Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ατής

См. также в других словарях:

  • Άτης — Προσωνυμία του Διονύσου. Αναφέρεται στη διανοητική σύγχυση που προκαλεί η οινοποσία και η οποία μπορεί να παρασύρει τους μέθυσους σε αλόγιστες πράξεις. Κατά τη μυθολογία, η Ά. –παραφροσύνη θεϊκής προέλευσης– συσκότισε τον νου του πανέμορφου… …   Dictionary of Greek

  • Ἄτης — Ἄτη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτης — ἄ̱της , ἄτη bewilderment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημεράδες — και μεσημεριάτες, οι δαιμονικά όντα που πιστεύεται ότι εμφανίζονται το μεσημέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα άδες (πρβλ. αδερφ άδες, συννυφ άδες). Ο τ. μεσημεριάτες < μεσημέρι + κατάλ. άτης (πρβλ. εργ άτης, χωρι άτης)] …   Dictionary of Greek

  • Τεγεάτης — Επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Τεγέας. Ήταν γιος του Λυκάονα και σύζυγος της κόρης του Άτλαντα Μαίρας. Ως γιοι του αναφέρονται οι Σκέφρος, Χειμών, Κύδων, Aρχήδιος και Γόρτυς. Άγαλμά του υπήρχε στην αγορά της Τεγέας. * * * (I) ο, ΝΑ, θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • χερμάτης — ὁ, Α χερμαστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμ άς + επίθημα ᾱτης / ήτης (πρβλ. πρῷρ άτης)] …   Dictionary of Greek

  • χωριάτης — ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν κάτοικος χωριού, χωρικός νεοελλ. 1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος 2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ αφήνει» δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται… …   Dictionary of Greek

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • Υπερτελεάτας — α, ὁ, Α προσωνυμία τού Απόλλωνος στην Κοτύρτα τής Λακωνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τέλος + κατάλ. άτης (βλ. και λ. της)] …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… …   Dictionary of Greek

  • εισβαίνω — εἰσβαίνω (AM) εισέρχομαι μσν. περνώ, διαβαίνω αρχ. 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο 2. (για εμπορεύματα) εισάγομαι από ξένη χώρα 3. με προεξοχή μου προσαρμόζομαι κάπου 4. φρ. «τοιαῡτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά», «εἰσέβην ἄτης ἄβυσσον πέλαγος» σε τέτοιες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»