Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γούνατος

См. также в других словарях:

  • γουνάτος — η, ο 1. κατασκευασμένος από γούνα 2. αυτός που φοράει γούνα 3. πλούσιος …   Dictionary of Greek

  • γούνατος — γόνυ knee neut gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύγουνος — και βαρυγούνατος, ον (Α) αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)] …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • καμπεσίγουνος — καμπεσίγουνος, ον (Α) αυτός που κάμπτει τα γόνατα κάποιου («καμπεσίγουνος ἡ Ἐρινύς, ἀπό τοῡ κάμπτειν τὰ γόνατα τῶν ἁμαρτανόντων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γουνος (< γόνυ, πρβλ. ιων. γεν. γούνατος), πρβλ. βαρύ γουνος, ταχύ… …   Dictionary of Greek

  • πολύγουνος — ον, Α (επικ. τ.) (για φυτό) ο πολυγόνατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γόνυ, γόνατος / γούνατος / γουνός (πρβλ. βαρύ γουνος)] …   Dictionary of Greek

  • ταχύγουνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει γοργά γόνατα, ταχύπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γόνυ, γόνατος / γούνατος / γουνός (πρβλ. βαρύ γουνος)] …   Dictionary of Greek

  • ĝenu-1, ĝneu- (*ĝḫneu-) —     ĝenu 1, ĝneu (*ĝḫneu )     English meaning: knee, joint     Deutsche Übersetzung: “Knie, Ecke, Winkel”     Grammatical information: n. inflection ĝonu, ĝenu̯és, ĝnubhís etc.; besides ein n stem according to O.Ind. jü nunī “die beiden… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»