Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δικαίως

См. также в других словарях:

  • Δικαίως — Δίκαιος observant of custom masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίως — δίκαιος observant of custom adverbial δίκαιος observant of custom masc acc pl (doric) δίκαιος observant of custom adverbial δίκαιος observant of custom masc/fem acc pl (doric) δικαιόω set right imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • SOLI gladium ostendendi ritus — apud Athenienses olim, memoratur veteri Scholiasti, apud Euripidem, ubi de Oreste, Εἰώθασιν οἱ ἀνελόντες τινὰ δικαίως, ὡς οἴονται, τῷ ἡλίῳ τὸ ξίφος δεικνύναι, σύμβολον τȏυ δικαίως πεφονευκέναι, Solebant ii, qui aliquem iuste interfecisse sibi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • Theetete (Platon) — Théétète (Platon) Pour les articles homonymes, voir Théétète. Dialogues de Platon …   Wikipédia en Français

  • Théétète (Platon) — Pour les articles homonymes, voir Théétète. Le Théétète est un dialogue de Platon dans lequel Socrate discute avec le jeune Théétète d Athènes, mathématicien contemporain de Platon et disciple de Théodore de Cyrène, de la définition de la science …   Wikipédia en Français

  • Théétète (dialogue de Platon) — Théétète (Platon) Pour les articles homonymes, voir Théétète. Dialogues de Platon …   Wikipédia en Français

  • АРИСТОТЕЛЬ —    • Aristoteles,           Άριστοτέλης, знаменитый основатель школы перипатетиков, самый глубокий и всеобъемлющий ум древности, родился в Стагире (отсюда о Σταγιρίτης, Стагирит) на македонском полуострове Халкидик у Стримонского залива в 384 г.… …   Реальный словарь классических древностей

  • неправьдьнѣ — (10) нар. Несправедливо, незаконно: отъвьргъшасѧ отъ цр҃квьнааго ѥдинѥни˫а. акы въпиющемъ неправьдьнѣ (ἀδίκως) КЕ XII, 139а; проклѧть всѧкъ судѧи неправеднѣ. МПр XIV, 18 об.; и будеши неправеднѣ осужа˫а чл҃вка. Там же, 51; с мытари ˫асть. ˫аже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»