-
1 ῥυκάνη
-
2 ῥυκάνη
ῥυκάνη, ἡ, der Hobel -
3 εὐ-αγής
εὐ-αγής, ές, 1) ( ἅγος – ἅγιος), eigtl. von Blutschuld rein, schuldlos, heilig, im Solon. Gesetz ὁ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα εὐαγὴς ἔστω, καὶ ὅσιος, Andoc. 1, 97, wie Dem. 9, 44, εὐαγὲς ἦν τοῠτον ἀποκτεῖναι, wo nachher καϑαρός dafür steht, den Geächteten zu tödten steht frei, ohne daß man Anklage u. Buße zu fürchten hat; τίς οἶδεν εἰ κάτωϑεν εὐαγῆ τάδε Soph. Ant. 517, Schol. εὐσεβῆ, wer weiß, ob das in der Unterwelt als heilig, fromm gilt; einzeln bei Sp., wie ϑυηλαί Ap. Rh. 1, 1140, λοιβαί 2, 715; εὐαγέεσσιν ἅδοιμι Theocr. 26, 30; in Prosa, z. B. App. B. Civ. 2, 148; εὐαγέστατοι ἱππεῖς D. Hal. 10, 13. – Daher glücklich, günstig, ὅπως τίν' ἧμιν λύσιν εὐαγῆ πόρῃς Soph. O. R. 921, wo Andere mit Rücksicht auf den zu entsühnenden Oedipus erklären ὥστε εὐαγῆ αὐτὸν εἶναι; bei Plat. τοῦτο δ' οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη, Ep. II, 312 a. – Adv. εὐαγέως, nach heiligem Brauch, H. h. Cer. 275. 370 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 699 u. öfter; Opp. H. 5, 418. – Auf körperliche Dinge übertr., rein klar, hell, ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ Aesch. Pers. 458, einen das ganze Heer überschauenden Sitz, oder weit sichtbar, wie πύργος Eur. Suppl. 652, an welchen beiden Stellen man εὐαυγής hat schreiben wollen, wie χιόνος εὐαγεῖς βολαί Bacch. 661, v. l. εὐαυγεῖς; Hippocr. vrbdt καϑαρὰ καὶ εὐαγέα, von der Sonne u. den Sternen; ἀέρος τὸ εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰϑὴρ καλούμενος Plat. Tim. 58 d; übertr., ἃ μαϑοῠσι εὐαγέστερον γίγνεσϑαι, μὴ μαϑοῠσι δὲ σκοτωδέστερα φαίνεσϑαι Legg. XII, 952 a; κόσμος λαμπρότητι εὐαγέστατος Arist. de mund. 5, wo Bekker εὐαυγέστατος liest. – 2) ( ἄγω), sich leicht bewegend, leicht, behend; so von den Bienen, χαίροιτ' εὐαγέες Antiphil. 29 (IX, 404); γίνονται εὐαγέες οἱ ἄνϑρωποι Hippocr.; ὀφϑαλμοί, Sp., wie Adamant. physiogn. 1, 9. – Auch εὐᾱγής (vgl. περιαγής u. περιηγής), gutgedreht, wohl abgerundet, εὐαγέος ἠελίοιο Parmenid. bei Clem. Al. 5 p. 732 (s. unter 1); ῥυκάνη Leon. Tar. 28 (VI, 204); auch übertr., εὐαγέες ὕμνοι [mit kurzem α], Antip. Sid. 79 (VII, 34). – 3) ( ἄγνυμι), leicht zu zerbrechen, zerbrechlich, VLL.
См. также в других словарях:
ῥυκάνη — plane fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυκάνῃ — ῥυκάνη plane fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυκάνη — η / ῥυκάνη, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥυκάνα Α ξυλουργικό εργαλείο, η πλάνη, το ροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυκάνη ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *reuk «μαδώ, γδέρνω, απογυμνώνω» (πρβλ. λατ. runco «σκαλίζω, βοτανίζω») + επίθημα άνη (πρβλ. δρεπ άνη, σκαπ … Dictionary of Greek
ῥυκάναις — ῥυκάνη plane fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυκάνα — ῥυκάνᾱ , ῥυκάνη plane fem nom/voc/acc dual ῥυκάνᾱ , ῥυκάνη plane fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
рак — I I, род. п. а, укр., блр. рак, русск. цслав. ракъ, болг. рак, сербохорв. ра̏к, словен. ràk, род. п. raka, чеш., слвц., польск., в. луж., н. луж. rak. Не имеет удовлетворительной этимологии. Предположение о родстве с лит. erkė овечья вошь, клещ … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ροκάνα — και ρουκάνα, η, Ν 1. μεγάλο ροκάνι, πλάνη 2. ιδιόφωτο ξύλινο μουσικό όργανο, με οδοντωτό τροχό στερεωμένο σε άξονα λαβή, ώστε να παράγει ισχυρό και ξηρό κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυκάνη] … Dictionary of Greek
ροκάνι — και ρουκάνι, το Ν ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξομάλυνση και λείανση επιφάνειας ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροκάνα / ῥυκάνη*] … Dictionary of Greek
ροκανίζω — ῥυκανίζω, ΝΜΑ, και ρουκανίζω Ν, και ῥακανίζω Μ [ῥυκάνη / ροκάνα] λειαίνω ξύλο με το ροκάνι, πλανιάρω νεοελλ. 1. τρώω ή μασώ κάτι σκληρό («ροκανίζω το παξιμάδι») 2. μτφ. α) κατατρώγω, σπαταλώ («τού ροκάνισε όλη την περιουσία») β) κάνω διάρρηξη με… … Dictionary of Greek
ρυκανώ — άω, Μ [ρυκάνη] ροκανίζω, πλανίζω … Dictionary of Greek
χειρομήριον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥυκάνη... τεκτονικὸν ἐργαλεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μηρός + κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek