Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νίκη

См. также в других словарях:

  • Νίκη — victory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νίκῃ — Νίκη victory fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… …   Dictionary of Greek

  • νίκη — η 1. η επικράτηση σ οποιονδήποτε τομέα: Πέτυχαν σπουδαία νίκη οι αθλητές μας. – Νίκη των δημοκρατικών στις εκλογές. – Nίκη του στρατού στη μάχη. – Nίκη του φωτός ενάντια στο σκότος. 2. ως κύρ. όν., Νίκη θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νίκη — νί̱κη , νίκη victory fem nom/voc sg (attic epic ionic) νί̱κη , νῖκος for ever neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νί̱κη , νῖκος for ever neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νί̱κη , νικάω conquer pres imperat act 2nd sg (doric) νί̱κη , νικάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίκῃ — νί̱κῃ , νίκη victory fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικῇ — νῑκῇ , νικάω conquer pres subj mp 2nd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres ind mp 2nd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres subj act 3rd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres ind act 3rd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres subj mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζεὺς σωτὴρ καὶ νίκη. — См. Бог нам прибежище и сила …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καδμεία νίκη. — См. Победа Пирра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μπακογιάννη, Νίκη — (Λαμία 1968 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η άλτρια του ύψους και ασημένια ολυμπιονίκης της Ατλάντα το 1996 στην καριέρα της κατέρριψε 12 φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στον ανοιχτό στίβο και άλλες τόσες στον κλειστό στίβο και συνέδεσε το… …   Dictionary of Greek

  • НИКА —    • Νίκη,          Victoria,        1. по Гесиоду (Hesiod. theog. 383 слл.), богиня победы, дочь Палланта и богини Стикс, сестра Ζη̃λος (рвение), Κράτος (сила) и Βία (насилие). Это семейство постоянно живет у Зевса на Олимпе, потому что они… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»