Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οἶκτος

См. также в других словарях:

  • οικτός — οἰκτός, ή, όν (Α) [οίγω] ανοιχτός …   Dictionary of Greek

  • οἶκτος — pity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκτος — ο (ΑΜ οἶκτος) αίσθημα λύπης για την κατάσταση κάποιου, ευσπλαγχνία, συμπάθεια («δι οὶκτου χεῑρά θ ἱκεσίαν ἔχω», Ευρ.) νεοελλ. περιφρόνηση, αποτροπιασμός αρχ. 1. θρήνος, οδυρμός («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», Αισχύλ.) 2. αντικείμενο οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η… …   Dictionary of Greek

  • οίκτος — ο 1. συμπάθεια, λύπη, ευσπλαχνία για κάποιον: Είναι άξιος για οίκτο. 2. περιφρόνηση: Η αθλιότητά του προκαλεί οίκτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἶκτοι — οἶκτος pity masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶκτον — οἶκτος pity masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοικτος — κάτοικτος, ον (Α) άξιος οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικτος (< οἶκτος), πρβλ. δύσ οικτος, έπ οικτος] …   Dictionary of Greek

  • έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… …   Dictionary of Greek

  • μεγάοικτος — μεγάοικτος, ον (Μ) πολύ εύσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + οἶκτος (πρβλ. φίλ οικτος)] …   Dictionary of Greek

  • νέοικτος — νέοικτος, ον (Α) ο πρόσφατος θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + οἶκτος «θρήνος, οδυρμός» (πρβλ. φίλ οικτος)] …   Dictionary of Greek

  • οικτοσύνη — οἰκτοσύνη, ἡ (Α) [οίκτος] οίκτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»