Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ττω

См. также в других словарях:

  • θάττω — θάσσω sit pres subj act 1st sg (attic) θάσσω sit pres ind act 1st sg (attic) θά̱ττω , θάσσων neut acc comp pl (attic) θά̱ττω , θάσσων neut nom comp pl (attic) θά̱ττω , θάσσων masc/fem acc comp sg (attic) θάσσω , θάζω seated aor ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

  • αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 …   Dictionary of Greek

  • απαράσσω — ἀπαράσσω κ. ττω (Α) [αράσσω ( ττω)] 1. κόβω, αποκόβω 2. χτυπώ ή εξολοθρεύω 3. συντρίβω, συνθλίβω …   Dictionary of Greek

  • αφαιμάσσω — ἀφαιμάσσω και ττω (Α) κάνω αφαίμαξη, αφαιρώ αίμα από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + αιμάσσω ( ττω)] …   Dictionary of Greek

  • διακηρύσσω — και ττω (AM διακηρύσσω και ττω) διαλαλώ, γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα μσν. νεοελλ. 1. αναγγέλλω εγγράφως ή μέσω τού Τύπου 2. διαδίδω κάτι επαναλαμβάνοντάς το συνεχώς αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία 2. μέσ. διακηρύσσομαι και ττομαι διαπραγματεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • διορύττω — διορύσσω dig through pres subj act 1st sg (attic) διορύσσω dig through pres ind act 1st sg (attic) διορύ̱ττω , διορύσσω dig through pres subj act 1st sg (attic) διορύ̱ττω , διορύσσω dig through pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσπράττω — εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορύττω — κατορύσσω bury pres subj act 1st sg (attic) κατορύσσω bury pres ind act 1st sg (attic) κατορύ̱ττω , κατορύσσω bury pres subj act 1st sg (attic) κατορύ̱ττω , κατορύσσω bury pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύττω — κηρύ̱ττω , κηρύσσω to be a herald pres subj act 1st sg (attic) κηρύ̱ττω , κηρύσσω to be a herald pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»