Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γενείου

См. также в других словарях:

  • γενείου — γένειον part covered by the beard neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενείδιο — το ανθρωπομετρικό σημείο στο κατώτατο μέρος τού οστέινου γενείου (τής κάτω γνάθου) …   Dictionary of Greek

  • γενειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάτω γνάθο 2. φρ. «γενειακός μυς» ο μυς που έλκει το δέρμα τού γενείου, τής κάτω γνάθου προς τα πάνω …   Dictionary of Greek

  • εξακοντίζω — (AM ἐξακοντίζω) [ακοντίζω] 1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω («ὁ ἥλιος ἐξακοντίζει τὶς ἀχτίδες του») 2. (για λόγια) απευθύνω με παρρησία ή με αναίδεια («εξακόντισε βαριά κατηγορία») αρχ. 1. χτυπώ από απόσταση 2. ρίχνω ακόντιο 3. φεύγω γρήγορα, με… …   Dictionary of Greek

  • λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • οπισθογενεία — η ανθρωπολ. υποπλαστική εμφάνιση τού γενείου, τής κάτω σιαγόνας, που χαρακτηρίζει σε ορισμένη ανθρωπολογική περίοδο τον προάνθρωπο και τον πρωτοάνθρωπο, σε αντιδιαστολή με την προγενεία και ορθογενεία, που χαρακτηρίζουν τον νεώτερο άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • προγενεία — η, Ν [προγένειος] προβολή τού γενείου, τής κάτω γνάθου, δηλαδή τής μέσης και κάτω μοίρας τής γενειακής συμφύσεως μεταξύ τού γενειακού ογκώματος τής πρόσθιας επιφάνειας και των γενειακών φυμάτων τού κάτω χείλους …   Dictionary of Greek

  • συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …   Dictionary of Greek

  • υπογενειάζω — Α 1. ικετεύω κάποιον αγγίζοντας τα γένεια του («ὑπογενειάζων λιτανεύων ἀπὸ τοῡ γενείου ἁπτόμενος», Ησύχ.) 2. χαΐδεύω τα γένεια κάποιου, τόν χαϊδεύω στο πιγούνι («ὑπογενειάζουσα τὰ παιδάρια», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γενειάζω «βγάζω… …   Dictionary of Greek

  • όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… …   Dictionary of Greek

  • Αποστολάκης, Γεώργιος — (Καλαμάτα 1890 – Αθήνα 1964).Γιατρός και συγγραφέας έργων της ειδικότητάς του, αδελφός του φιλόλογου Γιάννη Αποστολάκη (βλ. λ.). Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στην ανατομική σε διάφορα ευρωπαϊκά ινστιτούτα (Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»