-
1 συλ-λογή
συλ-λογή, ἡ, wie σύλλεξις, das Sammeln; φρυγάνων, Thuc. 3, 111; die Versammlung, Zusammenrottung, Her. 5, 105; συλλογὴν ποιεῖσϑαι, von Soldaten, Werbung, Xen. An. 1, 2, 1; πεπεράνϑω ἡμῖν ἡ συλλογή, Plat. Legg. V, 736 b; Aesch. sagt auch ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, Spt. 648, wo das Haar am Kinn sich sammelt, heranwächst.
-
2 κατα-ψήχω
κατα-ψήχω, 1) abreiben, striegeln, streicheln; ἵππους Eur. Hipp. 109; Sp.; τὴν χεῖρα Ath. VI, 257 a; γενείου ἄκρα καταψήχων Agath. 70 (XI, 354); übertr., ἃς φάτο μειλιχίοισι καταψήχων ὀάροισιν, Ap. Rh. 3, 1102. – 2) zerreiben, klein machen; κατέψηκται Soph. Trach. 695; Nic. Th. 898.
-
3 γένειον
γένειον, τό, das Kinn, allein u. mit dem Bart, auch der Bart allein; Hom. Iliad. 8, 371. 10, 454. 22, 74. 24, 516 Odyss. 11, 583. 16, 176. 19, 473; Tragg.; Pind. Ol. 1, 68 γένειον μέλαν ἔρεφον λάχναι; Her. 4, 23; Xen. Cyr. 8, 3, 30; πρὸς γενείου, Beschwörungsformel, Soph. El. 1208; γένειον καὶ κέρατα, sprichwörtlich: Haut u. Knochen, von einem dürren Opferthier, Ar. Av. 902. – Sp. brauchen es in allgemeiner Bdtg, πολυόδοντα, Kinnbacken, Nic. Th. 52; vgl. Arist. H. A. 1, 11; πρίειν γ. ἀφριόεν, Gebiß, Zähne, Antp. Th. 26 (VII, 531); – λέοντος, Mähne, Luc. Cyn. 14. – Sp. brauchen oft den plur. für den sing., bes. Plut., z. B. Anton. 1; vgl. Theocr. 6, 36.
-
4 θρίξ
θρίξ, τριχός, dat. plur. ϑριξί, ἡ, Haar; von Menschen, κεφαλῆς Od. 13, 399; so vom Haupthaar bei Tragg. u. in Prosa; die Locke, auch im sing., Soph. El. 443, u. wie bei uns collectiv, das Haar, Ant. 1080 u. sonst bei Tragg.; vom Barthaare, γενείου Aesch. Pers. 13; – von Thieren, κάπρου, Borsten, Il. 19, 254; Hes. Sc. 391; ἀρνῶν, Wolle, Il. 3, 273; οὐραῖαι 23, 520, vom Pferdeschweif; vgl. Soph. frg. 422; ταῖς ϑριξὶ ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνϑρώπου Plat. Prot. 334 b. – Sprichwörtlich ἐκ τριχὸς κρέμασϑαι, an einem Haare hangen, Zenob. 3, 47, wie ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Paul. Sil. 23 (V, 230); ἐς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα ἐλϑεῖν, = ζωῆς τέρμαϑ' ἱκέσϑαι, Antp. Sid. 85. 86 (VII, 164. 165); ϑρὶξ ἀνὰ μέσον, um ein Haarbreit, Theocr. 14, 9; ἄξιόν τι τριχός, von unbedeutenden Sachen, Ar. Ran. 613, vgl. Xen. Conv. 6, 2.
-
5 θιγγάνω
θιγγάνω, fut. ϑίξω, gew. ϑίξομαι, wie Eur. Hipp. 1086; aor. ἔϑιγον, ϑιγεῖν; berühren, betasten, anrühren; gew. τινός, Pind. I. 1, 18; ϑιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου Aesch. Spt. 44, das Stierblut berührend; ἀγαλμάτων 240; οἴακος ϑιγών Ag. 649; auch πολλὰ γοῦν ϑιγγάνει πρὸς ἧπαρ, 421, dringt bis ans Herz; vgl. Theocr. 1, 59; δεξιᾶς ἐμᾶς ϑιγών Soph. Phil. 1384, wie O. R. 760 von Schutzflehenden; ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἐνεγκοῦ δι' ὁσίων χειρῶν ϑιγών, indem du schöpfft mit reiner Hand, O. C. 471; übertr., λόγου κακοῦ γλώσσῃ ϑιγὼν καὶ πανουργίας Phil. 406; τῶν σῶν γονάτων Eur. Or. 382; γενείου χερί Bacch. 1317 u. öfter; neben ἅπτομαι ib. 617; einzeln in Prosa, ϑιγὼν αὐτῆς τῆς κεφαλῆς Xen. Cyr. 6, 4, 9, öfter bei Sp., wie Plut.; – c. dat. Pind. P. 4, 396. 8, 25. 9, 43 N. 4, 35; – σιγῆν, = ϑιγεῖν, dor., Ar. Lys. 1004. – Das Präsens ϑίγω ist nirgends sicher, daher auch nur ϑιγών u. ϑιγεῖν zu accentuiren, vgl. Schäf. zu Gregor. Cor. 990.
-
6 ὄπις
ὄπις, ιδος, ἡ, acc. ὄπιν u. ὄπιδα (ἕπομαι, od., wie Phurnut. sagt, ἀπὸ τοῦ λανϑάνειν ὄπισϑεν, nicht von ὌΠ, οψομαι, obwohl man, hierauf zurückgehend, die strafende Rücksicht auf begangene Verbrechen erklärt), eigtl. was auf böse Handlungen folgt, Strafe, Rache; bei Hom. ϑεῶν ὄπις, die Rache der Götter, die Strafe, welche auf Uebertretung göttlicher Gesetze folgt; ϑεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες, Il. 16, 388; οὐδὲ ϑεῶν ὄπιν ᾐδέσατο, Od. 21, 28; ϑεῶν ὄπιν εἰδότες, Hes. O. 189; ὄπιν ἀϑανάτων πεφυλαγμένος, 706; οὐδ' ὄπιδα τρομέουσι ϑεῶν, Od. 20, 215; καὶ μὲν τοῖς ὄπιδος κρατερὸν δέος ἐν φρεσὶ πίπτει, 14, 88, wie οὐκ ὄπιδα φρονέοντες ἐνὶ φρεσὶν οὐδ' ἐλεητύν ib. 82, sie denken an keine künftige Strafe, noch auch an Erbarmen; von den Rachegöttinnen, κακὴν ὄπιν ἀποδοῦναι, Hes. Th. 222; Ἑρμέω ὄπιν ἅζεσϑαι, Theocr. 25, 4; ϑεῶν ὄπιν ἄφϑιτον, im guten Sinne, die Huld der Götter, Pind. P. 8, 74, vgl. Ol. 2, 6. – Daher Scheu vor dieser Strafe, τῶν ϑεῶν οὐδεμίην ὄπιν ἔχων ἐνέπρησε τοὺς οἴκους, Her. 8, 143, vgl. 9, 76; αἰδεῖσϑαι ὄπιδα πολιοῖο γενείου, Ehrfurcht hegen gegen das greise Kinn, Mosch. 4, 117.
-
7 ἅπτω
ἅπτω, 1) heften, anknüpfen, Plat. Crat. 417 e τὸ ἅπτειν καὶ τὸ δεῖν ταὐτόν ἐστι; Hom. activ. Od. 21, 408 ἅψας ἀμφοτέρωϑεν ἐυστρεφὲς ἔντερον οἰός; χορὸν ἅπτειν, den Reihen schlingen, vom Anfassen mit den Händen beim Tanz, Aesch. Eum. 297; πάλην τινί, einen Ringkampf mit Jem. anknüpfen, mit Einem anbinden, Ch. 855; βρόχους κρεμαστούς, die Schlinge anknüpfen, so daß sie herabhängt, Eur. Or. 1036; vgl. Hel. 135 βρόχῳ δέρην, wie Ant. Th. 84 (VII, 493). – Viel häufiger med., Od. 11, 278 ἁψαμένη βρόχον ἀφ' ὑψηλοῖο μελάϑρου; sich anheften, anknüpfen in verschiedenen Beziehungen, a) anfassen, berühren, γούνων Il. 1, 512; χειρῶν δ' ἁψάσϑην, gewaltsam, 10. 377; γενείου, am Kinn fassen, Od. 19, 473; νηῶν ἠδ' ἑλκέμεν εἰς ἅλα, Hand an die Schiffe legen u. sie ins Meer ziehen, Il. 2, 152; κύων συὸς ἠὲ λέοντος ἅπτηται κατόπισϑε, ποσὶν ταχέεσσι διώκων, ἰσχία τε γλουτούς τε Iliad. 8, 339; ohne cas., τῶν πάντων βέλε' ἅπτεται, ὅς τις ἀφείη Iliad. 17, 631; ἀμφοτέρων βέλε' ἥπτετο 8, 67; κύνει ἁπτόμενος ἣν πατρίδα Od. 4, 522; οἱ δέ τ' ἔνερϑεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι ἁψάμενοι ἑκάτερϑε 9, 386; γονάτων Pind. N. 8, 14; Eur. Hec. 241. – b) ergreifen, antasten, sich bemächtigen, χρημάτων, τῶν ἀλλοτρίων Plat. Legg. XI, 913 a Rep. II, 360 b; πόνοι ἅπτονται τοῦ σώματος, greifen den Körper an, Xen. Cyr. 1, 6, 25; ϑανόντων οὐδὲν ἄλγος, die Todten berührt, trifft kein Schmerz, Soph. O. C. 959; Eur. Alc. 940. – c) feindlich angreifen, Aesch. Ag. 1590; Xen. Hell. 5, 4, 43 Cyr. 5, 1, 14, im Ggstz von ἀπέρχεσϑαι; – τῆς οὐραγίας Pol. 2, 34; von Krankheiten, z. B. der Pest, Thuc. 2, 48; ὀργὴ ἧπται τῆς πόλεως Pol. 31, 7; Hand anlegen, γονέων, an die Aeltern, Plat. Rep. V, 465 b; τοῦδ' ἀνδρός Soph. O. C. 826; Plat. Conv. 221 b; ἔπεσίν τινος, mit Worten angreifen, schelten; ohne ἔπεσιν Her. 5, 92, 3; τοῖς λόγοις τῆς ψυχῆς Plat. Ion. 535 a; φρενὸς ἅπτεσϑαι, kränken, Eur. Rhes. 916; χρησμὸς ἅπτεται φρενῶν Ar. Equ. 1233. – d) Speise anrühren, βρώμης, ποτῆτος Od. 10, 379; σίτου 4, 60 (zugreifen); ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται Od. 19, 28; Thuc. 2, 50 ὅσα ὄρνεα καὶ τετράποδα ἀνϑρώπων ἅπτεται; Sp. häufig οἴνου ἅπτεσϑαι. – e) ein Werk angreifen, sich an etwas machen, ἔργου Xen. Hell. 1, 4, 5; πολέμου Thuc. 5, 61; πράγματος Dem. 18, 141; τῆς τῶν ἱματίων ἐργασίας Plat. Polit. 280 e; oft λόγων, Eur. Ion. 544; Plat. Rep. VII, 539 a; aber Polit. 275 e ist λόγου ἅπτεσϑαι den Sinn verstehen; ἀντιλογίας V, 454 b; φιλοσοφίας Phaed. 64 a u. öfter; schlechte Thaten, Verbrechen, φόνου Eur. I. T. 381; φόνων, κλωπείας Plat. Phaed. 108 b Legg. VII, 823 e; ἀσεβημάτων Pol. 7, 13; ψευδέων Pind. P. 3, 29. – f) erreichen, ἀληϑείας Plat. Phaed. 65 b u. öfter. – g) in Vrbdgn wie εὐνῆς Eur. Phoen. 953, γυναικῶν Plat. Rep. V, 701 b, ὥρας Legg. VIII, 837 b, vgl. 840 a, τῶν καλῶν Xen. Mem. 1, 3, 8 streift die Bdtg an genießen; vgl. Arist. H. A. 5, 14. – Selten ist die Vrbdg mit dem dat., bis zu etwas hinreichen, Pind. P. 10, 28; I. 3, 30 στάλαισιν ἅπτοντ' Ἡρακλείαις. – 2) anzünden, anstecken, ἐρείκης ϑωμὸν ἅψαντες πυρί Aesch. Ag. 286; πεύκας, φῶς Eur. Or. 1543 Rhes. 81; übertr., π υρσὸν ὕμνων Pind. I. 3, 61; λύχνον ἅπτειν Com. Häufiger im pass., ἡμμένος Ar. Plut. 301; ἁφϑεὶς ὁ νηὸς κατεκαύϑη Her. 1, 19; vgl. 1, 86; ἁφϑέντα, ἡμμένον, Thuc. 4, 133; Eur. Cycl. 512; Theocr. 14. 23 u. Sp. – Hom. fut. med. in passiv. Bdtg, ὁ μοχλὸς ἐν πυρὶ μέλλεν ἅψεσϑαι Od. 9, 379.
-
8 ἐκ-λέγω
ἐκ-λέγω, 1) auslesen, auswählen; Thuc. 4, 59; ἄνδρας, πρεσβύτας, Plat. Rep. V, 458 c VII, 536 c; ἐξ ἁπασῶν τῶν νεῶν τοὺς ἀρίστους ἐρέτας ἐκλέξας Xen. Hell. 1, 6, 19; ἐκλελέχϑαι ibd. 16; ἐκλεκτέος, auszulesen, Plat. Rep. V, 456 b. – Med., für sich auslesen; Her. 7, 6 Thuc. 6, 58 u. A. – 2) Zölle u. andere Abgaben erheben, eintreiben, B. A. 246 ἀπαιτῶ; χρήματα παρά τινος Thuc. 8, 44; ἐκ τῶν συμμάχων Dem. 49, 49; Andoc. 1, 92; τέλος Aesch. 1, 119, wie im Gesetz bei Dem. 24, 40; auch mit doppeltem accus., τέλη τοὺς καταπλέοντας Aesch. 3, 113. – Auch med., τὴν δεκάτην ἐξελέγοντο τῶν πλοίων Xen. Hell. 1, 1, 22. – 3) herauslesen, wegnehmen, Ar. Equ. 908; ἐκ τοῠ γενείου τὰς πολιάς fr. 360.
-
9 γένειον
γένειον, das Kinn, allein u. mit dem Bart, auch der Bart allein; πρὸς γενείου, Beschwörungsformel; γένειον καὶ κέρατα, sprichwörtlich: Haut u. Knochen, von einem dürren Opfertier; πολυόδοντα, Kinnbacken; πρίειν γ. ἀφριόεν, Gebiß, Zähne; λέοντος, Mähne -
10 ὄπις
ὄπις, ιδος, ἡ, eigtl. was auf böse Handlungen folgt, Strafe, Rache; ϑεῶν ὄπις, die Rache der Götter, die Strafe, welche auf Übertretung göttlicher Gesetze folgt; οὐκ ὄπιδα φρονέοντες ἐνὶ φρεσὶν οὐδ' ἐλεητύν, sie denken an keine künftige Strafe, noch auch an Erbarmen; von den Rachegöttinnen; ϑεῶν ὄπιν ἄφϑιτον, im guten Sinne, die Huld der Götter. Daher Scheu vor dieser Strafe; αἰδεῖσϑαι ὄπιδα πολιοῖο γενείου, Ehrfurcht hegen gegen das greise Kinn -
11 συλλογή
συλ-λογή, ἡ, das Sammeln; die Versammlung, Zusammenrottung; συλλογὴν ποιεῖσϑαι, von Soldaten, Werbung; ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, wo das Haar am Kinn sich sammelt, heranwächst
См. также в других словарях:
γενείου — γένειον part covered by the beard neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενείδιο — το ανθρωπομετρικό σημείο στο κατώτατο μέρος τού οστέινου γενείου (τής κάτω γνάθου) … Dictionary of Greek
γενειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάτω γνάθο 2. φρ. «γενειακός μυς» ο μυς που έλκει το δέρμα τού γενείου, τής κάτω γνάθου προς τα πάνω … Dictionary of Greek
εξακοντίζω — (AM ἐξακοντίζω) [ακοντίζω] 1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω («ὁ ἥλιος ἐξακοντίζει τὶς ἀχτίδες του») 2. (για λόγια) απευθύνω με παρρησία ή με αναίδεια («εξακόντισε βαριά κατηγορία») αρχ. 1. χτυπώ από απόσταση 2. ρίχνω ακόντιο 3. φεύγω γρήγορα, με… … Dictionary of Greek
λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek
οπισθογενεία — η ανθρωπολ. υποπλαστική εμφάνιση τού γενείου, τής κάτω σιαγόνας, που χαρακτηρίζει σε ορισμένη ανθρωπολογική περίοδο τον προάνθρωπο και τον πρωτοάνθρωπο, σε αντιδιαστολή με την προγενεία και ορθογενεία, που χαρακτηρίζουν τον νεώτερο άνθρωπο … Dictionary of Greek
προγενεία — η, Ν [προγένειος] προβολή τού γενείου, τής κάτω γνάθου, δηλαδή τής μέσης και κάτω μοίρας τής γενειακής συμφύσεως μεταξύ τού γενειακού ογκώματος τής πρόσθιας επιφάνειας και των γενειακών φυμάτων τού κάτω χείλους … Dictionary of Greek
συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… … Dictionary of Greek
υπογενειάζω — Α 1. ικετεύω κάποιον αγγίζοντας τα γένεια του («ὑπογενειάζων λιτανεύων ἀπὸ τοῡ γενείου ἁπτόμενος», Ησύχ.) 2. χαΐδεύω τα γένεια κάποιου, τόν χαϊδεύω στο πιγούνι («ὑπογενειάζουσα τὰ παιδάρια», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γενειάζω «βγάζω… … Dictionary of Greek
όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… … Dictionary of Greek
Αποστολάκης, Γεώργιος — (Καλαμάτα 1890 – Αθήνα 1964).Γιατρός και συγγραφέας έργων της ειδικότητάς του, αδελφός του φιλόλογου Γιάννη Αποστολάκη (βλ. λ.). Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στην ανατομική σε διάφορα ευρωπαϊκά ινστιτούτα (Γαλλία,… … Dictionary of Greek