Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εύομαι

См. также в других словарях:

  • καψουρεύομαι — ερωτεύομαι κάποιον σφοδρά, συνήθως χωρίς ανταπόκριση («έμαθα ότι είναι καψουρεμένος μαζί της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καψούρα + κατάλ. εύομαι (πρβλ. ερωτ εύομαι, ονειρ εύομαι)] …   Dictionary of Greek

  • επινεανικεύομαι — ἐπινεανικεύομαι, (Α) 1. φέρομαι σαν νέος, δείχνω νεανική ζωτικότητα 2. φέρομαι υπεροπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νεακικ εύομαι (< νεανικός)] …   Dictionary of Greek

  • καταδουλεύομαι — (Α) υποδουλώνω κάποιον για ωφέλειά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταδουλῶ κατά τα ρ. σε εύω / εύομαι, στη μέση φωνή ως μέσο δυναμικό] …   Dictionary of Greek

  • λειχουδεύομαι — ορέγομαι ένα φαγητό, λιγουρεύομαι 2. (σχετικά με γυναίκα) ποθώ ερωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειχούδης + κατάλ. εύομαι με επίδραση αποθ. ρημάτων, όπως λιγουρεύομαι, (ο)ρέγομαι] …   Dictionary of Greek

  • μαθεύομαι — γίνομαι γνωστός, διαδίδομαι («το νέο μαθεύτηκε αμέσως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ τού μαθαίνω, κατά τα ρ. σε εύω / εύομαι] …   Dictionary of Greek

  • παραφρυκτωρεύομαι — Α παραφρυκτωρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραφρυκτωρῶ, κατά τα ρήματα σε εύω / εύομαι] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλλεύομαι — Μ διακοσμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλλω κατά τα ρ. σε εύομαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»