-
1 προ-πράσσω
προ-πράσσω, att. - ττω, vorher od. eher thun, als ein Anderer; Aesch. Ch. 821; τοῖς προπεπραγμένοις ἀεί τι μεῖζον προςτιϑέν, Luc. iud. voc. 2.
-
2 προπαρα-τάσσω
προπαρα-τάσσω, att. - ττω, davorstellen, bes. in Schlachtordnung, D. Cass. 49, 8.
-
3 προ-περι-χαράσσω
προ-περι-χαράσσω, att. - ττω, vorher ringsherum einschneiden, einkerben, Sp.
-
4 προ-πέσσω
-
5 προς-πλάσσω
προς-πλάσσω, att. - ττω, daran bilden, machen, νεοσσιαὶ προςπεπλασμέναι ἐκ πηλοῠ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111, u. einzeln bei Sp.
-
6 προς-πάσσω
προς-πάσσω (s. πάσσω), att. - ττω, dazu, daran, darauf streuen, Schol. Nic. Al. 564.
-
7 προς-ράσσω
προς-ράσσω, att. -ττω, = προςρήσσω, Sp.
-
8 προς-ρήσσω
προς-ρήσσω, att. -ττω, = προςρήγνυμι, Sp.
-
9 προς-τάσσω
προς-τάσσω, att. - ττω, 1) dazu anordnen, stellen, bes. von Aufstellung der Soldaten, πέμπταισι προςταχϑέντα πύλαις, Aesch. Spt. 509, wie Soph. Ant. 666; χωρεῖτε ἕκαστος οἷ προςτάσσομεν, Eur. Or. 1678; dah. wozu rechnen, zu einer Klasse oder Partei zählen, τινὰ πρός τινα, Her. 3, 89, τινά τινι, 7, 65; Ἰνδοὶ προςετετάχατο Φαρναζάϑρῃ; auch μοίρῃ τινὶ προςτάσσειν ἑωυτόν, sich zu einer Partei schlagen, 1, 94; auch ἄρχοντα, dazu einsetzen, vorsetzen, Thuc. 8, 23. 87; vgl. auch Plat. Legg. VI, 784 a. – 2) dazu anordnen, gebieten, befehlen; ἔστιν ἡμῖν τοῠτο προςτεταγμένον, Aesch. Eum. 208; χὤτι δεῖ πρόςτασσε δρᾶν, Soph. O. C. 495, vgl. 1022; ὃς οὐδὲν ᾔδη πλὴν τὸ προςταχϑὲν ποιεῖν, Phil. 998, σοὶ προςτάσσω μένειν, Eur. Suppl. 589; τί προςτετάχϑαι δρᾶν; Phoen. 738; u. in Prosa: τινί τι, Her. u. Folgde; mit folgdm inf., Her. 7, 39. 9, 99; auch mit acc. c. inf., Xen. Mem. 1, 7, 4; bes. wie imperare, Einem Etwas auflegen zu leisten, τοῖσι προςετέτακτο ἵππος, es war ihnen Reiterei zu stellen aufgelegt, Her. 7, 21; τὸ προςτεταγμένον, τὰ προςταχϑέντα, Befehle, Aufträge, 2, 121. 4, 9. 104; προςταχϑέν, da es befohlen worden, Xen. Hell. 2, 5, 35; vgl. οὕτως ἐξ Ἀλεξάνδρου προςτεταγμένον, Arr. An. 7, 3, 6; πολὺ ἔργον προςτάττεις ὡς τηλικῷδε, Plat. Parm. 136 d; εἰ ἄρα προςτάττοι τὸ ἐνύπνιον ταύτην τὴν δημώδη μουσικὴν ποιεῖν, Phaed. 61 a, u. oft; ἡ ἀποδημία ἡ νῦν ἐμοὶ προςτεταγμένη, 67 c; τὰ προςταχϑέντα δρᾶν, Polit. 305 d; τῷ πρεσβυτέρῳ νεωτέρων πάντων ἄρχειν προςτετάξεται, Rep. V, 465 a; Xen. u. Folgde.
-
10 προς-απο-φράσσω
προς-απο-φράσσω, attisch - ττω, noch dazu versperren od. verstopfen, D. Cass. 42, 38.
-
11 προς-αράσσω
προς-αράσσω, att. - ττω, daranschlagen, -stoßen, -werfen, ναῠς σκοπέλοις, Plut. Marcell. 15; ναῠν πρὸς ἄκραν D. Cass. 48, 47, u. Sp.; πρ. τινὶ τὰς ϑύρας, Einem die Thür vor der Nase zuschmeißen, Luc. D. Merc. 15, 2, vgl. Nav. 22.
-
12 προς-επι-πλήσσω
προς-επι-πλήσσω (s. πλήσσω), att. - ττω, noch dazu darauflosschlagen, bes. übertr., noch darauf losschelten?
-
13 προς-επι-τάσσω
προς-επι-τάσσω, att. - ττω, noch dazu anordnen, anbefehlen, auferlegen; Isocr. 6, 39, v. l.; im med., Pol. 1, 50, 7.
-
14 προς-κατ-αλλάσσω
προς-κατ-αλλάσσω, att. - ττω, noch dazu aussöhnen. – Med. sich noch dazu aussöhnen, Arist. rhet. 1, 12.
-
15 προς-εις-πράσσω
προς-εις-πράσσω, attisch - ττω, noch dazu eintreiben, einfordern, Plut. Alc. 8.
-
16 προς-κηρύσσω
προς-κηρύσσω, att. - ττω, durch einen Herold herbeirufen, Luc. Piscat. 39.
-
17 προς-ανα-πλάσσω
προς-ανα-πλάσσω, att. - ττω (s. πλάσσω), dazu od. daran bilden, hinzu andichten, τινί τι, Sp.
-
18 προς-δια-πλάσσω
προς-δια-πλάσσω, att.- ττω, dazu bilden, erfinden, Sp.
-
19 προς-δια-τάσσω
προς-δια-τάσσω, att. - ττω, noch dazu anordnen, anbefehlen, Sp., wie Ios.
-
20 προ-σῡρίσσω
προ-σῡρίσσω, att. - ττω, vorher zischen, aor., Pol. 8, 22, 5. 27, 10, oft.
См. также в других словарях:
θάττω — θάσσω sit pres subj act 1st sg (attic) θάσσω sit pres ind act 1st sg (attic) θά̱ττω , θάσσων neut acc comp pl (attic) θά̱ττω , θάσσων neut nom comp pl (attic) θά̱ττω , θάσσων masc/fem acc comp sg (attic) θάσσω , θάζω seated aor ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek
απαράσσω — ἀπαράσσω κ. ττω (Α) [αράσσω ( ττω)] 1. κόβω, αποκόβω 2. χτυπώ ή εξολοθρεύω 3. συντρίβω, συνθλίβω … Dictionary of Greek
αφαιμάσσω — ἀφαιμάσσω και ττω (Α) κάνω αφαίμαξη, αφαιρώ αίμα από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + αιμάσσω ( ττω)] … Dictionary of Greek
διακηρύσσω — και ττω (AM διακηρύσσω και ττω) διαλαλώ, γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα μσν. νεοελλ. 1. αναγγέλλω εγγράφως ή μέσω τού Τύπου 2. διαδίδω κάτι επαναλαμβάνοντάς το συνεχώς αρχ. 1. πουλώ σε δημοπρασία 2. μέσ. διακηρύσσομαι και ττομαι διαπραγματεύομαι… … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
διορύττω — διορύσσω dig through pres subj act 1st sg (attic) διορύσσω dig through pres ind act 1st sg (attic) διορύ̱ττω , διορύσσω dig through pres subj act 1st sg (attic) διορύ̱ττω , διορύσσω dig through pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπράττω — εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορύττω — κατορύσσω bury pres subj act 1st sg (attic) κατορύσσω bury pres ind act 1st sg (attic) κατορύ̱ττω , κατορύσσω bury pres subj act 1st sg (attic) κατορύ̱ττω , κατορύσσω bury pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύττω — κηρύ̱ττω , κηρύσσω to be a herald pres subj act 1st sg (attic) κηρύ̱ττω , κηρύσσω to be a herald pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)