Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δεξιτερός

См. также в других словарях:

  • δεξιτερός — δεξιτερός, ά, όν (Α) 1. (για μέλη τού σώματος μόνο, «δεξιτερῇ... χειρί», «δεξιτερῷ... ποδί») δεξιός 2. το θηλ. ως ουσ. η δεξιτερά η δεξιά, το δεξί χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. συγκριτικό τ. τού επιθ. δεξιός*, που αντιτίθεται στο σκαιός… …   Dictionary of Greek

  • δεξιτερός — right hand of two masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτερά — δεξιτερός right hand of two neut nom/voc/acc pl δεξιτερά̱ , δεξιτερός right hand of two fem nom/voc/acc dual δεξιτερά̱ , δεξιτερός right hand of two fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτερῶν — δεξιτερός right hand of two fem gen pl δεξιτερός right hand of two masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτερόν — δεξιτερός right hand of two masc acc sg δεξιτερός right hand of two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροῖο — δεξιτερός right hand of two masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροῖς — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροῖσι — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροῖσιν — δεξιτερός right hand of two masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροί — δεξιτερός right hand of two masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιτεροῦ — δεξιτερός right hand of two masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»