Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γούνων

См. также в других словарях:

  • γουνῶν — γουνός high ground masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γούνων — γόνυ knee neut gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GENU — ex Graeco γόνυ, roboris sedes, Artemid. l. 1. c. 49. Τὰ γόνατα πρὸς τε ἰχὺν καὶ εὐανδρείαν ἐςτὶ ληπτέα καὶ πρὸς κινήσεις, καὶ πρὸς πράξεις κτλ. Quibus proin debilitatis, totum corpus imbecillum est. Plaut. Curcul. Act. 2. sc. 3. v. 30. Tenebrae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SUPPLICANDI Ritus — apud Veteres varius fuit. Antiquissimis temporibus quomodo ille fuerit peractus ex Homero patet. Apud eum enim Il. α. Thetis ante Iovem, cui erat supplicatura, sedit: quem morem alibi non est tam facile reperire. Illud tantum Interpretes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… …   Dictionary of Greek

  • λιτανεύω — (AM λιτανεύω) [λιτανός] 1. (αμτβ.) κάνω λιτανεία ή μετέχω σ αυτήν 2. (μτβ.) περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο επικαλούμενος τη βοήθειά του («λιτανεύουν τὸ εἰκόνισμα», Μαχ.) μσν. αρχ. παρακαλώ, ικετεύω (α. «πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεύς» …   Dictionary of Greek

  • παρέζομαι — Α κάθομαι κοντά ή δίπλα σε κάποιον (α. «παρέζεο καὶ λαβὲ γούνων» κάθισε κοντά, πρόσπεσε και άγγιξε τα γόνατά της, Ομ. Οδ. β. «παρέζεσθαι δὲ παρ ἐσθλὸν ἄνδρα χρεών» πρέπει να κάθεσαι κοντά, δηλαδή να συναναστρέφεσαι, αξιόλογο άνθρωπο, Θέογν.).… …   Dictionary of Greek

  • περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ …   Dictionary of Greek

  • υποτρέχω — Α [τρέχω] 1. τρέχω σε χαμηλότερο επίπεδο από κάποιον άλλο ή τρέχω σκυφτά («ὁ δ ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων κύψας», Ομ. Ιλ.) 2. εκτείνομαι, απλώνομαι πιο κάτω («κοίλη δ ὑποδέδρομε βῆσσα», Ομ. Ύμν.) 3. τρέχοντας προλαβαίνω κάποιον («κακούργους… …   Dictionary of Greek

  • Πούντα Αρένας — (Punta Arenas). Πόλη της νότιας Χιλής, πρωτεύουσα της επαρχίας Μαγκαγιάνες. Είναι χτισμένη στη βορειοδυτική ακτή του πορθμού του Μαγγελάνου, σε πεδιάδα με ελαφρά κλίση προς τη θάλασσα και τριγυρισμένη από χαμηλά βουνά. Διαθέτει αρκετά ανεπτυγμένο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»