Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διάνδῐχα

См. также в других словарях:

  • διάνδιχα — (Α) [άνδιχα] επίρρ. 1. κατά δύο τρόπους («διάνδιχα μερμήριξεν» στάθηκε αναποφάσιστος, ταλαντεύθηκε ανάμεσα σε δύο διαφορετικές αποφάσεις) 2. φρ. «διάνδιχα νηὸς ἰούσης» ενώ προχωρούσε το πλοίο με πανιά και με κουπιά …   Dictionary of Greek

  • διάνδιχα — two ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάνδιχ' — διάνδιχα , διάνδιχα two ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερμηρίζω — (Α) 1. είμαι γεμάτος φροντίδες και ανησυχίες, μεριμνώ, σκέφτομαι, νοιάζομαι («ἀλλ ὅγε μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾱσαι νῆες», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με τα δίχα,διάνδιχα κ.λπ.) βρίσκομαι σε αμφιβολία, ταλαντεύομαι μεταξύ δύο σκέψεων («διάνδιχα… …   Dictionary of Greek

  • ALDESCUS — Sarmatiae Europaeae fluv. qui se una cum Panticape ex Riphaeis montibus oriens in mare glaciale exonerat. Dionys. Perieg. v. 314. Κεῖθι γὰρ Α᾿λδήοκοιο καὶ ὕδατα Παυτικάπαο Π῾ιπαίοις εν ὄρεςςι διάνδιχα μορμύρουϚ.. Suidas. Α᾿λδῆοκος ὄνομα πόλεως… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CLEOBULINA — Cleobuli filia, ingeniô, iudiciô animi magnitudine inclita, hexametris aenigmatica quaedam perscripsit, quorum unum adhuc extare fertur. Εἷς ὁ πατὴρ, παῖδες δὲ δυώδεκα, τῶ δὲ ἑκάςτῳ Παῖδες τριήκοντα, δίανδιχα εἰ̈δος ἔχουσαι, Αἱ μ` λευκαὶ ἔασιν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NAZARENUS — a Gap desc: Hebrew per Tzade, cognomen DOMININOSTRI, ob educationem in oppido Nazaret ei inditum, Matthaei c. 2. v. ult. Καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν ἐις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ ὅπως πληρωθῇ τὸ ῤηθὲν διὰ τῶ Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται, Et veniens… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANTICAPES — fluv. Scythiae Europaeaeper Lithuaniam fluens in Euxinum mare, Nomadas a Georgis separans, teste Pliniô, l. 4. c. 12. Przepets, vel Przypicks, teste Peucerô, Conscavado Mercatori. Nunc vorsklo Sansoni, in Volhinia inferiori. Oritur in Moscovia,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RIPHAEI — montes. Ρ῾ιπὴ Graecis impetus est, unde dicti Riphaei vel Rhipaei montes Scythiae a ventis inde cum impetu flantibus. Dalechampius in notis ad Plinium, l. 5. c. 27. ubi fit mentio horum montium: Fallitur (inquit) Plinius, nulli enim exsistunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • διαμπερές — επίρρ. και διαμπερῶς και διαμπερέως (Α) 1. από τη μια άκρη ώς την άλλη 2. (για χρόνο) αιωνίως. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική λ. με τοπική και χρονική χρήση, σύνθετη από διά + αμπείρω (< ανά + πείρω) με το επίθημα των επιθέτων σε * ς , ενώ το ρήμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»