Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πράκτορα

См. также в других словарях:

  • πράκτορα — πράκτωρ one who does masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράκτορ' — πράκτορα , πράκτωρ one who does masc acc sg πράκτορι , πράκτωρ one who does masc dat sg πράκτορε , πράκτωρ one who does masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρακτόρευση — η, Ν [πρακτορεύω] 1. άσκηση πρακτορείας 2. ναυτ. εξυπηρέτηση τής διακίνησης ενός πλοίου ή φορτίου, εντολή που δίνεται από τον πλοιοκτήτη στον πράκτορα και η οποία περιλαμβάνει πράξεις που δεν αναγράφονται πουθενά και οι οποίες εξαρτώνται… …   Dictionary of Greek

  • πρακτορικός — ή, όν, Α [πράκτωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πράκτορα ή αυτός που λαμβάνεται και εισπράττεται από τον πράκτορα, από τον εισπράκτορα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρακτορικόν τέλος υπέρ τού πράκτορα …   Dictionary of Greek

  • πρακτορεία — και πρακτορία, η, ΝΑ [πράκτωρ, ορος] νεοελλ. 1. το γραφείο τού πράκτορα και η οργανωμένη από αυτόν υπηρεσία 2. (νομ.) επιχείρηση που αναλαμβάνει αντί αμοιβής την οργάνωση ή διεκπεραίωση ξένων υποθέσεων ή την παροχή συμβουλών ή πληροφοριών αρχ. το …   Dictionary of Greek

  • μισθωτός — και μιστωτός, ή, ό (ΑΜ μισθωτός, ή, όν, Μ και μιστωτός, ή, όν) [μισθώνω] αυτός που εισπράττει μισθό για την εργασία την οποία παρέχει, έμμισθος υπάλληλος ή εργάτης νεοελλ. (νομ.) (στη μίσθωση εργασίας) ο εκμισθωτής, δηλαδή αυτός που είναι… …   Dictionary of Greek

  • περιπρακτορία — ἡ, Α περιοχή στην οποία ανήκε ο φορολογούμενος πολίτης, φορολογική περιφέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρακτορία «το έργο τού πράκτορα, είσπραξη»] …   Dictionary of Greek

  • πρακτορείο — το, Ν το γραφείο τού πράκτορα καθώς και η οργανωμένη από αυτόν υπηρεσία που αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση ορισμένης φύσεως υποθέσεων άλλων επιχειρήσεων ή ατόμων ή και την παροχή υπηρεσιών γενικού ή ειδικού χαρακτήρα (α. «πρακτορείο ταξιδίων» β.… …   Dictionary of Greek

  • πρακτορεύω — ΝΜΑ [πράκτωρ, ορος] νεοελλ. 1. εργάζομαι ως πράκτορας, ασκώ πρακτορεία 2. αντιπροσωπεύω τα συμφέροντα κάποιου έναντι αμοιβής 3. διακινώ ένα προϊόν για λογαριασμό άλλου εισπράττοντας προμήθεια 4. αναπτύσσω κατασκοπική δραστηριότητα, δρω για… …   Dictionary of Greek

  • πρακτόρειος — εία, ον, Α [πράκτωρ, ορος] 1. ο εισπραττόμενος, αυτός που υπόκειται σε είσπραξη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρακτόρειον έδρα, γραφείο τού πράκτορα στο οποίο υπήρχε και φυλακή για οφειλέτες δημόσιου χρήματος …   Dictionary of Greek

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»