-
81 κατατολμάω
A behave boldly towards,τῶν πολεμίων Plb.3.103.5
; make an insolent attack upon,τῆς πόλεως Id.12.8.2
;κ. τῆς κοινῆς πίστεως S.E.M.7.27
;ὁ πρῶτος -ήσας θαλάττης Philostr.Ep.38
; ἐρωμένης ib.16;ἀλλοτρίων ἔργων Jul.Or.1.3c
; κ. τοῦ καλῶς ἔχοντος presume beyond propriety, Plb.39.1.9: also c. gen., make a bold bid for,τῆς τῶν ὅλων ἀρχῆς Id.15.25.28
.II strengthd. for τολμάω: abs., Id.1.47.10, UPZ42.20 (ii B.C.); κατατετολμηκότες desperate, reckless persons, Phld.Sto.Herc.339.12: c.inf., Plb.2.13.5, LXX 2 Ma. 3.24, Gal.14.644: c. acc.,κ. ἔφοδον Hld.7.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατολμάω
-
82 τροχός
A wheel, Il.6.42, 23.394, etc.;γῆ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν S.Ant. 252
; ἐν πτερόεντι τ... κυλινδόμενον, of Ixion, Pi.P.2.22; τροχοὺς μιμεῖσθαι to imitate wheels, of one who bends back so as to form a wheel, X.Smp.2.22, 7.3: metaph. of fortune,πότμος ἐν.. θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται S.Fr. 871
; alsoμανίας τροχῷ E. Pirith.Oxy.2078
Fr.1.14.2 potter's wheel, Il.18.600; τροχῷ ἐλαθεὶς [ λύχνος] (cf. τροχήλατος) Ar.Ec.4;τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν.. κύτος Antiph.52.2
, cf. Pl.R. 420e.3 wheel of a stage-machine, Ar.Fr. 188; also of a water-wheel,ὁ τ. τῆς μηχανῆς POxy.1292.13
(i A. D.);τ. καὶ μηχανή PSI9.1072.9
(iii A. D.).4 wheel of torture, Anacr.21.9;ἐπὶ τοῦ τ. στρεβλοῦσθαι Ar.Pl. 875
, Lys. 846, D.29.40; ;ἐπὶ τὸν τ. ἀναβῆναι Antipho 5.40
;ἀναβιβάζειν τινὰ ἐπὶ τὸν τ. And.1.43
;ἐν τῷ τ. ἐνδεδεμένον Plu.2.509c
; τῷ τ. προσηλοῦν [ 'Ιξίονα] ib.19e, cf. Luc. DDeor.6.5.II child's hoop, Antyll. ap. Orib.6.26.5, S.E.P.1.106.III round cake, κηροῖο, στέατος τ., Od.12.173, 21.178; τ. ἡλίου the sun's disk, Ar.Th.17 (v. infr. B); coil of a serpent, Orph.L. 136.IV θαλάττης γῆς τε τ. circles or zones of land and sea, Pl.Criti. 113d, cf. 115c, 116a, 117c sq., Plu.Luc.39.V circuit of a wall or fortification,Κυκλώπιος τ. S.Fr. 227
, cf. Sch.A Pl.Lg. 681a (v. facsim. fol. 175v).2 ring for passing a rope through, on board ship, ib.94.IX a fish or sea-monster (Lat. rota, Plin. HN9.8), Ael.NA13.20.X metaph.,ὁ τ. τῆς γενέσεως Ep.Jac.3.6
;ὁ τῆς εἱμαρμένης τε καὶ γενέσεως τ. Simp.in Cael.377.14
.B τρόχος, ὁ, circular race, Hp.Vict.2.63, 3.68, Insomn.89; μὴ πολλοὺς τ. ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i.e. not many days (codd. τροχούς wheels), S.Ant. 1065;παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι E.Med.46
.II an animal, Herodor.58J. ( Trypho ap.Ammon. Diff.p.131 V. distd. the two senses as above.)------------------------------------τροχ-ός [(B)], όν, -
83 πέλαγος
πέλαγος, εος, τό (wahrscheinlich onomatop., platschen), das Meer, die See; πέλ. μέγα, Hom.; ἐν πελάγει μετὰ κύμασιν, Od. 3, 91. Merkwürdig ist Odyss. 5, 335 νῦν δ' ἁλὸς ἐν πελάγεσσι ϑεῶν ἐξέμμορε τιμῆς; vgl. dazu Iliad. 21, 59 οὐδέ μιν ἔσχεν πόντος ἁλὸς πολιῆς, ferner Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο, Iliad. 13, 495 ὡς ἴδε λαῶν ἔϑνος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ, 20, 169 ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ. Das Homerische ἁλὸς ἐν πελάγεσσι erscheint als Versende Hom. h. Apoll. 73; auch Hom. h. 33, 15, κύματα δ' ἐστόρεσαν λευκῆς ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν; vor Augen hat es auch Eurip. Troad. 88 ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ἁλός und Hecub. 938 ἅλιον ἐπὶ πέλαγος, auch Aeschyl. Pers. 427 πελαγίαν ἅλα, 467 πελαγίας ἁλός; auch Sophocl. Ant. 966 παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων διδύμας ἁλὸς ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ' ὁ Θρῃκῶν ἄξενος Σαλμυδησσός, Schol. παρὰ δὲ Κυανέων πελαγέων: ἀντὶ τοῠ παρὰ δὲ τοῖς Κυανέοις πελάγεσι τῆς διδύμης ϑαλάττης und Κυανέοις δὲ πελάγεσιν εἶπεν τοῖς ὑπὸ τῶν Κυανέων πετρῶν περιεχομένοις; auch Apoll. Rh. 3, 349 πελάγη στυγερῆς ἁλός; vgl. Pind. bei Plut. Symp. quaest. 7, 5, 2 und Sollert. anim. 36 (Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 frgmt. 220) ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει; Ol. 7, 56 ἐν πελάγει ποντίῳ; Pyth. 4, 251 ἔν τ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι πόντῳ τ' ἐρυϑρῷ; Apoll. Rh. 2, 608 πέλαγος ϑαλάσσης; Thucyd. 4, 24 διὰ στενότητα δὲ καὶ ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ, ἐςπίπτουσα ἡ ϑάλασσα ἐς αὐτὸ καὶ ῥοώδης οὖσα εἰκότως χαλεπὴ ἐνομίσϑη; Malal. p. 485, 21 ἐν τῷ καιρῷ τοῠ σεισμοῦ ἔφυγε ϑάλασσα εἰς τὸ πέλαγος ἐπὶ μίλιον ἕν; endlich Evang. Matth. 18, 6 καταποντισϑῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς ϑαλάσσης. – Πέλαγος personificirt und identisch mit πόντος bei Hesiod. Theog. 131, wo es von der Γαῖα heißt ἡ δὲ καὶ ἀτρύγετον Πέλαγος τέκεν, οἴδματι ϑῦον, Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου; vgl. 190 μήδεα δ' ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι κάββαλ' ἀπ' ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ, ἃς φέρετ' ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον. – Aeschyl. Ag. 659 πέλαγος Αἰγαῖον, und ähnl. oft; plur. statt des sing. Soph. Aj. 702 Ἰκαρίων πελαγέων. – Uebertr., Aeschyl. Suppl. 470 ἄτης ἄβυσσον πέλαγος, Prom. 746 πέλαγος ἀτηρᾶς δύης, Pers. 433 κακῶν πέλαγος, ein Meer von Unglück; vgl. Soph. O. C. 1746 Eurip. Suppl. 824 Hippol. 822; eine andere Uebertragung Soph. O. C. 663 κείνοις φανήσεται μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγος οὐδὲ πλώσιμον, von einem schwierigen Unternehmen; ferner Menand. bei Athen. XIII, 559 e πέλαγος πραγμάτων; Plat. Protag. 338 a τὸ πέλαγος τῶν λόγων; Conv. 210 d τὸ πολὺ πέλαγος τοῦ καλοῦ; Themist. 13, 177 c πέλαγος τοῦ κάλλους. – In eigentlicher Bedeutung bei Prosaikern nicht sehr selten: Herodot. 3, 41 und 8, 60, 1 im sing., im plur. 4, 85 ἐϑηεῖτο τὸν Πόντον ἐόντα ἀξιοϑέητον· πελαγέων γὰρ ἁπάντων πέφυκε ϑωυμασιώτατος, vgl. Pind. N. 4, 49 ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (ἔχει); Thucyd. 6, 13 τῷ τε 'Ιονίῳ κόλπῳ παρὰ γῆν ἤν τις πλέῃ, καὶ τῷ Σικελικῷ διὰ πελάγους, 8, 80 νῆες ἀπάρασαι ἐς τὸ πέλαγος, im plur. 4, 24, s. oben; Xenoph. Mem. 4, 3, 8 πελάγη περᾷν; Isocrat. Demon. 19 τοὺς ἐμπόρους τηλικαῦτα πελάγη διαπερᾷν; Plat. Axioch. 370 b διαπεραιώσασϑαι πελάγη.
-
84 κατα-δύω
κατα-δύω (s. δύω), 1) praes., impf., fut. u. aor. I. in trans. Bdtg, untergehen lassen, untertauchen, versenken; τοὺς γαυλοὺς καταδύσας Her. 6, 17; τὴν νῆα 8, 87; ναῦς Ar. Ran. 49; Thuc. 1, 54 u. öfter; Pol. 1, 25, 4; εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ ϑαλάττῃ, καταδύσω, Xen. An. 7, 2, 13; ein Schiff leck machen, daß es sinkt, Thuc. 1, 50; Xen. Hell. 1, 6, 35. 7, 32; übertr., ἐμὲ δὲ οἱ ἄλλοι ἄνϑρωποι καταδύουσι τῷ ἄχει, sie versenken mich in Kummer, Cyr. 6, 1, 38, vgl. 2 c; ἥλιον κατεδύσαμεν λέσχῃ, wir ließen über unser Geschwätz die Sonne untergehen, Callim. 47 (VII, 80), wie Aristaen. 1, 24 καταδύσειν μοι δοκῶ τὸν ἥλιον ἐπὶ μήκει τοῦ λόγου. – 2) Häufiger im aor. II. u. perf. mit intrans. Bdtg, wozu als Präsens καταδύομαι u. καταδύνω gehört, bei Hom. auch καταδύσεο, καταδύσετο, untergehen, untertauchen, versinken; – a) von der Sonne, aor. II., Il. 1, 475 u. öfter; ἀσπασίως δ' ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο Od. 13, 53; ἅμα ἠελίῳ καταδύντι Il. 1, 592; πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα, bis zum Untergang der Sonne, Od. 10, 183; H. h. Merc. 197 ἥλιος καταδυόμενος. Aehnlich καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ ϑαλάττης Her. 2, 174; ἡ ναῦς κατεδύετο 8, 90; πλοῖα καταδυόμενα Plat. Polit. 302 a; ναῦς κατέδυσαν Pol. 1, 61, 6, öfter. – b) sich unter Etwas, in Etwas hineinbegeben, hineindringen, - schleichen; κατα δῠναι ὅμιλον Il. 10, 231 Od. 15, 327 u. öfter, sowohl sich in die Schaar hineinschleichen, um sich zu verbergen, als hineindringen, μάχην καταδύμεναι ἀνδρῶν Il. 3, 241; κατεδύσατο (Bekker κατεδύσετοπουλὺν ὅμιλον 10, 517, καταδύσεο μῶλον Ἄρηος, gehe in das Schlachtgetümmel, 18, 134. Aehnl. ἀνδρῶν δυςμενέων κατέδυ πόλιν Od. 4, 246, er begab sich heimlich hinein; καταδῦσα Διὸς δόμον Il. 8, 375; μυῖαι καταδῦσαι κατὰ ὠτειλάς 19, 25; καταδυσόμεϑ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, wir werden in die Unterwelt hinabgehen, Od. 10, 174; καταδύνων εἰς ὕλην Her. 9, 37; übertr., καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυϑμὸς καὶ ἁρμονία Plat. Rep. III, 401 d, er dringt ein, wie καταδύεσϑαι εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας τὴν ἀναρχίαν VIII, 562 e. Auch Sp., καταδύσης αἰχμῆς εἰς βάϑος Plut. Rom. 20. – c) sich verbergen, verstecken, gew. mit dem Nebenbegriffe der Schaam; καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen. Cyr. 6, 1, 35; οὐκ ἂν ἐπὶ τούτῳ κατέδυ καὶ μέτριον παρέσχεν ἑαυτόν Dem. 21, 199, vgl. παρακάϑηται, οὐ καταδύεται τοῖς πεπραγμένοις Dem. 24, 182; ähnlich καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ Plat. Rep. IX, 579 b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν, er hat sich zurückgezogen, versteckt, Soph. 239 c; καταδύνοντες ἐν τοῖς τέλμασι Pol. 5, 47, 2; καταδύονται εἰς φάραγγας Xen. Cyn. 5, 16; Sp., ἐν μυχῷ τοῦ συμποσίου ὑπ' αἰδοῦς καταδεδυκώς Luc. de merc. cond. 27. – d) sich anziehen, anlegen; κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il. 6, 504; καταδύς Od. 12, 228; κατεδύσετο (so Bekk., Wolf κατεδύσατο) Il. 7, 103; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε ϑυήεντα H. h. Merc. 237; καταδῦναι ἃ καὶ πάρος εἵματα ἕστο Mosch. 4, 102.
-
85 ἀνάχυσις
A expansion, effusion,χολῆς Aret.SD1.15
;ἰκτεριώδης Sor.1.48
, cf. Ruf.Fr.79.9;πύου Erasistr.
ap. Gal.8.318;τῶν εἰδῶν εἰς τὸ ὄν Simp.in Ph.503.32
: metaph.,ἀ. ψυχῆς
exhilaration,Ph.
2.187.2 ἡ τῆς ἀσωτίας ἀ. excess of profligacy, 1 Ep.Pet.4.4;τοῦ ἀλόγου πάθους Ph.1.695
; of enthusiasm, Metrod.Herc.831.13.II expanse of water, e.g. estuary, Str.3.1.9: pl.,ἀ. θαλάττης
inundations,Max.Tyr.
38.3;ἀνάχυσιν λαμβανούσης τῆς θαλάσσης Ocell.3.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάχυσις
-
86 ἀπέχω
A keep off or away from, , 277;ἑκὰς νήσων ἀπέχων εὐεργέα νῆα Od.15.33
; κληῖδες ἀπ' ὤμων αὐχέν' ἔχουσιν the collar-bone parts the neck from the shoulders, Il.22.324; Εὐβοίης ἀπέχειν.. αἶγας Orac. ap. Hdt.8.20, cf. 22; (lyr.), cf. Pr. 687 (lyr.).2 c. dat. pers.,τοι.. χεῖρας ἀφέξω Od.20.263
.3 with a Prep.,ἀ. φρένα περισσῶν παρὰ φωτῶν E.Ba. 427
(lyr.);ῥῖνα ἀπὸ κάκκης Ar. Pax 162
.5 οὐδὲν ἀπέχει c. inf., nothing hinders, debars one from doing, Pl. Cra.407b, Plu.2.433a.II [voice] Med., κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι hold one's hands off or away from.., Od.22.316;κυάμων ἄπο χεῖρας ἔχεσθε Emp.141
;ἀθανάτων ἀ. χεῖρας A.Eu. 350
(lyr.), cf. Supp. 756, Pl.Smp. 213d, 214d:—but mostly,2 ἀπέχεσθαί τινος hold oneself off a thing, abstain or desist from it,πολέμου Il.8.35
, al.;βοῶν Od. 12.321
; οὐδὲ.. σευ ἀφέξομαι will not keep my hands off thee, ib.19.489; abstain from ravagingD.
, Hdt.0.73, cf.1.66, 4.118, al., Th. 1.20, etc.; keep away from,πόλεως X.HG7.3.10
: in [tense] pf. [voice] Pass.,μηδὲ τῶν μικρῶν ἀπεσχημένον D.27.47
;ἀγορᾶς ἀπεσχ. Arist.Pol. 1278a25
.3 c. inf., ἀπέχεσθαι μὴ στρατεῦσαι abstain from marching, Th.5.25;λαμβάνειν ἀπέσχετο Philem.94.3
;ἀπέχεσθαι τοῦ ποιεῖν X. Mem.4.2.3
;οὐκ ἀ. τὸ μὴ οὐ ποιεῖν Id.Cyr.1.6.32
, Pl.R. 354b: also c. part., Jul.Or.1.43d.4 abs., refrain oneself, D.21.61.III intr. in [voice] Act., to be away or far from, c. gen. loci,τῶν Ἐπιπολῶν ἓξ ἢ ἑπτὰ σταδίους Th.6.97
; ἀ.ἀπὸ Βαβυλῶνος, etc., Hdt.1.179,cf.3.26,al.;ἀπὸ θαλάττης.. δώδεκα δδὸν ἡμερῶν ἀ. Euphro11.3
;ἀ. παμπόλλων ἡμερῶν ὁδόν X.Cyr.1.1.3
;τὸ μέσον ἴσον τῶν ἐσχάτων ἀ. Pl.Prm. 145b
;πλεῖστον ἀ. κατὰ τόπον Arist.Mete. 363a31
; a). τὴν ἡμίσειαν διάμετρον Id. Cael. 293b30, etc.c ἀποσχὼν τεσσαράκοντα μάλιστα σταδίους μὴ φθάσαι ἐλθών failing to arrinein time by.., Th.5.3.2 of actions, to be far from, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος οὐδὲν ἔλασσον were just as farfrom the discovery, Hdt.1.67;τοσοῦτον ἀπέχω τοῦ ποιεῖν τι ὥστε.. Isoc.6.70
; τοσούτῳ πλέον ἡμῶν ἀπέχεις τοῦ πιστὰ λέγειν ὅσον.. ib.11.32; ἀπέχει τοῦ μὴ μετ' ὀργῆς [πράττειν] D.21.41; πλεῖστον ἀ. τινός to be as far as possible from doing, X.Mem.1.2.62; but τοσοῦτ' ἀπέχει τῶν χορηγῶν so far is it from the thoughts of.., D.21.59.IV have or receive in full,τὴν ἀπόκρισιν Aeschin.2.50
; τὸ χρέος ἀ. receive payment in full, Call.Epigr.55; χάριτας ib.51; ἀπέχω in receipts, BGU612.2 (i A.D.), etc.;ἀ. τὸν μισθόν Plu.Sol.22
, Ev.Matt.6.2, al.;καρπὸν ἀ. τῶν πονηθέντων Plu.Them.17
;ἀ. τὸ μέτεριον Id.2.124e
.2 impers., it sufficeth, it is enough,Ev.Marc.14.41
, cf. Anacreont.15.33. -
87 ἔφοδος
ἔφοδ-ος (A), ον,------------------------------------ἔφοδ-ος (B), ὁ,2 inspector, PTeb.30.27 (ii B. C.).------------------------------------ἔφοδ-ος (C), ἡ,A approach, Th.4.129, 6.99 (pl.);αὐτόθεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους X. An.4.2.6
; εἰς τὸν λόφον ib.3.4.41; entrance to a holy place, Jahresh. 18 Beibl.23 (Cilicia, ii A. D.); ἔφοδον θύειν sacrifice on arrival, GDI 2501.34 (Delph.).b ἔφοδοι θαλάττης advance of the tides, Thphr. Metaph.29.c in argument, method of reasoning,ἡ ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστον ἐπὶ τὰ καθόλου ἔ. Arist.Top. 105a14
; τὰ ἀκόλουθα, τὰ ἑξῆς τῆς ἐ., Ph.1.572, 598; ἐξ ἐναργέος ἐφόδου, i. e. from the clear teaching of experience, Hp.Praec.1.d Archit., course of masonry, IG22.244.98 (iv B. C.), 5(2).33 (Tegea, iii B. C.).2 means of approach, Plb.1.13.9; right of access,δίδοσθαί τινι τὴν ἔ. ἐπὶ τοὺς πολλούς Id.4.34.5
; (Priene, iv B. C.), cf. IG11(4).547 (Delos, iii B. C.); access for traffic and intercourse, communication,ἔφοδοι παρ' ἀλλήλους Th.1.6
;πρὸς ἀλλ. Id.5.35
; right of importation,τῶν ἐπιτηδείων X.HG2.4.3
.b pl., natural passages, e.g. nostrils, Hp.Epid.6.2.16.3 attempt, plan, method, ib.6.5.1, Arist.EE 1230a35, Thphr.Sens.60;ἔ. τῆς ἐξηγήσεως Plb.3.1.11
; method of procedure, Vett. Val.24.12; .II attack, onslaught, A.Eu. 375 (lyr., pl.), Th.1.93, etc.;τοῦ στρατεύματος X.An.2.2.18
;ἔφοδον ποιεῖσθαι Th.2.95
;δέξασθαι Id.4.126
, Pl.Phd. 95b;γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Th.3.11
; ἐξ ἐφόδου τρέψασθαι at the first assault, Plb.1.36.11, cf. OGI 654.4 (Egypt, i B. C.), etc.;τῇ πρώτῃ ἐφόδῳ ἁλῶναι D.H.4.51
;αὐτῆ ἐ. τρεψόμενοι τοὺς πολεμίους Id.3.4
; of ships, εἰς τὴν ὁδὸν καὶ εἰς τὴν ἔφοδον dub.l. in Plb.3.25.4 codd. (leg. ἄφ-) ; νυκτιπόλοι ἔφοδοι of the haunting powers of darkness, as subject to Persephone, E. Ion 1049 (lyr.).3 Rhet., artful exordium, D.H.Is.3 (pl.), Lys.15; = insinuatio, [Cic.] ad Herenn.1.4.6, cf. Aphth.Prog. 13, etc. -
88 εὐ-συν-άγωγος
εὐ-συν-άγωγος, leicht zusammenzubringen, τόπος εὐσ. τοῖς τε ἀπὸ ϑαλάττης πεμπομένοις καὶ τοῖς ἀπὸ τῆς χώρας, wohin Alles leicht geschafft werden kann, Stapelort, Arist. pol. 7, 12.
-
89 ανατρεχω
(fut. ἀναδραμοῦμαι - в Anth. ἀναδράμομαι)1) бежать наверх, взбегать, бегом взбираться(πρός τι Thuc., Plut., κατά τι Xen. и εἴς τι Arst.)
2) быстро подниматься, вскакивать(ἐκ τῆς κοίτης Her.; ἀπὸ θαλάσσης ἀνέδραμε νέφη Plut.)
3) выскакивать4) (pf.-praes.) подниматься, выситься(ἀναδέδρομε πέτρη Hom.)
5) вырастать(σῖτος ἀνατρέχει Arst.)
βλαστὸς ἐκ τοῦ στελέχεος ἀναδεδραμηκώς Her. — побег, выросший из ствола;ἀναδραμεῖν εἰς τὸ πρῶτον ἀξίωμα Plut. — достигнуть высших почестей6) отбегать назад, поспешно отступатьἀνέδραμε, μίκτο δ΄ ὁμίλῳ Hom. — он отступил и смешался с толпой;
ἀνατρεχούσης εἰς αὑτέν θαλάττης Plut. — во время морского отлива7) возвращаться(ἐπί τι Polyb. и εἴς τι Polyb., Diod.)
εἰς τέν αὑτοῦ φύσιν ἀναδραμεῖν Plut. — вернуться к своим старым привычкам8) пробегать, перен. рассказыватьἀ. τοῖς χρόνοις Polyb. — говорить о прошлом;
ὕμνῳ ἀ. τι Pind. — воспевать что-л.9) исправлять, заглаживать(τέν ἐλάττωσιν Plut., Luc.)
ἀ. ἐπειρῶντο κατὰ δύναμιν Polyb. — они всячески старались загладить свою вину -
90 διαιρω
(fut. διᾰρῶ, aor. διῆρα)1) тж. med. поднимать(ἄνω τὸν αὐχένα Xen.; med. κοπίδα Plut., Luc.; βακτηρίαν Plut.)
διαρέσθαι πρὸς τέν τῶν ὅλων θέαν Arst. — подняться до обозрения мирового целого;τὸ διῃρμένον Plut. — душевный подъем2) удалять, отводить3) раскрывать, открывать(τὸ στόμα Dem., Plut.)
διῃρμένος τὸ στόμα Luc. — с широко разинутым ртом4) переправляться, проходить, переходить, переезжать(τὸ πέλαγος Arst.; τὸν πόρον Polyb., Diod.; εἰς Σαρδόνα Polyb.; ἀπὸ Ταινάρου πρὸς τέν Λιβύην Plut.)
5) med. принимать на себя, предпринимать(τόσον μεγεθουργίας Plat.)
-
91 επαγω
(impf. ἐπῆγον, fut. ἐπάξω, aor. 2 ἐπήγαγον; pass.: fut. ἐπαχθήσομαι, aor. ἐπήχθην)1) приводить(τινὰ δεῦρο Eur.; παῖδάς τινος Plut.)
2) приводить, возбуждать, подстрекать(τὸν Πέρσην Her.; τὸ πλῆθός τινι Arst. - ср. 10)
3) вести, предводительствовать(στρατιήν Her.; στρατόν Plut.)
ἐ. τὸ δεξιὸν κέρας Arph. — бросать в бой правый фланг4) (sc. κύνας) идти на охоту, охотиться Xen.ὡς ἐπάγοντες ἐπῇσαν Hom. — когда они, охотясь, продвигались вперед
5) (sc. σρτατόν) продвигаться с войском(σιγῇ καὴ σχέδην Plut.)
6) привозить, доставлять(τοὺς λίθους Thuc.; τροφὰ ἐπάγεται τῷ σώματι Plat.; med. ἐκ θαλάττης Thuc.)
φεῦξίν τινος ἐπάξασθαι Soph. — найти средство спасения от чего-либо7) проводить(τὰ ἐκ τῶν διωρύχων νάματα Plat.; αὔλακα βαθεῖαν Plut.)
8) med. приводить (в виде цитаты), цитировать(μαρτύρια Xen.; ποιητὰς ἐν τοῖς λόγοις Plat.)
μάρτυρα ἐ. τινά Plat., Arst.; — приводить кого-л. в свидетели, ссылаться на чье-л, свидетельство9) наводить, навлекать, приносить(πῆμά τινι Hes.; γῆρας νόσους τε Plat.; κινδύνους τινί Isae.; ταραχὰς καὴ φόβους Plut.)
εὐδίᾳ ἐ. νέφος погов. Plut. — наводить облако на ясный день, т.е. омрачать (чью-л.) радость;αὐθαίρετον αὑτῷ ἐπάγεσθαι δουλείαν Dem. — добровольно отдавать себя в рабство;φθόνον ἐπαγόμενος Xen. — навлекши на себя зависть10) тж. med. убеждать, склонять, понуждать(τινά Hom., Eur., Thuc., τινὰ ἐπί τι Plat., Dem. и τινὰ ποιεῖν τι Eur., med. Thuc.)
ψῆφον ἐπαγαγεῖν τισι Thuc. — провести голосование среди кого-л.;οὔπω ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο περὴ φυγῆς Xen. — (среди судей) еще не было проведено голосование о его изгнании, т.е. приговор о его изгнании еще не был вынесен;ἐπάγεσθαί τινα ἐπ΄ ὠφελίᾳ Thuc. — призывать кого-л. на помощь;ἐπάγεσθαι τὸ πλῆθος Thuc. — привлекать на свою сторону народные массы (ср. 2);εἰς τέν πρὸς αὑτὸν εὔνοιαν ἐπάγεσθαί τινα Polyb. — снискивать чьё-л. благоволение11) (sc. τὸν βίον) проводить жизнь, жить12) прилагать, применятьἐ. πληγήν τινι Plut. — наносить удары кому-л.;ἐ. κέντρον ἵπποις Eur. — подгонять стрекалом коней;ἐ. γνάθον Arph. — пускать в ход челюсти;ἐ. ζημίαν Luc. — налагать наказание;τέν διάνοιαν ἐ. τινί Plut. — размышлять о чем-л.;13) привносить, добавлять(πέντε πάρεξ τοῦ ἀριθμοῦ Her.)
θάττονα ῥυθμὸν ἐ. Xen. — ускорять темп;ἐ. τῷ λόγῳ ἔργον Plut. — присоединять к слову дело;αἱ ἐπαγόμεναι (sc. ἡμέραι) Diod. — дополнительные (вставные) дни14) лог. (умо)заключать по методу индукцииἀπὸ τῶν καθ΄ ἕκαστα ἐπὴ τὸ καθόλου ἐ. Arst. — заключать от частностей к общему;
συλλογιζόμενον ἢ ἐπάγοντα Arst. — дедуктивно или индуктивно;πρὴν ἐπαχθῆναι Arst. — прежде, чем будет сделано умозаключение по индукции -
92 θαλασσα
атт. θάλαττα (θᾰ) ἥ1) море (его обычные эпитеты: εὐρύπορος Hom. обширное, πολιά или πολιαινομένη Aesch. седое, т.е. покрытое белой пеной, ἀτρύγετος Hom., Hes. бесплодное, ἁλμυρά Eur. соленое, πολύφλοισβος Hom. вечно шумящее, рокочущее)κατὰ γῆν καὴ κατὰ θάλατταν или κατὰ θάλατταν καὴ πεζῇ Plat. — на море и на суше;
τὸ παρὰ θάλασσαν — приморская полоса, побережье (Ἀραβίης, Αἰγύπτου, τῇς Συρίης Her.);τὸ παρὰ θάλασσαν αὐτῆς Her. — приморская часть этой страны;θ. ἥ τοῦ Εὐξείνου πόντου Her. — море, именуемое Эвксинским;ἥδε ἥ θ. Hom., ἥ καθ΄ ἡμᾶς θ. Polyb., ἥ παρ΄ ἡμῖν θ. Plat., ἥ μεγάλη θ. Plut., ἥ ἔσω и ἥ ἐντὸς θ. Her., ἥ Ἀτλαντικέ θ. Arst., поздн. ἥ Μεσόγειος θ. — Средиземное море;2) перен. море, бездна, множество(κακῶν Aesch.)
ἄμαχον κῦμα θαλάσσης Aesch. — неодолимые полчища3) морская вода(ναῦς πλήρης θαλάττης Polyb.)
4) колодец морской воды ( в храме Эрехтея) Her. -
93 κομιζω
(эп. aor. ἐκόμισσα и дор. ἐκόμιξα, эп. inf. κομιζέμεν; med.: fut. κομιοῦμαι - ион. κομιεῦμαι, aor. ἐκομισάμην - эп. ἐκομισσάμην и κομισσάμην)1) заботиться, окружать вниманием(τὸν γηράσκοντα Hom.)
2) воспитывать, выращивать, лелеять(τινὰ κ. καὴ ἀτιταλλέμεναι Hom.)
3) выкармливать, вскармливать(τυρῷ καὴ μέλιτι καὴ οἴνῳ, sc. τινά Hom.)
4) med. радушно принимать у себя(τινὰ ᾧ ἐνὴ οἴκῳ Hom.)
5) заботиться, исполнять, делать(τὰ ἑαυτοῦ ἔργα Hom.; med. ἔργα Δημήτερος Hes.)
κτήματα κ. Hom. — управлять хозяйством6) спасать(τινὰ θανάτου Pind.)
κόμισαί με Hom. — спаси меня7) спасать от забвения, увековечивать(τὰ καλὰ ἔργα Pind.)
8) уносить(χρυσόν, νεκρόν Hom.)
ἔγχος ἐν χροῒ κομίσασθαι Hom. — унести в своем теле копье, т.е. получить рану от копья;ἔξω κ. ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα погов. Aesch. — вытащить ногу из гибельного болота, т.е. избежать опасности;κ. χλαῖναν Hom. — поднять (брошенную) одежду;πέμψαι κ. τι Hom. — отослать что-л.9) уводить(δόμων ἔσω τινά Aesch.)
10) увозить(τινὰ ἐν ἁμάξῃ, τὸ ἄγαλμα ἐπὴ Δήλιον Her.)
11) угонять(ἵππους Hom.; ποίμνας ἐς δόμους Soph.)
12) med. отправляться(πεζῇ Her.; διὰ θαλάττης Plut.)
13) приносить(ἀλάβαστρον μύρου NT.)
14) привозить, доставлять(ἐξ ἄλλης πόλεως τι, med. τὸ ξενικὸν νόμισμα Plat.)
κομισθεὴς οἴκαδε μέλλων θάπτεσθαι Plat. — доставленный на родину для погребения15) приводить(τὰς ναῦς Thuc.)
16) med.-pass. возвращаться(ἐπ΄ οἴκου Thuc.; εἰς τέν ἀγοράν Polyb.)
17) вводить(τέν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isocr.)
18) выставлять, выдвигать, провозглашать(δόξαν τινά Arst.)
19) внушать(θράσος τινί Aesch.)
20) med. добывать себе, получать, приобретать(χρήματα ναυτικά Lys.; σώφρονα χάριν Thuc.; ἔπαινον Soph.; δόξαν ἐσθλήν Eur.; τέν ἀξίαν παρὰ θεῶν Plat.; τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον NT.)
τὸ τριώβολον οὐ κομιεῖται Arph. — он не получит и триобола21) med. взимать, взыскивать(τὸν ἔρανον Arst.; τόκον παρά τινος Dem.)
22) med. брать или получать обратно(τέν βασιλείαν Arph.; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους Thuc.)
-
94 ἀνασκευάζω
A pack up the baggage ([etym.] τὰ σκεύη), and so, carry away, remove,τὴν ἀγορὰν εἴσω X.An.6.2.8
, etc.; ἀ. τοὺς Ἀθηναίους ἐκ θαλάττης divert them from naval enterprise, Philostr.VS1.17.3, cf.1.25.7:— in [voice] Med., break up camp, march away, Th.1.18;κατεσκευάζετο καὶ πάλιν ἀ. X.Cyr.8.5.2
, etc.3 waste, ravage, X.Cyr.6.2.25 ([voice] Pass.); ἀ. τὰς συνθήκας break them, Plb.9.31.6:—in [voice] Med.,τάφον Plu.2.578f
.4 [voice] Pass., to be bankrupt,τῆς τραπέζης ἀνασκευασθείσης D.33.9
, cf. 49.68; οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τραπεζιτῶν broken bankers, ibid.: metaph.,ἀνεσκευάσμεθα E.El. 602
.5 of logicians, demolish opponent's arguments, definitions, etc., opp. κατασκευάζειν, Arist.APr. 43a2, cf. Rh. 1401b4, Str.1.2.18, Polystr. p.24 W.6 reverse a decision or judgement, Vett. Val.283.23 ([voice] Pass.): metaph., ἀ. ψυχάς disturb, opp. οἰκοδομέω, Act.Ap.15.24, cf.9.31.7 Medic., remove,νόσον Sor.2.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασκευάζω
-
95 ἐργάτης
A workman, Hermes 17.5 ([place name] Delos), Ev.Matt.10.10, etc. ; esp. one who works the soil, husbandman,γῆς ἐ. Hdt.4.109
,5.6 ;οἱ ἐ. οἱ περὶ γεωργίαν D.35.32
: abs., S.OT 859, E.El.75, etc.: also with Subst.,ἐ. ἀνήρ Theoc.10.9
, D. 59.50 ; οὑργάτης λεώς the country-folk, Ar. Pax 632 ; of animals, βοῦς ἐ. a working ox, Archil.39, S.Fr. 563 ;ἐ. σφῆκες Arist.HA 627b32
; also ἐ. θαλάττης, of a fisher, Alciphr.1.11 ; ἐ. λίθων a stone-mason, Luc.Somn.2.b in the religious sense, 2 Ep.Ti.2.15, 2 Ep.Cor.11.13 (pl.).2 Adj.hard-working, strenuous,ἐ. στρατηγός X.Cyr.1.6.18
;σώφρων κἀ. Ar.Ach. 611
; opp.ἀργός, Pl.Euthd. 281c ;φειδωλὸς καὶ ἐ. Id.R. 554a
.II one who practises an art,τῶν ἐν πολέμῳ X.Cyr.4.1.4
; ἐ. δίκης, of a judge, Lyc.128: abs., practitioner in some special branch of surgery, e.g. lithotomy,ἐ. ἄνδρες Hp.Jusj.
IV producer,τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων Heraclit.75
;[Αἰὼν] θείας φύσεως ἐ. SIG1125.12
([place name] Eleusis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάτης
-
96 εὐσυνάγωγος
εὐ-συν-άγωγος, leicht zusammenzubringen, τόπος εὐσ. τοῖς τε ἀπὸ ϑαλάττης πεμπομένοις καὶ τοῖς ἀπὸ τῆς χώρας, wohin Alles leicht geschafft werden kann, Stapelort -
97 ἀνάχυσις
ἀνάχυσις, εως, ἡ (ἀναχέω ‘pour out’; Strabo 3, 1, 9; Plut., Mar. 419 [25, 5]; Philo, Decal. 41, Aet. M. 102, Spec. Leg. 1, 34; Somn. 2, 278) lit. ‘pouring out’, then wide stream (Ocellus Luc. c. 41 of the sea; Maximus Tyr. 26, 1a; 38, 3e ἀ. θαλάττης) only fig. ἡ τῆς ἀσωτίας ἀ. flood of dissipation 1 Pt 4:4.—DELG s.v. χέω III. M-M. -
98 ἐξαριθμέω
ἐξαριθμέω (s. ἀριθμέω) fut. ἐξαριθμήσω LXX; 1 aor. ἐξηρίθμησα; fut. pass. 3 sg. ἐξαριθμηθήσεται LXX count (so Hdt. et al.; ins, pap, LXX; ApcEsdr 4:2 p. 27, 1 Tdf. al.) τὶ someth. (Lycophron v. 1255) τὴν ἄμμον τῆς γῆς the sand of the earth 1 Cl 10:5a (Gen 13:16). τοὺς ἀστέρας 10:6 (Gen 15:5). Pass. 10:5b (on the figure cp. Ael. Aristid. 46, 3 K.=3 p. 30 D.: ἐξαρ. τοὺς χόας τ. θαλάττης).
См. также в других словарях:
SYRTES — mate vadosum et scupulosum Africae inter Byzacenam ad occasum et Cyrenaicam ad ortum longe lateque diffusum; vulpg le Secche di Barbaria, et Baxos di Barbr ia Hispanis, mare Syrticum apud Senecam. In magnam et parvam dividitur. Magna, sinus est… … Hofmann J. Lexicon universale
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek
PICENUM — Picentium regio, qui Umbris et Sabinis ab ortu Solis proximi fuerunt. Dicitur et Picenus ager, vocabulô adiectivô: quod etiam in aliis rebus ad hoc solum pertinentibus usurpârunt veteres Romani. Horat. l. 2. Sat. 3. v. 272. Picenis excerpens… … Hofmann J. Lexicon universale
πρόσγειος — ο / πρόσγειος, ον, ΝΑ, θηλ. και εια, Ν, δωρ. τ. ποτίγειος, ον, Α 1. (για τη σελήνη, τους πλανήτες κ.ά. ουράνια αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται κοντά στη γη («προσγειότατος ἡμῑν ὁ καρκίνος», Πορφ.) 2. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στο… … Dictionary of Greek
INUNDATIO — Solino eliquium irrumpentis Oceani, c. 18. Graece διυλισμὸς, quod maria ex Oceano arctis faucibus terras intrantia quasi eliquentur et colentur, alias ἀνάχυσις τῆς θαλάττης, proprie enim de mati, inde de grandioribus fluviis: agrorum terminos non … Hofmann J. Lexicon universale
LARUS — I. LARUS anex λαρὸς, ob suavitatem gustûs, quasi λίαν ὐρηρὼς τῇ ψυχῇ; an a λάλος, ob garrulitatem, clamosus ehim est; an quasi λαβρὸς, a vocandi impetu? Hebr. sachaph dicitur, a tabe. Nulla enim est avis molis ratione tam levis. Cum enim sit… … Hofmann J. Lexicon universale
PHYSETERES — Graece φυσητῆρες, ceti genus, quod Oceano Gellico vindicat Plinius, qui Indici Oceani proprias facit pristes et balaenas, l. 9. c. 4. Maximum animal in Indico mari Pristis et Balena est: in Gallico Oceano Physeter. Sed et in mari Indico… … Hofmann J. Lexicon universale
κυανόχρους — ουν (Α κυανόχρους, ουν και οος, οον και κυανόχρως, ων) νεοελλ. γαλάζιος, θαλασσής αρχ. αυτός που έχει σκούρο μπλε χρώμα (α. «κυανόχροα λίμνης ἑρπετά», Οππ. β. «καὶ κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος», Αλκίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χροῦς «χρώμα»… … Dictionary of Greek
οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… … Dictionary of Greek
προσδοξάζω — Α 1. προσθέτω κάτι σε μία γνώμη («τὸ οὖν προσλαβεῑν λόγον τῇ ὀρθῇ δόξῃ τί ἂν ἔτι εἴη; εί μὲν γὰρ προσδοξάσαι λέγει ᾗ διαφέρει τι τῶν ἄλλων», Πλάτ.) 2. εισάγω σε μια κρίση ένα πρόσθετο στοιχείο για να προκαλέσω συναισθηματικές εντυπώσεις 3. νομίζω … Dictionary of Greek
υπέρχομαι — ΜΑ 1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.) 2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.) 3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.) 4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α.… … Dictionary of Greek