοικος, έποικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * νάστιος (< θ. νασ τού ρ. ναίω «κατοικώ». Πρβλ. παθ. αόρ. ε νασ θην. Μαρτυρείται και η γλώσσα νάστης), τ. πού απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. μετα νάστιος)] …   Dictionary of Greek

  • νάερρα — και νάειρα και να(έ)τειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δέσποινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. αιολ. τ., όπως μαρτυρεί η κατάλ. ερα, αντίστοιχη τής ειρα. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου ναίτειρα οικοδέσποινα, για την οποία προτείνεται η διόρθωση …   Dictionary of Greek

  • ναίω — (I) ναίω (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για πρόσ.) (γενικά) κατοικώ («ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες», Πίνδ.) 2. (για τόπους) κείμαι, βρίσκομαι («νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός», Ομ. Ιλ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον τόπο για να κατοικήσει, εγκαθιστώ, κατοικίζω… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Scansion — La scansion est proprement l action de scander un vers, c est à dire d en analyser la métrique ou plus précisément, d en déterminer le schéma métrique ou modèle. Par extension, la déclamation du vers pour faire ressortir ce schéma métrique est… …   Wikipédia en Français

  • νάστης — νάστης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἰκιστὴς καἰ κύριον ὄνομα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νασ τού ρ. ναίω* + κατάλ. της (πρβλ. μετανάστης)] …   Dictionary of Greek

  • ναστήρ — ναστήρ, ὁ (Μ) οικιστής, κάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νασ τού ρ. ναίω* + επίθημα τήρ (πρβλ. μνησ τήρ] …   Dictionary of Greek

  • νεικεστήρ — και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατήγορος, επιτημητής 2. φιλόνικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι τού ρ. νεικέω) + επίθημα τήρ, δηλωτικό τού δράστη ενέργειας, πρβλ. μνησ τήρ, νασ τήρ] …   Dictionary of Greek

  • nes- —     nes     English meaning: to join with; to conceal oneself     Deutsche Übersetzung: ‘sich vereinigen, geborgen sein”     Material: O.Ind. násatē “gesellt sich to, combined sich with jemand”, redupl. not thematic níṁsatē 3. pl. ‘sie berũhren …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»