-
1 Ατης
-
2 Ἄτης
-
3 άτης
-
4 ἄτης
-
5 ἄτη
A bewilderment, infatuation, caused by blindness or delusion sent by the gods, mostly as the punishment of guilty rashness,τὸν δ' ἄτη φρένας εἷλε Il.16.805
;Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τιν' ἤδη.. βασιλήων τῇδ' ἄτῃ ἄασας 8.237
;Ζεὺς καὶ Μοῖρα καὶ.. Ἐρινὺς.. φρεσὶν ἔμβαλον ἄγριον ἄτην 19.88
(so ἀλλ' ἐπεὶ ἀασάμην καί μευ φρένας ἐξέλετο Ζεύς ib. 137); ἄτην δὲ μετέστενον ἣν Ἀφροδίτη δῶχ' ὅτε μ' ἤγαγε κεῖσε, says Helen, Od.4.261.2 Ἄτη personified, the goddess of mischief, author of rash actions,πρέσβα Διὸς θυγάτηρ, Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται Il.19.91
, cf. 9.504, Hes. Th. 230, Pl.Smp. 195d;Ἄτης ἂν λειμῶνα Emp.121.4
; coupled with Ἐρινύς, A.Ag. 1433.II of the consequences of such visitations, either,1 [voice] Act., reckless guilt or sin,Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἄτης Il.6.356
: in pl., deceptions, 10.391: or,2 [voice] Pass., bane, ruin, 24.480, Hdt.1.32; ἐγγύα, πάρα δ' ἄτα prov. in Thales ap.Stob.3.1.172: τὸ πῆμα τῆς ἄτης the anguish of the doom, S.Aj. 363 (lyr.); ;Πειθὼ προβουλόπαις.. ἄτης Id.Ag. 386
(lyr.): pl., Id.Pers. 653 (lyr.), 1037 (lyr.), S.Aj. 848, etc.; strokes of fate,ἀνδρείη τὰς ἄτας μικρὰς ἔρδει Democr.213
.3 Trag., of persons, bane, pest,δίκην ἄτης λαθραίου A.Ag. 1230
; .b ill-fated person, A.Ag. 1268 codd.—Not in Comedy (unless read for αὐτῆς, Ar. Pax 605 ) nor in [dialect] Att. Prose (exc. as pr.n.and in quotations ofἐγγύα, πάρα δ' ἄτα Cratin.
Jun.12, Pl.Chrm. 165a), but found in Arist.VV 1251b20;κῆρας καὶ ἄτας D.H.8.61
; τοιαύτας κακὰς ἄτας such abominations, of certain Epicurean expressions, Cleom.2.1. -
6 αὐαίνω
αὐαίνω, [dialect] Att. [pref] αὑ- (cf. ἀφ-, ἐπαφ-αυαίνω), [tense] impf. ([etym.] καθ-) αύαινον Luc. Am.12: [tense] fut.A : [tense] aor. ηὔηνα orαὔ- Hdt.4.172
, inf.αὐῆναι Hp.Mul.1.84
, part.αὐήνας Id.Morb.3.17
:—[voice] Pass., [tense] impf. Ar. Fr. 613: [tense] aor. ηὐάνθην or αὐ- (v. infr.),ἐξ- Hdt.4.151
: [tense] fut. αὐανθή-σομαι (cf. ἀφ-):—but also [voice] Med. αὐανοῦμαι in pass. sense, S.Ph. 954: Mss. and editors differ with regard to the augm.: (v. αὔω):— dry, αὐανθέν (of a log of wood) Od.9.321;αὐ. ἰχθῦς πρὸς ἥλιον Hdt.1.200
, 2.77, cf. 92,4.172; αὐαίνεσθαι ὑπὸ τοῦ καύματος, διὰ ξηρότητα, X. Oec.16.14, 19.11, cf. An.2.3.16, etc.2 wither, Thphr.HP3.7.1 ([voice] Pass.): metaph.,εὐνομίη αὐαίνει ἄτης ἄνθεα Sol.4.36
;αὐανθεὶς πυθμήν A.Ch. 260
; αὐανῶ βίον I shall waste life away, pine away, S.El. 819: αὐανοῦμαι I shall wither away, Id.Ph. 954;ηὑαινόμην θεώμενος Ar.Fr. 613
.II intr., to be dry,μήτε ὑγραὶ μήτε λίαν αὐαίνουσαι Hp.Mul. 1.17
.—The [voice] Act. is comparatively rare, esp. in Attic. -
7 βοηλάτης
A one that drives away oxen, cattle-lifter, S.Ichn.117, AP11.176 (Lucill.).IV β. διθύραμβος the dithyramb which gains a bull for the prize, Pi.O.13.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηλάτης
-
8 γενειάτης
A bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. [suff] γενει-ᾶτις,τρίγλα Sophr.31
; [dialect] Ion.γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάτης
-
9 δίκτυον
A net:1 fishing-net, δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ (sc. ἰχθύας) Od.22.386;φελλοὶ δ' ὣς ἄγουσι δ. A.Ch. 506
;μολυβδὶς ὥστε δ. κατέσπασεν S.Fr. 840
; δ. καθιέναι, ἀναιρεῖσθαι, Arist. HA 533b19, 602b8.4 lattice-work, IG11(2).165.4, 13 (Delos, iii B. C.).5 bottom of a sieve, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίκτυον
-
10 εἰσβαίνω
A go on board a ship, mostly abs., embark, Od.9.103, Th.7.13, etc. ;ἐς [πεντηκόντερον] Hdt.3.41
: c. acc., .2 generally, enter,πρὸς κόρης νυμφεῖον εἰ. S.Ant. 1205
; ; εἰ. κακά come into miseries, S.OC 997 ;ἄτης ἄβυσσον πέλαγος A. Supp. 470
; reversely,ἐμοὶ γὰρ οἶκτος.. εἰσέβη S.Tr. 298
;κἀμὲ γὰρ τὸ δυσχερὲς τοῦτ' εἰσβέβηκεν E.Hyps.Fr.5(3).20
.4 project into, PTeb.86.24 (ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσβαίνω
-
11 εὔπορος
εὔπορ-ος, ον,A easy to pass or travel through, ἄτης.. πέλαγος οὐ μάλ' εὔ. A.Supp. 470; ; τὰ εὔ. open ground, X.Eq.Mag.4.4;εὔπορον ἦν διιέναι Th.4.78
, cf. X.An.3.5.17; εὔ. ποιεῖν τὰ ὦτα to open one's ears, Luc.Lex.1; μήτρα lax, Sor.1.34.2 easily got, easily done, easy,τὰ μέγιστα.. σφι εὔπορά ἐστι Hdt.4.59
;πολλά τοι θεὸς κἀκ τῶν ἀέλπτων εὔπορ' ἀνθρώποις τελεῖ E.Fr. 100
; παρ' ἐμοῦ δ' ἔστιν ταῦτα εὔ. Ar.Pl. 532, cf. Pl. R. 404c;φιλία.. εὔ. εἴη Ar.Lys. 1266
;τὴν κατὰ θάλασσαν ἔφοδον -ωτέραν Th.1.93
;πλεῖστον.. μέλι καὶ -ώτατον Pl.R. 564e
; τὸ εὔ., = εὐπορία, εὑρίσκειν τὸ εὔ. Hp.Art.78;διὰ τὸ εὔ. τῆς ἐλπίδος Th.8.48
; εὔπορόν ἐστι it is easy, c. inf., X.An.3.5.17, D.3.18, etc.; ἐν εὐπόρῳ κεῖται c. inf., Str.10.3.8: [comp] Comp. - ώτερον Pl.R. 404c.2 of persons, full of resources or devices, ingenious, inventive, opp. ἄπορος, E.Fr. 430 ([comp] Sup.);εἰ οὖν τις.. -ώτερος ἐμοῦ Pl.Phd. 86d
;εὔ. ἐν τοῖς ἀπόροις Alex.234.5
; -ώτεροι πρὸς ἅπαν ἔργον Pl.Prt. 348d
: c. inf.,χρήματα πορίζειν -ώτατον γυνή Ar.Ec. 236
;ἐς τὴν δίαιταν -ώτατοι Id.V. 1112
.III well-provided with, rich in,πόλιν τοῖς πᾶσιν -ωτάτην Th.2.64
;τὰ περὶ τὸν βίον -ώτεροι Isoc.8.19
; τίς -ώτερος χρημάτων; D.Chr.3.132: abs., fertile,γῆ Poll.1.186
; well-furnished,πράγματ' -ώτερα D.19.89
; well off, wealthy, οἱ εὔ. Id.1.28, etc.; opp. οἱ ἄποροι, Arist.Pol. 1279b8, etc.; persons of substance, capable of bearing taxation, SIG344.115 ([comp] Sup., Teos, iv B.C.);εὔ. καὶ ἐπιτήδειος POxy.1187.11
(iii A.D.), etc.2 in abundance,εὐ. ἔχειν πάντα Th.8.36
; οὐκ εὐ. ἔχω I don't feel well, Luc.Lex.2 codd. ( εὐφ- Cobet).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπορος
-
12 ζευγηλάτης
A the driver of a yoke of oxen, teamster, S.Fr. 616, X.An.6.1.8, PFay.112.6 (i A.D.), Dialex.7.2: pl., D.S.31.24:—a fem. [suff] ζευγηλ-ᾰτρίς, ίδος, S.Fr. 878.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζευγηλάτης
-
13 ζεῦγλα
ζεῦγλᾰ, ἡ, poet. for sq., -
14 ζῶ
ζῶ ([var] contr. fr. ζώω: ζάω only in Gramm., EM410.38), ζῇς (Choerob. in Theod.2.28), ζῇ, ζῆτε (but ζῆς, ζῆ acc. to Anon. ap. EM410.48, Sophronius ap.Choerob.in Theod.2.416); imper.Aζῆ S.Fr. 167
, E.IT 699, ζῆθι (as if from ζῆμι, cf. EM l.c.) Pherecr.11 D., Men.Mon. 191, AP10.43,σύ-ζηθι Philem.
ap. Et.Gen. s.v. ζῆ; opt. ζῴην; inf. ζῆν: [tense] impf. , Ar.Ra. 1072; ἔζην in most codd. of D.24.7 is a form suggested by ἔζης, ἔζη; [ per.] 3pl. , Pl.Lg. 679c: [tense] fut. , Pl.R. 465d, Men.Mon. 186, [Epich.] 267,ζήσομαι Hp.Nat.Puer.30
, D.25.82, Arist.Pol. 1327b5: [tense] aor. 1ἔζησα Hp. Prog.1
, AP7.470 (Mel.), Plu.2.786a, etc.: [tense] pf. , D.H.5.68, etc.: but in [dialect] Att. [tense] aor. and [tense] pf. are mostly supplied from βιόω.- Exc. part. ζῶντος, Il.1.88, Hom. always uses the [dialect] Ep. [dialect] Ion. Lyr. [tense] pres. [full] ζώω (also in Pi.O.2.25, Hdt.7.46, al., Diog.Apoll.4, Herod.2.29, IG12(8).600.9 ([place name] Thasos), and Trag. (in lyr.), S.El. 157, OC 1213, cf. BCH47.95 ([place name] Cavalla), Bull.Soc.Arch.Bulg.7.13 ([place name] Macedonia); subj.ζώῃ IG12(8).262.12
(Thasos, v B.C.), cf. Schwyzer 339, al. (Delph.), [var] contr.ζῷ Berl.Sitzb.1927.161
([place name] Cyrene); Cret. [full] δώω Leg.Gort.4.21, al.); inf. ζωέμεναι, -έμεν, Od.7.140,24.436: [tense] impf.ἔζωον 22.245
, Hes.Op. 112, Hdt.4.112; [dialect] Ion.ζώεσκον Hes.Op.90
, Bion 1.30: [tense] aor. 1 ἔζωσα ([etym.] ἐπ-) Hdt.1.120; inf.ζῶσαι IG11(4).1299
([place name] Delos): [tense] pf. part.ἐζωκότα BMus.Inscr.1009
([place name] Cyzicus); inf.ζόειν Semon.1.17
: [tense] impf.ζόεν AP13.21
(Theodorid.). (Root g[uglide]iē-, g[uglide]iō- also in βίος and ὑγιής (q.v.).)I prop. of animal life, live, Hom. (v. infr.), etc.; also of plants,τὸ ζῆν κοινὸν εἶναι φαίνεται καὶ τοῖς φυτοῖς Arist.EN 1097b33
; ἐλέγχιστε ζωόντων vilest of living men, Od.10.72;ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Il. 24.558
; , cf. Od.16.439;ζῶν καὶ βλέπων A.Ag. 677
;ζώει τε καὶ ἔστιν Od.24.263
;ζώντων καὶ ὄντων D. 18.72
; ;ζῶσα πόλις καὶ ἐγρηγορυῖα Id.Lg. 809d
;ζῶν καὶ ἔμψυχος Id.Phdr. 276a
; ῥεῖα ζώοντες living at ease, of the gods, Il.6.138, al.; ζῶν κατακαυθῆναι to be burnt alive, Hdt.1.86: c. acc. temp.,ζ. ἤματα πάντα h.Ven. 221
, etc.;ὀλίγα ἔτεα Hdt.3.22
: c. dat. modi, δμῶες.. ἄλλα τε πολλὰ οἷσίν τ' εὖ ζώουσι whereby men live in comfort, Od.17.423, cf. D.60.5;κοράκων πονηρίᾳ Ar.Th. 868
; ἐπὶ τοῖς αἰσχίστοις ἔργοις, ἐπὶ τοῖς παροῦσιν ἀγαθοῖς, And.1.100, Isoc.10.18; also ζῆν ἀπό τινος to live on a thing, Thgn. 1156, Hdt.1.216, 2.36,4.22, Ar. Pax 850, etc.; , D. 57.36, 1 Ep.Cor.9.14: c. part.,ζῆν συκοφαντῶν And.1.99
;ἐργαζόμενοι Arist.Pol. 1292b27
: c. dat. commodi, ζῆν ἑαυτῷ for oneself, dub. l. in E. Ion 646, cf. Ar.Pl. 470, Men.507; τὸ ζῆν,= ζωή, A.Pr. 681, Pl. Phd. 77d (without Art.εἰς ἕτερον ζ. Id.Ax. 365d
);διὰ παντὸς τοῦ ζῆν Ep.Hebr.2.15
; also, a living,τὸ ζ. οὐκ ἔχομεν OGI515.57
(Mylasa, iii A.D.); ζήτω ὁ βασιλεύς long live the king, LXX 1 Ki.10.24; βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι ib.Da.3.9; asseverations, ζῶ ἐγώ, καὶ ζῶν τὸ ὄνομά μου, καί.. ib.Nu.14.21; ζῇ κύριος, εἰ.., ὅτι.. , ib.1 Ki.19.6, 29.6; ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ οἶδα ib.17.55.2 = βιόω, live, pass one's life, c. acc. cogn.,ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od.15.491
;ζ. βίον μοχθηρόν S.El. 599
, cf. E.Med. 249, Ar.V. 506, etc.;ζόην τὴν αὐτήν Hdt.4.112
, cf. Pl.R. 344e;τὸν βίον ἀσφαλῶς Philem.213.5
;ἥδιστον ἀνθρώπων βίον S.Fr.583.4
;νυμφίων βίον Ar.Av. 161
; alsoζ. ἀβλαβεῖ βίῳ S.El. 650
, cf.Tr. 168; ; ;ζ. δοῦλος Id.OT 410
; ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης from the other acts of your life, D.21.134; ποιεῖσθαι φθόνον ἐξ ὧν ζῇς ib.196.3 [tense] aor. 1 ἔζησα, causal, quicken,ἐν τῇ ὁδῷ σου ζῆσόν με LXXPs.118(119).37
, al.II live in the fullest sense,δι' ὧν ζῆν ἐπιστάμεθα X.Mem.3.3.11
, etc.;βιοὺς μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἔτη ἑπτά D.C.69.19
; in religious or mystical sense, Ep.Rom.7.9, al., cf. Ramsay Cilies and Bishoprics 2p.565 (Phryg.); , etc.: freq. metaph. of things, to be in full vigour,ὄλβος ζώει μάσσων Pi.I.3.5
;ἄτης θύελλαι ζῶσι A.Ag. 819
;ζῶντι χρώμενος ποδί S.Fr. 790
; [μαντεῖα] αἰεὶ ζῶντα περιποτᾶται Id.OT 482
; ἀεὶ ζῇ ταῦτα [νόμιμα] Id.Ant. 457; τὰς ξυμφορὰς τῶν βουλευμάτων ζώσας μάλιστα have most living power, Id.OT45;λόγια ζῶντα Act.Ap.7.38
; ; ζῶσα φλόξ living fire, E.Ba.8; ὕδωρ ζῶν spring water, LXXNu.5.17 (and metaph., Ev.Jo.4.10);ζώσης φωνῆς Cic.Att.2.12.2
. -
15 θάλπω
A , Alciphr.2.4: [tense] fut. [voice] Med. in pass. senseθάλψομαι Id.3.42
:—heat, soften by heat, Od.21.179, al.:—[voice] Pass.,ἐτήκετο κασσίτερος ὣς.. θαλφθείς Hes.Th. 864
, cf. S.Tr. 697: metaph., to be softened, deceived,αἴ κε μὴ θαλφθῇ λόγοις Ar.Eq. 210
.II heat, warm, without any notion of softening, καῦμ' ἔθαλπε (sc. ἡμᾶς) S. Ant. 417; θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θ. Ar.Av. 1092; keep warm,χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψύχουσα Trag.Adesp.7
: prov., θ. τὸν δίφρον, of an idle life, Herod.1.37;θ. τὰς κοχώνας Id.7.48
; τὴν βαίτην θάλπουσαν εὖ ib. 129:—[voice] Pass., Hp.Aff.4; θάλπεσθαι τοῦ θέρους to be warm in summer, X.Cyr.5.1.11;τῷ πυρὶ θάλψομαι Alciphr.3.42
: metaph., ἔτι ἁλίῳ θάλπεσθαι to be alive, Pi.N.4.14.III metaph., of passion, heat, inflame,ἣ Διὸς θάλπει κέαρ ἔρωτι A.Pr. 590
, cf. S.Fr. 474 ([voice] Pass.);ἔθαλψεν ἄτης σπασμός Id.Tr. 1082
:—[voice] Pass., ; θάλπῃ ([ per.] 2sg.)ἀνηκέστῳ πυρί S.El. 888
;εἴ σευ θάλπεταί τι τῶν ἔνδον Herod. 2.81
.2 comfort,ὕπνος.. θάλπει κέαρ B.Fr.3.11
, cf. Fr.16.2, Com.Adesp.5.16D.; cherish, foster,ἄλλον θάλπε φίλον Theoc.14.38
;ὡς ἐὰν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα 1 Ep.Thess.2.7
;τὴν ἑαυτοῦ σάρκα Ep.Eph.5.29
;τὸ ἀσθενοῦν Alciphr.2.4
;θ. καὶ τρέφειν PMasp.6
B 132 (vi A.D.); τὴν πόλιν θ. tend it with fostering care, OGI194.5 (Egypt, i B.C.).3 ἐμὲ οὐδὲν θ. ἡ δόξα I care nothing for glory, Alciphr.2.2;ἐμὲ οὐδὲν θ. κέρδος Aristaenet.1.24
.IV intr., to be full of heat, vigorous, Arist.Pr. 879a33; θάλψαι τρεῖς ποίας to live three summers, AP7.731 (Leon.). -
16 θηρατής
A hunter, Ael.NA13.12, PSI3.222.7 (iii A.D.): metaph.,θ. λόγων Ar.Nu. 358
;δόξης D.L.8.8
;τῶν ἀδήλων Philostr.Jun.Im. 1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρατής
-
17 θηράω
A , E.Ba. 1215, X.Cyr.1.4.10: [tense] pf. τεθήρᾱκα ib. 2.4.16; Thess. [tense] pf. part.πεφειράκοντες IG9(2).536
:—[voice] Med., [tense] fut. θηράσομαι (which, acc. to Moer., is the true [dialect] Att. [tense] fut.) E.Ba. 228, IT 1324: [tense] aor.ἐθηρᾱσάμην S.Ph. 1007
, E.Hipp. 919:—.,[voice] Pass., [tense] fut.- ᾱθήσομαι Gp. 12.9.2
: [tense] aor. ἐθηράθην (v. infr. 111): ([etym.] θήρ, θήρα):—hunt, chase, λαγώς, σφῆκας, X.An.l.c., HG4.2.12, etc.; ; of fishermen, catch, Arist.Fr.76: metaph., catch or capture, , cf.Ph. 1007, X.An.5.1.9: captivate, Id.Mem.2.6.28, 3.11.7; θ. πόλιν seek to destroy it, A.Pers. 233.2 metaph., hunt after a thing, pursue it eagerly, ;θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα Id.Ant.92
; ; ἥμαρτον ἢ θηρῶ τι; have I missed or do I hit the quarry? A.Ag. 1194; τί χρῆμα θηρῶν; E.Supp. 115; reach, attain to, τι Pi.I.4(3).46 (s.v.l.).3 c. inf., seek, endeavour to do,θηρᾷ γαμεῖν με E.Hel.63
; cf. 11.3.4 = ἐκπράσσω 111,θηρήτω δὲ ἁ θοιναρμόστρια IG5(1).1498
(Messenia, ii B.C.).II [voice] Med. like [voice] Act., hunt for, fish for, : abs., οἱ θηρώμενοι hunters, X.Cyn.11.2.2 more freq. metaph., seek after,ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην Hdt.2.77
; μαστοῖς ἔλεον θ. E.Or. 568;τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν D. 61.21
, etc.; θ. πυρὸς πηγήν find, discover it, A.Pr. 109; expect to derive,τι παρά τινων Phld.Rh.1.263S.
3 c. inf., seek, endeavour,ὅς με θηρᾶται λαβεῖν E.Hel. 545
; .III [voice] Pass., to be hunted, pursued,πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι A. Pr. 1072
;ὑπ' ἀνδρῶν E.Ba. 732
;Ἀλκιβιάδης διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν θηρώμενος X.Mem.1.2.24
.—Cf. θηρεύω. -
18 θύελλα
A hurricane, squall (cf. Arist.Mu. 395a6),κακὴ ἀνέμοιο Il.6.346
, al.; μισγομένων ἀνέμων.. θ. Od.5.317; πυρός τ' ὀλοοῖο θύελλαι, prob. thunderstorms, 12.68; κούρας ἀνέλοντο θ. 20.66; τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε θ. 10.48, cf. S.El. 1151; ποντία θ. Id.OC 1660; in similes,φλογὶ ἶσοι ἠὲ θυέλλῃ Il. 13.39
; ἴκελοι πυρὶ ἠὲ θ. Hes.Sc. 345: metaph., ἄτης θύελλαι (nisi leg. θυηλαί, q. v.) A.Ag. 819; ὀχλικὴ θ. Phld.Rh.1.184S. -
19 θυηλή
A part of a victim offered in burntsacrifice, usu. in pl.,ὁ δ' ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς Il.9.220
, cf. Philoch.172, Nic.Fr.62, Ath.13.566a: generally, sacrifice,ἄνευ θυηλῶν Ar.Av. 1520
;θυηλαὶ ἀναίμακτοι AP6.324.3
(Leon. Alex.); θυσίαι καὶ θ. D.S.3.62, Porph.Abst.2.59: metaph., θυηλὴ Ἄρεος an offering to Ares, i.e. the blood of the slain, S.El. 1423; ἄτης θυηλαί cj. Herm. for θύελλαι, A. Ag. 819; cf. θυάλημα, θύλημα. -
20 καμηλάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμηλάτης
См. также в других словарях:
Άτης — Προσωνυμία του Διονύσου. Αναφέρεται στη διανοητική σύγχυση που προκαλεί η οινοποσία και η οποία μπορεί να παρασύρει τους μέθυσους σε αλόγιστες πράξεις. Κατά τη μυθολογία, η Ά. –παραφροσύνη θεϊκής προέλευσης– συσκότισε τον νου του πανέμορφου… … Dictionary of Greek
Ἄτης — Ἄτη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτης — ἄ̱της , ἄτη bewilderment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημεράδες — και μεσημεριάτες, οι δαιμονικά όντα που πιστεύεται ότι εμφανίζονται το μεσημέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα άδες (πρβλ. αδερφ άδες, συννυφ άδες). Ο τ. μεσημεριάτες < μεσημέρι + κατάλ. άτης (πρβλ. εργ άτης, χωρι άτης)] … Dictionary of Greek
Τεγεάτης — Επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Τεγέας. Ήταν γιος του Λυκάονα και σύζυγος της κόρης του Άτλαντα Μαίρας. Ως γιοι του αναφέρονται οι Σκέφρος, Χειμών, Κύδων, Aρχήδιος και Γόρτυς. Άγαλμά του υπήρχε στην αγορά της Τεγέας. * * * (I) ο, ΝΑ, θηλ.… … Dictionary of Greek
χερμάτης — ὁ, Α χερμαστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμ άς + επίθημα ᾱτης / ήτης (πρβλ. πρῷρ άτης)] … Dictionary of Greek
χωριάτης — ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν κάτοικος χωριού, χωρικός νεοελλ. 1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος 2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ αφήνει» δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
Υπερτελεάτας — α, ὁ, Α προσωνυμία τού Απόλλωνος στην Κοτύρτα τής Λακωνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τέλος + κατάλ. άτης (βλ. και λ. της)] … Dictionary of Greek
αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… … Dictionary of Greek
εισβαίνω — εἰσβαίνω (AM) εισέρχομαι μσν. περνώ, διαβαίνω αρχ. 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο 2. (για εμπορεύματα) εισάγομαι από ξένη χώρα 3. με προεξοχή μου προσαρμόζομαι κάπου 4. φρ. «τοιαῡτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά», «εἰσέβην ἄτης ἄβυσσον πέλαγος» σε τέτοιες … Dictionary of Greek